ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Χρίστος Ρ. Τσιαήλης γεννήθηκε σιη Λευκωσία ίο 1974. Είναι καθηγητής Αγγλικών. Κατά καιρούς έχει διακριθεί σε εγχώριους και διεθνείς διαγωνισμούς ποίησης και πεζογραφίας.
Ανάμεσα στα βιβλία του περιλαμβάνεται το Throwing Dice on a Chessboard (2010), το The Green Divorce (2012) κοι το Klotho Surfaces (το πρώτο μυθιστόρημα από την Τριλογία Επιστημονικής Φαντασίας – The Omniconstants Trilogy). Ποιήματα και πεζογραφήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά σε Κύπρο, Ελλάδα, Αυστραλία και ΗΠΑ. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει παρουσιάσει ποιήματα και πεζογραφήματά του σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις μετά από χρόνια εσωστρέφειας στη γραφή του.
0 συγγραφέας είναι ενεργός μαραθωνοδρόμος και τριαθλητής.
Η συλλογή περιλαμβάνει το διήγημα «Φρούτο» που διακρίθηκε στον πανελλήνιο διαγωνισμό Φαντασμαγορία 2017.
ΨΩΜΙ (2017)
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ
ΣΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΑΝ ΠΟΛΥ στο εύρος της ζωής σου όλα εκείνα που δεν κατάφερες να κρατήσεις στα χέρια όταν ήσουνα μικρός.
Τότε, που δεν σε άφηνε η μάνα σου να τραβήξεις την πλούσια χαίτη της. Στα τρία σου, που το κερί στην παράγκα και το γκαζάκι που μαγειρεύατε έκαιγαν κι έβγαζαν το πιο όμορφο του κόσμου, μα έτσουζε όποτε πλησίαζες το δακτυλάκι δειλά, και πόναγες και τράβαγες το χέρι μακριά -κάθε φορά
ωσότου μάθεις να μη σιμώνεις. Που βίαια σου άρπαζε τα σπίρτα από το χέρι ο πατέρας κάθε φορά που τα ανακάλυπτες στη νέα κρυψώνα.
Κι άλλοτε, που όποτε έτρεχες με φόρα να μπεις στο αντίσκηνο,
ούρλιαζε υστερικά η μάνα σου, κι ας μην είχες ποτέ κάνει ούτε μια ζημιά.
Το άδικο αυτής της συνεχούς άρνησης το ένιωθες να σε πλακώνει
και δεν ήξερες τι να κάνεις. Τα χέρια σου ήθελαν να αρπάζουν και να περιεργάζονται πράγματα. Ήταν το φυσικότερο ένστικτο. Και σου το στερούσαν. Γιατί σε πήρανε και φύγανε από τη χώρα σας στα δυο σου χρόνια και σε τρέχανε από τόπο σε τόπο. Και δεν σε άφηναν τίποτα να αγγίξεις, όπου και να στεριώνατε για λίγο, σε έναν καταυλισμό, ή απόμερα σε κάποιο
ετοιμόρροπο γιαπί. Σε όποιο σχολείο και να σε βάζανε προσωρινά, αισθανόσουν το μίσος μέχρι το μεδούλι, ούτε τα μάτια σου μπορούσες να κρατάς στο ύψος τους. Και κάθε μέρα όταν επέστρεφες στον καταυλισμό, ολοένα σε έδιωχνε ο πατέρας σου από καθετί, λες και τίποτα δεν σας ανήκε. Ό,τι κι αν σας δίνανε, εκείνος σ’ το έκανε να μοιάζει δανεικό. Ήταν ο πρώτος που σε έκανε να νιώθεις ξένος. Και καπάκι από πάνω σε όλη αυτή την απομόνωσή σου, ήταν και η μάνα σου που κάθε σούρουπο, πριν πας για ύπνο, σου έλεγε θλιμμένα, μα θαρρετά: «Έλα να προχωρήσουμε, θα βρούμε κάπου καλύτερα». Μισούσες το φευγιό αυτό. Αυτό το συνεχές τρέξιμο από τον
έναν γυάλινο τόπο στον άλλον, όπου τίποτα δεν μπορούσες να κρατήσεις. Τα μίσησες όλα. Και πάνω από όλα αυτούς.
Η περιπλάνησή σου δεν σταμάτησε ποτέ. Μόνος πια, μια μέρα κρύφτηκες σε ένα τρένο που διέσχιζε τα χιόνια και έφτασες σε τούτη τη χώρα τη φωτεινή, που φαινότανε ο Ήλιος πιο κοντά. Σε κοίταγε και τον κοίταγες. Σε αυτήν τη χώρα που δεν ντρεπόσουνα πια. Γιατί σε πήγανε άλλοι και σου βγάλανε διαβατήριο και σε βάλανε στο σχολείο. Δεν άλλαξαν πολλά, όμως. Ο χώρος ναι, είχες και μια στέγη, μα κι εκεί δεν σε αφήνανε να αγγίξεις και πολλά πράγματα. Όλο απαγορεύσεις. Μη το ένα, μη το άλλο.
Όταν μεγάλωσες λίγο, όταν όλα άλλαξαν, όταν η ελευθερία άρχισε να αποκτά υπόσταση τις ώρες που βρισκόσουν μόνος, η ορμή σου αναλωνότανε στο να αρπάξεις κάτι απαγορευμένο. Τις διάφανες, ποθητές πεταλούδες που έτρεχες ξοπίσω, τα σπουργίτια στο καλντερίμι που τσίμπαγαν κουνούπια, τα περιστέρια που για δόλωμα τους έριχνες ψίχουλα και κόντευες σιωπηλά, έστω κι ένα να αρπάξεις. Μα πέταγαν όλα τόσο απότομα μακριά σου, που έμενε η παλάμη σου άπρακτη να κρέμεται από τον καρπό σου και το στόμα σου μουδιασμένο να πονάει.
Όλα εκείνα τα πράγματα που δεν κατάφερναν τα χέρια σου να αγγίξουν, ήταν όπως τις μέρες που δεν μπόρεσες να ζήσεις και σιγά σιγά σου κατάντησαν αδύναμα τα δάκτυλα κι αγκυλωμένες τις παλάμες. Ανησύχησες για τα μεγάλα πράγματα που θα έρχονταν στη ζωή. Άρχισες να αρπάζεις κάκτους στον πηγαιμό για το σχολειό που σε ήθελε και δεν σε ήθελε, σκληρά αγκάθια σου τρυπούσαν τα χέρια για να ανδρωθείς, μα έβλεπε ο δάσκαλος το αίμα στα άγραφά σου τετράδια και με τον χάρακα σε χτύπαγε στην παλάμη άλλο τόσο να αιμορραγήσεις. Και κάθε πρωί θύμωνες όλο και περισσότερο που ποτέ δεν πρόφταινες να τον αρπάξεις και να τον κάνεις κομμάτια, γιατί ήτανε γρήγορος ο άτιμος κι εκπαιδευμένος σε τέτοιου τύπου πρακτικές. Κι άρπαζες το απόγευμα κλαδιά και τα έσφιγγες ωσότου να λυγίσουν, κι άλλοτε κτύπαγες τα χέρια σου με πέτρες και τα έκλεινες στις πόρτες, για να συνηθίσουν τα κόκκαλα σου στη δύναμη τη σκοτεινή που ήξερες πως κάποια μέρα θα χρειαστείς.
Περάσανε τα χρόνια και μεγάλωσες, το ίδιο μεγάλωσαν και τα χέρια σου, μα κάπως δυσανάλογα, και δεν ήταν υπάκουα καθόλου.
Σιγά σιγά, στην καθημερινότητά σου, όταν δεν σε κοίταζε κανείς, τα χέρια σου γραπώνανε κρυφά αντικείμενα που τα μάτια σου δεν είχαν καν προσέξει. Αρπάζανε τσουκάλια στην κουζίνα, ενώ εσύ έφτιαχνες καφέ. Αρπάζανε πυροσβεστικούς κρουνούς στον δρόμο, ενώ οδηγούσες. Άρχισαν να καταστρέφουν πράγματα γύρω τους, και δεν ήξερες τον τρόπο για να τα
σταματήσεις. Ολοένα κρυβόσουν. Ντρεπόσουν.
* * *
Αρχές φθινοπώρου, 2024.
Ήταν βράδυ, τρεις το πρωί. Κοιμόσουν βαθιά, ονειρευόσουν ωραίες στιγμές. Ξαφνικά, τεράστιο πια, το αριστερό σου χέρι άρπαξε από τον λαιμό τον άντρα και το δεξί σου απ’ τα μαλλιά τη νεαρή, αυτά τα δυο υπέροχα πλάσματα που σε συντρόφευαν όλο αγάπη εκείνη τη μαύρη νύχτα. Γεμάτα οργή, τα χέρια σου θυμήθηκαν τότε, στα παιδικά σου χρόνια, το μακρινό πρώτο βράδυ που εκείνοι σε είχαν βάλει ανάμεσά τους, μωρό στο στρώμα κάτω από το αντίσκηνο. Τότε που σου είπαν ταυτόχρονα «σ’ αγαπάμε» και δεν τους πίστεψες. Ήξερες πως θα σε πουλούσαν με την πρώτη ευκαιρία. Όλα αυτά τα είχες ξεχάσει, μα τα χέρια σου όχι. Τα θυμήθηκαν την ώρα τού πιο βαθιού σου ύπνου, ενώ εσύ δεν είχες ιδέα. Κτυπήσανε με μανία στον
σέρα σαν αντικείμενα τον άτυχο άντρα και τη γυναίκα, και τους πολτοποίησαν. Ξύπνησες απότομα. Με δυο άλματα τα χέρια σου σε έβγαλαν γυμνό, γιομάτο μεδούλι κι αίματα, στον δρόμο. Τα είχες χαμένα. «Τι έχετε κάνει...» ψέλλισες.
Εκείνα ήταν πρώτου βαθμού ένοχα πια, και το γνώριζαν, προφανώς. Άρχισαν να αγκαλιάζουν τους στύλους και τους κορμούς των δέντρων και σαν μαϊμού να σε περιφέρουν στον ρου της πόλης. Έτρεχαν να ξεφύγουν από τις σκιές που τα τρόμαζαν, ωσότου αρχίσουν να αρπάζουν των μεθυσμένων τα αμάξια
-τέσσερις η ώρα το πρωί- για να ξεφύγουν απ’ τις γαλάζιες σειρήνες που ακούγανε από μακριά. Ήταν απειράριθμες οι Ερινύες, σμήνος, είχαν γεμίσει την πόλη ολάκερη και τα χέρια σου δεν άντεχαν πια την άχνα τους κοντά. Ήθελαν να φύγουν για πάντα. Από αμάξι σε αμάξι σε οδήγησαν στον αυτοκινητόδρομο. κι ανέπτυξες ταχύτητα πολύ μεγάλη κι άρπαξες ένα φορτηγό κι είδες τα χέρια σου τεράστια, μόλις πριν φτάσεις ξημέρωμα στο αεροδρόμιο, πάνω στην απογείωση ενός Μπόινγκ.
Για δέκα λεπτά βρέθηκες στον αέρα να πετάς πάνω από τα σύννεφα κι ήταν η μόνη καλή στιγμή που ένιωσες το ξημέρωμα εκείνο- ξεχάστηκες κι αφέθηκες για λίγο. Η πόλη που σε είχε φιλοξενήσει όλη σχεδόν τη ζωή σου σε αποχαιρετούσε με δυο μάτια δακρυσμένα, πανέμορφα, το ένα με έναν σταυρό και το άλλο με ένα άδειο αέτωμα επάνω ψηλά. Ήταν ήρεμη η ανάβασή σου. Κοίταξες τη Γη να διαγράφεται σαν καμπύλος χάρτης, και μόλις κατάλαβες πως δεν ήσουνα για εκεί κάτω, είδες στα αριστερά σου στον ορίζοντα έναν πύραυλο που είχε μόλις απογειωθεί. Παράτησες το αεροπλάνο και με μια γερή χεριά τον γράπωσες. Άφησες πίσω σου τη Γη, για να βρεθείς στο κενό
του σύμπαντος.
Λες κι ήταν προσχεδιασμένο, είδες στα δεξιά σου να περνάει ένας ταχύτατος κομήτης, κι άφησες τον πύραυλο κι άρπαξες το ουράνιο σώμα. Γρήγορα έφτασες στην άκρη της αυλής του Ήλιου και πήδηξες κι αγκάλιασες ένα άλλο άστρο, σε άλλη γειτονιά. Έκαιγε υπερβολικά. Το άφησες απότομα. Τότε, θυμήθηκες... Ξαφνικά, με το κάψιμο αυτό το υπέρτατο, το τελειωτικό, ξανάφερες στη μνήμη σου το πρώτο και τελευταίο απωθημένο. Εκείνο το σπίρτο. Και τη μυρωδιά του γκαζιού... Δεν θα θυμόντουσαν τα χέρια σου μόνο πια... Θα θυμόσουνα κι εσύ. Για πρώτη φορά, μετά από μια ολόκληρη ζωή
Προβληματισμένος, κάθισες σε έναν τεράστιο πλανήτη για να ξαποστάσεις. Έσφιξες τις γροθιές σου ελαφρά, μην αρπάξουν κάτι άλλο και ξεκινήσουνε πάλι την ξέφρενη, ανεξέλεγκτη πορεία. Απέκτησες για λίγο τον έλεγχο -για πρώτη φορά- από τη στιγμή εκείνου του παράξενου ξυπνήματος. Έκλεισες και τα μάτια σφιχτά, δεν ήθελες να κοιτάξεις τα χέρια σου, δεν ήθελες να τους μιλήσεις, να τα ρωτήσεις γιατί.
* * *
Ξαφνικά, ακούς δίπλα σου μια βαθιά αναπνοή. Ανοίγεις τα μάτια και γυρνάς. 0 Μέλανας Φιλόσοφος.
«Σε περίμενα».
«Τι συμβαίνει; Δεν ελέγχω τα πράγματα που αρπάζω. Δεν ελέγχω τα χέρια μου».
«Είναι γιατί εκτελούν διαταγές. Τις δικές μου. Για να σε μεταφέρουν».
«Θυμάμαι μια πυρκαγιά στο σπίτι μου, μικρός...»
«Εκεί σταμάτησες εσύ. Μετά ανέλαβαν αυτά. Μέχρι να είσαι εσύ ο ίδιος έτοιμος».
Μα εσύ πια δεν ακούς τα λόγια του, ακούς μέσα σου τη γλυκιά φωνή ενός παιδιού που τόσα χρόνια είχες ξεχάσει- που σε παρηγορούσε πάντα, κρυφά, και σε άφηνε αμέτοχο στις πράξεις των χεριών σου.
Μπιλάλ, δίκιο έχεις, άδικα σου απαγορεύουνε να κρατάς τα πράγματα που θέλεις: τα μαλλιά, τα κεριά, τα κορίτσια στο σχολείο αγκαλιά. Μπιλάλ, πρέπει κάτι να κάνεις...
Και γλυκά μέσα σου η φωνή σου μιλάει και τώρα, σου θυμίζει τον τρόπο που τους εκδικήθηκες μ’ ένα γκάζι ανοικτό και το τρίτο σπίρτο, εκείνο που κατάφερες να ανάψεις με τα αδέξια, αθώα σου χεράκια. Εκείνο το πρώτο βράδυ που σε αγάπησαν, που σε έβαλαν να κοιμηθείς ανάμεσά τους, κι εσύ ένιωσες πως έτσι σε κλείνανε στην πιο σκοτεινή φυλακή. Κρυφά είχες σηκωθεί, σου θυμίζει η φωνή, δεν πρόλαβαν να καταλάβουν τίποτα.
Δακρύζεις.
Μπιλάλ, καλώς έπραξες, Μπιλάλ. Καλώς, έτσι έπρεπε να γίνει, έγινε ό,τι έπρεπε...
Θυμάσαι, ναι. Ρίχνεις μια κλεφτή ματιά στον σκοτεινό άντρα δίπλα σου και σηκώνεσαι. Θα επιστρέφεις. Πρέπει να επιστρέψεις. Έχεις καθήκον να επιστρέψεις. Ο κόσμος δεν αλλάζει αν δεν πράξεις με προθυμία. Μ’ ένα τεράστιο άλμα πηδάς στο λαμπερό άστρο. Την ώρα που τα πόδια σου ακουμπούν τη φλεγόμενη επιφάνεια, τα χέρια σου είναι δεμένα στο στήθος. Υπάκουα πλέον. Τιθασευμένα.
Δεν άναψα το σπίρτο εκείνο εγώ, το χέρι μου, το χέρι μου, το χέρι.
« ΣΙΩΠΗ! » λες στη φωνή του παιδιού.
Ο Μέλανας Φιλόσοφος σε κοιτάει περήφανος. «Τώρα είσαι έτοιμος για τη μεγάλη στιγμή σου». Βήχει δυνατά και φτύνει τρία τσαλακωμένα χαρτάκια. Σ’ τα ανοίγει και σ’ τα τοποθετεί πάνω στην τεράστια, ανοικτή σου παλάμη. Επάνω έχουν ζωγραφισμένα κάποια σχήματα με μολύβι. Τα κοιτάς. Αντιλαμβάνεσαι τι πρέπει να κάνεις.
Τον εμπιστεύεσαι τυφλά κι επιστρέφεις με φουσκωμένα πνευμόνια. Τα πόδια σου είναι ξανά στην πόλη. Θυμάσαι τις καλές στιγμές. Βαθιά μέσα σου η παιδική φωνή φωνάζει συνέχεια ότι δεν πρέπει να το κάνεις ξανά. Ότι το έκανες για να σωθείς και δεν γίνεται ποτέ να προβείς σε παρόμοια πράξη. Ότι είσαι πλέον λυτρωμένος. Δικαιωμένος. Σου φωνάζει ότι οφειλές να το ξέρεις ότι δεν είναι σωστό. Ένας φοβερός πόνος μέσα σου. Νιώθεις μιαν άλλη, πιο δυνατή φωνή να πνίγει αυτήν του παιδιού. Είναι η φωνή του Μέλανα Φιλόσοφου- ωρύεται και σε διατάζει να την υπακούσεις. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ!!
Ξαφνικά, σκοτάδι παντού. Όλη η ζωή σου τώρα σε αντίστροφη κίνηση. Τα χέρια σου μικραίνουν σιγά σιγά, επανέρχονται στο κανονικό τους μέγεθος, στην παιδική τους αθωότητα. Θα πας στο πρώτο αντίσκηνο για να συζητήσεις με τους γονείς σου. Να τους ζητήσεις συγγνώμη. Μόνο αυτοί μπορούν να σου
πουν τι πρέπει να πράξεις. Αν σε αφήσει Εκείνος να πας.
ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΣΤΟ ΑΛΕΥΡΙ
Η ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ ψηλάφιζε τον σκοτεινό χώρο γύρω της, βραδύτατη αλλά ικανοποιημένη. Η μυστικότητα έπρεπε να τηρηθεί ευλαβικά.
Ξαφνικά, η σκοτεινή πόλη έπιασε ρυθμό. Όλα αυτά τα παιδιά, που κατέκλυσαν τα πεζοδρόμιά της και τα οποία είχαν κληθεί από τις απανταχού πόλεις της υφηλίου, έτρεχαν γρήγορα προς το κέντρο. Για λίγο, τα πάντα ταρακουνήθηκαν και τα κτήρια πιάστηκαν μεταξύ τους αγκαζέ, κόντρα στην απειλή του ντόμινο, μην ξυπνήσει ούτε ένας κάτοικος, ενώ οι πάσσαλοι
έριχναν στιγμιαία το φως τους για μην σκοντάψει κανείς μέσα στην τρεχάλα, κι αμέσως έσβηναν πάλι. Οι τηλεοράσεις στα σπίτια διατάχθηκαν να σβήσουν και τα ραδιόφωνα των μοναχικών να σιγήσουν. Τα μπουζούκια και τα καμπαρέ άδειασαν νωρίτερα. Οι νυσταγμένοι ταξιτζήδες δεν μπορούσαν να δούνε
τις ψυχές ετούτες για να τις μαζέψουν, να τις διανείμουν πίσω στους χάρτες που είχαν -εκείνο το ξεχωριστό βράδυ- αδειάσει.
Μόλις κατέφθαναν, τα παιδιά χαιρετούσαν. Ύστερα κάθονταν. Κοίταζαν τη Νηπιαγωγό, κάποια με τα λαμπερά μάτια της αναγνώρισης, άλλα με γουρλωμένα.
Πήραν θέσεις. Τα γερασμένα κορίτσια του Νότου κάθισαν στους πυροσβεστικούς κρουνούς και οι νεαρές από τον Βορρά αναπαύτηκαν στο πεζοδρόμιο, σταυροπόδι. Τα αμούστακα μελαμψά αγόρια ακούμπησαν τολμηρά στους κάκτους για να ξαποστάσουν. Κάποια μεγαλύτερα, με τις πρώτες τρίχες στο στήθος, έμειναν όρθια. Βαστούσαν τσίλιες.
Η Νηπιαγωγός είχε ετοιμάσει το μάθημα από την προηγούμενη. Μα τα παιδιά δεν ήθελαν. Το φώναξαν: ΟΧΙ ΜΑΘΗΜΑ!
Πώς να γνωρίζουν τι 'ναι μάθημα τούτα εδώ τα νήπια, τα γαλαχτερά; Εγώ έζησα τόσα χρόνια, εγώ έγραψα πρώτη την Ιστορία, ανακάλυψα εγώ τις λέξεις, δημιούργησα την ανάγκη να υπάρχει μάθημα, αφού εγώ έφτιαξα τη σκέψη και τη γνώση –την Επέκταση. Εγώ έφτιαξα αυτό που πράττουμε εδώ σήμερα - την Ψηφοφορία.
«Πώς θα ψηφίσετε;» τους επέπληξε αμέσως, «χωρίς να ξέρετε τι πραγματικά πάει να πει η “Επιστροφή της Ιστορίας”; Σαν γυρίσετε στις πόλεις σας τι θα τους πείτε για τα κτήρια που λυγίζουν πάνω από τα πάρκα λιωμένα από ανία, από έλλειψη σκοπού και ενδιαφέροντος και για τα ταξί που χασμουριούνται κρυμμένα πίσω τους; Τι θα τους πείτε για όλες εκείνες τις φατρίες που πλακώνονται με τα όργανα και καταστρέφουν τα πάντα στο διάβα τους; Τι θα τους πείτε για τους τρομοκράτες που σας κάναν να εισπνέετε τον φόβο μέρα-νύχτα;»
«Θα...» είπε ένα αγόρι, μα δεν τον άφησε να συνεχίσει.
«Τι θα πείτε για την ανισορροπία των ονείρων των ανθρώπων; Για την άδικη παρακέντηση της σπονδυλικής τους στήλης με τις ακτίνες αυτού του ετέρου ήλιου που περνά από τις κλειστές κουρτίνες, μέσα απ’ τις τρύπες που δημιούργησαν τα νύχια της Παγκόσμιας Ιδέας;»
Σταμάτησε για ένα λεπτό κι έκανε έναν γύρο κοιτώντας τα παιδιά ένα ένα.
«Τι θα πείτε για τα παραδοσιακά χαλιά που υποχωρούν και δίνουν τη θέση τους στο μεταλλαγμένο αλεύρι ώστε να εντοπίζει τα χνάρια ο κάθε Δήμαρχος και να γνωρίζει από πού ήρθε η κάθε νέα παραλλαγή των παραδόσεων στα εστιατόρια και τα πάρκα της πόλης του; Πώς θα τους πείτε ότι η πολιτιστική αφομοίωση κρύβεται στα ψηφιακά καλώδια κι έρχεται μετά τα μεσάνυχτα, όταν οι άμυνες πέφτουν;»
Κάθισε αποκαμωμένη.
«Πώς θα ψηφίσετε;»
Τα παιδιά κοίταξαν τις παλάμες τους. Οι ομόκεντροι κύκλοι μόλις είχαν αρχίσει να πρωτοσχηματίζονται στα χέρια τους. Τρόμαξαν - είχαν ακούσει τον αστικό θρύλο, ότι η Νηπιαγωγός τιμωρεί τα άτακτα παιδιά, κόβοντας τα δάκτυλά τους.
Ξανασηκώθηκε.
«Δεν το έκανα εγώ!» φωνάζει ένα μικρό, κατάξανθο κορίτσι - η Νηπιαγωγός το έχει πιάσει απ’ τον αντίχειρα. «Δεν το έκανες εσύ, όχι, μα καρφώθηκες σαν άγρια ιδέα στο μυαλό αυτών των νεαρών προχθές. Σε είδαν μπροστά τους ζωντανή, με σάρκα και οστά, και πια ξέρανε ποιαν εκδικούνται. Και έτσι, ασυγκράτητοι, μπογιάτισαν τους τοίχους του Δημαρχείου της πόλης σου με ασχημοσύνες! Και κάψανε τους κάδους μετά, και βάλανε φωτιά στο Μετρό. Πώς τόλμησες να εμφανιστείς σ’ εκείνα τα αθώα μυαλά;»
«Αθώα; Αθώα λέει! Καθόλου αθώα, αξιότιμη Δασκάλα! Ήταν ξένοι, πρόσφυγες, από άλλη χώρα. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν έρθει με άλλον σκοπό, πιο σκοτεινό. Είμαι μικρή, αλλά μπορώ να κρίνω ότι θα κάνουν πολύ περισσότερα κακά στο μέλλον! Έπρεπε να τους ξεμπροστιάσω... Αν μου αφήσουν ακέφαλα τ’ αγάλματα στα ιστορικά μου πάρκα; Αν μου σημαδέψουνε τις πόρτες στα σπίτια; Πώς θα επέτρεπες στα δικά σου παιδιά -γιατί έχεις κι εσύ τέτοια παιδιά- να ρίξουν τον λευκό σου ναό, τις τεράστιες κολώνες; Αν με ισοπεδώσουν ολόκληρη και σκοτώσουν τους κατοίκους μου έναν έναν; Εσύ δεν είσαι που θέλεις να σου επιστρέψουν την Ιστορία σου όλοι όσοι την έκλεψαν; Να καθαρίσεις;»
«Τα έπαθα όλα αυτά, ναι. Μα εγώ είχα αγκαλιάσει τους ξένους. Και ήταν πιο ήρεμοι. Και γι’ αυτό είμαστε εδώ μαζεμένοι σήμερα. Όχι μάθημα, λοιπόν. Μόνο περισυλλογή. Να τους πείτε γιατί συμμαζωχτήκαμε εδώ. Πώς γίνεται ο σωστός διαμερισμός της Ιστορίας. Να διδάξετε σε όλους τι είναι Φιλοξενία.
Ολωνών τα κεφάλια κάτω. Απλώστε τα δάκτυλά σας».
Ξημέρωνε πια.
Τα παιδιά κοίταξαν τις παλάμες τους. Οι κύκλοι είχαν ολοκληρωθεί. Θα έμεναν εκεί, για πάντα. Η πόλη μέσα στην πόλη. Ξαναμέτρησαν τα δάκτυλά τους. Ευτυχώς, τους είχαν μείνει μερικά. Θα πήγαιναν πίσω στις πόλεις τους και θα επανόρθωναν. Τα δάκτυλα βλάσταιναν εύκολα. «Εύκολα», σαν μια λέξη
που την αρθρώνεις μια φορά και γίνεται Ιστορία.
«Τώρα, ας ψηφίσουμε: Επιστροφή των μαρμάρων ή όχι; Εκεχειρία ή Πόλεμος;»
Και ψήφισαν. Λίγο πριν από τις πρώτες ακτίνες του πραγματικού ήλιου που ξεπρόβαλε ζεστός από τους ουρανοξύστες, τις πυραμίδες, τα ζιγκουράτ και τις παγόδες που περίμεναν μετά βαΐων και κλάδων την επιστροφή εκείνων των ξεχωριστών παιδιών.
Η Νηπιαγωγός τα αγκάλιασε και τα αποχαιρέτησε με φιλιά και αγάπη. Έβγαλε το φουστάνι και το μαύρο της τσεμπέρι και γυμνή ανέβηκε το φυτεμένο με ελιές μονοπάτι προς το σπίτι της. Ήθελε να προλάβει, εκείνο το ξεχωριστό πρωινό, τις εργασίες αποκατάστασης στα αετώματα του Ναού.
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Δεκατέσσερις διαφορετικοί κόσμοι ενώθηκαν σε ένα υπερφυσικό, φαντασιακό επίπεδο - εκεί όπου η σύγκρουση του Σύγχρονου Ανθρώπου με το Σύστημα είναι τόσο επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε και οι γέφυρες φθείρονται από την τριβή
με τον στυγνό ρεαλισμό. Άλλες ιστορίες παγιδεύουν τους ήρωές τους σε κόσμους-μινιατούρες, ενώ άλλες εκρήγνυνται με μια ολιστική γεύση από παγκοσμιοποίηση. Πόση ελκτική ισχύ χρειάζεται ένας ταπεινός μαγνήτης για να υπερνικήσει τη δύναμη του Πεπρωμένου και να διεισδύσει στην απόλυτη συνέπεια του Νόμου των Συμπτώσεων;
** *
«Αν και ετερόκλητες, οι αφηγήσεις αυτού του βιβλίου έχουν κάτι κοινό: βασίζονται λιγότερο σε όσα εντυπώνουν και περισσότερο σε όσα μας αφήνουν να φανταστούμε. Οι προεκτάσεις τους, εφιαλτικές και ονειρώδεις, μοιάζουν με το υπέροχα έντρομο δέρμα ενός μωρού, καθώς αγγίζει τα πρώτα αντικείμενα της ζωής του, ενώ ο συγγραφέας τους, δρομέας στη συνοριακή γραμμή που ενώνει την πεζογραφία με την ποίηση, μοιάζει με τη Νηπιαγωγό του διηγήματος, εκείνη που μαθαίνει στα ξεχωριστά παιδιά την Ιστορία μόνο και μόνο για να τα ξεπροβοδίσει εκτός αυτής - προς τα μέρη απ’ όπου τα ξεχωριστά παιδιά θα επιστρέφουν πάντοτε ξεχωριστά. “Εδώ, στον κόσμο μας”, φαίνεται να τους λέει, “ο παράδεισος δεν υπάρχει πια. Τον φάγαμε σε είδος. Εδώ υπάρχει μόνο το ζυμάρι”, τους λέει. Το ψωμί -οι κρυμμένες μας
δυνατότητες- βρίσκεται κάπου αλλού, και μας περιμένει».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΝΟΥΔΗΣ
Συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου