Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ





Αποχαιρετισμός


 (Απόσπασμα 1)

(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)

ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ πια τα ψέματα-δικά μας και ξένα.
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δε μπορείς πια
να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.

Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ-(για ποιόν; Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατο μου μια ύστατη γνώση,
ή γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.

Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία –
Σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας και περιμένεις
ν’ ακουστεί  μια πελώρια κραυγή (ή του παιδιού ή του Θεού), μια κραυγή πιο τρανή       απ’ τη σιωπή
 που θα ρίξει τα τείχη του πριν, του μετά και του τώρα, να μπορέσεις
να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μιαν άχρωμη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.

Μαρμαρωμένη ησυχία,- μ’ όλο που ακούγονται
οι ντουφεκιές κ’ οι φωνές-πόσο ξένα, δεν ακούγονται, χαράζονται
στεγνά σαν σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν πέσουν
και μένουν σ’ ένα ξένο χώρο, σταματημένα κ’ αιχμηρά. Τι ησυχία,-
μ’ όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω-

Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα της πέτρας, μπροστά
ένας μικρός  ή ο ατέλειωτος θάνατος, στη μέση
(στη μέση;) εγώ.-Ποιός εγώ;-Τι είναι
ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος:
ένας τμηματικός ή ολόκληρος θάνατος; Πρέπει να τον γνωρίσω. Δεν προφταίνω.

ΙΣΩΣ  και να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα
Ν’ αντέξω την καταφρόνια ή τη συγνώμη ή και την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα
να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας; Θα μπορούσα
να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα
σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη
που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της;

Ίσως μπορούσε, κι έτσι ακόμη, νάταν όμορφα-
μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθίσει στα κάγκελα  του παραθύρου
παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυμη λεπτή σημαιούλα της
μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ’ τη χαραματιά της πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης
που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου.
Η φωνή ενός παιδιού-δε μπορεί- θ’ ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα
Κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας-η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ’ άγγιζε,
η ματιά μιας γυναίκας που δε σε είδε και την είδες.
Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ’ άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου
μες στο  ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως
τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς, θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα
σαν τα μικρά καΐκια σ’ ένα λιμανάκι του νησιού μας.

Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.
Μονάχα η τελευταία ακινησία : αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω.
Δε χωρούσα. Ήταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος
Μήπως και δεν μπορέσω να πεθάνω. Συγχωράτε με.
Ίσως οι τέσσερις σύντροφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα-δηλαδή πιο ειλικρινείς.
Εγώ ήμουν  αδύναμος : Ντράπηκα. 
  


  (Απόσπασμα 2)


ΠΟΤΕ δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς
Μπορούσε νάχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει
την πατρίδα με τις ελιές της, τα’ ακρογιάλια της, τα βάσανα της,
με τα καΐκια της μ’ ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιο αγέρα της,
τον κόσμο με τα φλάμπουρα του, τα όνειρα του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα.
Ανασαίνω, μέσα σ’ αυτή τη πέτρινη σήραγγα που η έξοδος της
είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω :
από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.
Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.

Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια-
μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας,
μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου,
μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη
σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο,
σαν άσβηστη δάδα μέσα σε όλες τις νύχτες των σκλάβων, φλεγόμενη η σημαία μας
σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ λοιπόν να επαναλάβω :
«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα  και το αίμα μου
- το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου,
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη  ε λ ε υ θ ε ρ ί α»
και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά
και σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο – μην το ξεχάσετε, σύντροφοι –
στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,
γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης. 



Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ τόμος] (1978)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου