Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΛΟΡΗΣ






.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΌ 

Ο Ανδρέας Μαλόρης γεννήθηκε στην Αχέλεια της Πάφου. Σπούδασε ιατρική στη Θεσσαλονίκη και στο Johannesburg της Νοτίου Αφρικής και από το 1991 εργάζεται στη Λεμεσό. Το 1981 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα,
συμμετέχοντας σε πανελλήνιο ποιητικό διαγωνισμό και κατακτώντας το πρώτο βραβείο ποίησης. Έχει στο ενεργητικό του πέντε βιβλία, δύο
ποιητικά και τρεις συλλογές διηγημάτων, από τις οποίες οι δύο τιμήθηκαν με Κρατικό βραβείο το 1997 και το 2003.
Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά κι έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες ποίησης και διηγήματος. Διηγήματά του έχουν μεταφρασθεί και δημοσιευθεί στα Αγγλικά, Γερμανικά, Ιταλικά,
Βουλγαρικά και Τουρκικά.
.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ
Τα τριάντα ποιήματα, ποίηση, αυτοέκδοση, Κύπρος, 1983
Με διαστρέβλωση ελάχιστη, ποίηση, εκδ. «Μικροκύκλος», Κύπρος, 2015
Κβαντομηχανική Μανδραγόρας, 2019
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Τα μπαλόνια άφαντα, διηγήματα, εκδ. «Κινύρας», Κύπρος, 1997, Κρατικό βραβείο διηγήματος
Τίποτα, τίποτα, διηγήματα, εκδ. «Αρμίδα», Κύπρος, 2003, Κρατικό βραβείο
διηγήματος
Εκκαθάριση προσωπικού, διηγήματα, εκδ. «Παράκεντρο», Κύπρος, 2012

.
.
1-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%b9%ce%b1-2-0003
.

1-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%b9%ce%b1-2-0002

1-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%b9%ce%b1-2-0001

  

.
.

ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ (2019)

ΚΡΑΥΓΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ

Τώρα, που η πλάτη της μέρας
ακουμπάει στο πορτοκαλί
του ηλιοβασιλέματος,
εσύ τι νόημα βγάζεις;
Τα χρώματα συνεπή,
αύριο επιστρέφουν,
εσύ ποιούς υπότιτλους ψάχνεις
στον ουρανό;
Γέρνεις στο χώμα,
ακουμπάς το αυτί στη ζέστα της πέτρας,
άθελά σου παραβιάζεις
τα προσωπικά δεδομένα του ήλιου,
μα τις δικές σου θαμμένες πολιτείες
ποιός έστερξε ποτέ
να κρυφακούσει;
Κάποια κυρία ευέξαπτη Χλωροφύλλη
παραδίδει το διάταγμα έξωσης
στην αθωότητα μιας αυλής.
Ελλείψει επιχειρημάτων
η μοχθηρία της μούχλας
θα πεις.
Για πόσο όμως εσύ
θα αναδιπλώνεσαι βουβός,
δίπλα σ’ αυτό το γιασεμί
που εκλιπαρεί;
Τα ρυάκια της βροχής τι κουβαλάν;
Να ‘ναι όσα δεν τόλμησες κείνο το βράδυ
ή μήπως τη ζωή σου όλη
που σαλπάρει,
στις νηοπομπές των μυστικών;
Λιπόσαρκες λέξεις και πατικωμένα τρένα,
πάλι θα πεις,
έξω από τα υγρά κρεματόρια
της ιστορίας. 
Ναι, ο καθείς και η ευκολία του.
Εντούτοις η πιο σύντομη πορεία
προς τ’ άστρα,
παραμένει η ανένταχτη κοτυληδόνα
μιας σκέψης.
Τη κραυγή της πεταλούδας ποιος θα την πει;
.
***
Μια μέρα,
και του ήλιου το αλφαβητάρι
κι αυτό θα κατασχεθεί!
Θα δεις!
.
***
Λίγο ακόμα 
και οι νύκτες που αρωήθηκες, 
παμψηφεί θα σε διαγράψουν.
Υπομονή, θα δεις!
.

Ο ΑΣΥΜΦΟΡΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΤΟΥ ΜΠΑΧ

Άργησα.
Την είδα να χάνεται
όπως γλυκάδα ομίχλης,
στη στροφή λίγο πριν την έξοδο
των βαριών διλημμάτων.
Την καταπλάκωσαν και πάλι
αργά τριαξονικά γιατί
.
Στον υπόγειο,
η επικερδής μου βιασύνη
προσπέρασε τον μουσικό του Μπαχ.
Οι νότες που άφησα πίσω,
με πολτοποίησαν στις ράγες.
Πέρασε κι από κει, θα λένε,
η βουβή αμαξοστοιχία
του μαύρου.
Τα χέρια,
που δεν κράτησα σφικτά,
ένιψαν τις ώρες
και βράδιασαν.
.
***
Όταν οι μεταμέλειες
θορυβούσαν ψες μέχρι το πρωί ψες,
σαν κάτι τρωκτικά
που ροκανίζουν το μαύρο,
και στους τοίχους φτερούγιζαν
οι σκιές
των μεγαλοπρεπών σου δισταγμών.
.
***
Να σ’ ακουμπά στον ώμο
λιπόθυμη συλλαβή
προσκυνητή,
και να τη σπρώχνεις εσύ,
κατακόμβες πόνου μετά,
στο αναπηρικό της δικής σου πνοής.
.

ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΙΙ

Και εισήλθε κι άλλο σκοτάδι
μέσα σε πιο βαθύ σκοτάδι.
Μέχρι που ένα πρωί η νοσταλγία,
έρποντας ανάμεσα στα κουφάρια
των μελλοντικών ποιητών,
με ανέλκυσε στο φως.
Ανέτρεψα τα εις βάρος μου δεδομένα,
διέσχισα εν τέλει
των ανεμόμυλων το δάσος,
μα η νύκτα έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθεί.
Η γη λικνίζεται
πάνω στον γοφό μιας γυναίκας,
σκύβει, αναπηδά και περιφέρεται,
μα η νύκτα έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθεί.
Το σύμπαν παράλληλο,
η ζωή του καθενός
μια εκδοχή,
μα η νύκτα έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθεί.
.
***
Όταν στο έμπα της Άνοιξης
σε προλαβαίνουν
κάτι επίμονα ρήματα,
τα μόνα που δεν εντάχθηκαν
στις βροχές
των απαγγελμένων ποιημάτων.
.

ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ

Πίσω από μένα,
πίσω από σένα,
πίσω από τον άλλο.
Πίσω από το μικροσκόπιο
της ματιάς σου,
τις μη μου άπτου απολήξεις
της αφής σου,
τ’ απειροελάχιστα ξύσματα
μιας νότας,
την πρώτη δειλή χειρονομία
ενός γιασεμιού,
πίσω από το υπόλοιπο έρωτα
στον κάλυκα μιας γλώσσας.
Κι ακόμη πιο πίσω,
πίσω-πίσω και πιο πίσω,
πίσω κι από την Έκρηξη τη Μεγάλη,
βαθύτερα κι απ’ το βαθύτερο βάθος του βάθους,
εκεί όπου όλα με το τίποτα αρχινούν
και στο τίποτα τελειώνουν.
Ναι, ναι, εκεί, εκεί
θα υπάρχει πάντα αυτό που αγνοώ’
και όσο αγνοώ ελπίζω.
.
***
Ατενίζοντας τ’ άστρα
εθίζεσαι στην ανυπαρξία
ατενίζοντας τ’ άστρα
εκτίθεσαι.
.
.

ΜΕ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΕΛΑΧΙΣΤΗ (2015)

.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΟΥ

Ποίηση είναι η τέχνη
να επισκιάζεις την πραγματικότητα
να κομματιάζεις τους λίθους της ζωής σου
μέχρι που να μην ξέρεις πού στέκεσαι
στο παρόν
στο μέλλον
ή στο μηδέν.
Έτσι απροσδόκητα
εναγκαλίζεσαι ερωτικά θέματα
στα ενδιάμεσα ασπάζεσαι ενίοτε
την πολιτική
κι αέναα επιζητάς την πολυτέλεια
της ηδονής,
κρατώντας όμως μιαν απόσταση
ασφαλείας,
όπως τη γλάστρα στο μπαλκόνι
το μισάνοικτο κάγκελο του κήπου
το μάτι στην κλειδαρότρυπα.
Κι όλα αυτά να επαναλαμβάνονται
σε μύριους τυχαίους δήθεν
κύκλους,
καθώς εσύ, ζώο βαρύ,
ποδοπατάς τους κήπους των αισθημάτων
με ύφος.
.

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ

Μη μου μιλάτε
για ήχους ελικοπτέρων
παν’ από σώματα νεκρά
μέσα σε κήπους που ανθίζουν,
για δυνάμεις δήθεν αδίστακτες
κι άπειρα μακρινούς πολέμους.
Μιλάτε μου μόνο
για μάτια που εξακοντίζουν πόθους
μέσα στην πλήξη του πλήθους,
για κορμιά που διαγράφονται γυμνά
όταν τα λάβαρα πέφτουν,
για τις προθέσεις των χεριών,
όταν τα φώτα σβήνουν.
.

ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΗΣ

Πριν σ’ αφυπνίσουν
τούτα τα κυνηγημένα βήματα
έξω στους αδιάφορους δρόμους
προχώρα βαθιά μέσα στις σελίδες
των αγαπημένων σου ποιητών,
και σκέπασε καλά τα γυμνά σου μέλη
που κείνται αφύλαχτα
στους λογής-λογής εξτρεμιστές.
Τώρα που γύρισες πίσω
από τις άγριες Ινδικές ακτές
κρύψου καλά μέσα στο πλήθος
των παλιών σου οργασμών,
και σφάλισέ με τρίδιπλα
στο τελευταίο σου συρτάρι.
Αγαπημένη,
σκέπασε καλά τα γυμνά σου μέλη.
.

ΤΩΡΑ

Τώρα απαγγέλλω
μια θάλασσα πνιγμένων στίχων
παραπατώντας στην ακτή
μπροστά σε αδιάφορο πλήθος.
Τώρα επιστρέφω
στις χαμένες νύκτες
κι ούτε καν άρωμα στην απαλάμη
από σώματα που μήδισαν
οριστικά.
Τώρα προσαρμόζω επιμελώς
τα φυσικά μου σύμβολα
στους κωδικούς των ημερών.
(Αποκτώντας επικίνδυνα
μια τάση ασυγκράτητη
παγιδευμένου φωτός.)
.

ΙΝΔΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ

Επιστρέφεις
και ο χρόνος ξανακυλά
στις ράγες του γυμνού σου
εφηβαίου,
στη στάση των ανασασμών
ακινητοποιείς το σύμπαν
με έναν ακόμη οργασμό υπογράφεις
τη νέα καταδίκη.
Σε κοιτάζω απ’ το παράθυρο
που φεύγεις,
δεν υψώνεις χέρι
κι ο δρόμος άγρια γη,
δεν κοιτάζεις πίσω
κι ο κόσμος ήπειρος χαμένη.
Γέρνω στο βρεγμένο σου σεντόνι
κι η ξαφνική σιωπή του ωκεανού
μου λέει πως
τώρα πια σε χάνω.
.

ΑΝΩΝΥΜΕΣ ΜΕΡΕΣ

(Orange Free State)

Γυρνάς ακατάπαυστα
από το κράτος της Οράγγης
μέχρι το Τρανσβάαλ.
Κι όμως όπου κι αν πας
κάποιος πάντα θα σε ακολουθεί.
Κάποιος με μάτια ραδιενεργά,
μ’ εκπληκτικές ακτίνες διόρασης
θα σε περιμένει στη γωνιά.
Κάποιος θα ‘ναι πάντα κρυμμένος
κάτω από τα γεφύρια της μνήμης.
Θα κρυφοκοιτάζει,
θ’ ανασαίνει,
θα σφυρίζει,
θα επιμένει.
Γυρνάς,
μα σηματοδότη δεν έχει πια
η δική σου πορεία,
τα φώτα ένα-ένα σβήνουν,
σκιές νέγρων, κόμποι βουβοί
ξεχύνονται στους δρόμους.
Ξημερώνει
ακόμη μια μέρα,
ανώνυμη μέρα,
το τέλειο βούρκο
που θα σε καταπιεί.
.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΕΔΩ

Ακόμα θυμάμαι
τις αλλεπάλληλες νύκτες
που τα χείλια σου ακόρεστα
εκατόφυλλο στόμα
στάζαν’ ζωή.
Τότε που μου ‘λεγες
μη φοβάσαι τους δείχτες,
είν’ ο χρόνος ατέρμονη ψύξη,
μα τα σώματα ναοί φωτιάς.
Το πως επιστρέφεις τώρα
θέλω να πω,
στη σιωπή μου ήχος καυτός,
μέσα σε λάμψεις κανίβαλος μάγος,
τώρα που ελπίζω
ο κόσμος να τελειώνει εδώ.
.

ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΑΝΟΙΞΗ

Μια ζούγκλα
με κόρες ιθαγενών πανέτοιμες
να μου χλευάζουν
τις συμβάσεις,
ένα πρωινό με αμυγδαλωτά μάτια
και το ποτάμι
(αχ αυτό το ποτάμι!)
που όλο μπαινοβγαίνει μέσα μου
κουβαλώντας με κανό
τη δίψα
μύριων μελαχρινών σωμάτων.
Απλώνω τα χέρια
αρπάζω αυτή την Άνοιξη
απ’ το γιακά,
προσεκτικά της διαβάζω
τις υποχρεώσεις της
και μετά την αφήνω και πάει…
.

ΚΛΕΜΜΕΝΕΣ ΛΕΜΟΝΙΕΣ

Τώρα σέρνεσαι,
φίδι στους καλαμιώνες της καρδιάς,
στα σκοτεινά μου ερμηνεύεις
σονάτες παραμυθίας
την πήλινη μου αντοχή περιγελάς,
και μου καταλογίζεις
και της κλεμμένης λεμονιάς την τύψη.
.

ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

Θαρρείς πως μόνο εσύ αξιώθηκες
τα σύνεργα της λήθης;
(Κι ανοίγω τα φυλλαράκια
του ονείρου,
ντάλα μεσημέρι που φυσά διαπεραστικά
ο ήλιος.)
.

ΓΥΡΙΣΕΣ ΠΙΣΩ

Γύρισες πίσω
και κανείς δεν πρόσεξε
πόσες φορές γονάτισες
κανείς δεν υπολόγισε
ίο τίμημα της επιστροφής.
Γύρισες πίσω
και κανείς δεν έστερξε
επί τον τύπον των ήλων.
Γύρισες πίσω
κι ήταν σαν να μην έλειψες
ποτέ.
Η δειλία
– η αποφυγή κάθε περιττού κινδύνου –
ως θέση απέτυχε.
.

ΕΘΙΣΤΕΙΤΕ!

Εθιστείτε
στην άδεια καρέκλα απέναντι,
στο παρελθόν των εσωτερικών σας χώρων,
στα υγρά βήματα της αναχώρησης,
στα άδεια μπαλκόνια των βλεμμάτων.
Εθιστείτε
στις διαμαρτυρίες των σκιών που κόπασαν,
στην ερμητικότητα των περιττών εξηγήσεων.
Εθιστείτε
στην έλλειψη του φωτός,
το σκοτάδι να δούμε τώρα.
Εθιστείτε
στη σκόνη, στο κάτω-κάτω
θα σας εξοικειώσει με τη στάχτη.
Εθιστείτε στον έρωτα
ή και στην έλλειψή του,
το ίδιο κάνει.
.
.

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  (1983)

.

καταγραφή α’ ’76-77

ΑΡΧΗ

Εδώ η αρχή
Αχνάρια στην πίσσα
Άνοιγμα στα χιόνια
Διάσωση απεγνωσμένη
Σκιστή βροχή και πέτρες
Άνεμος άνεμος και τείχη
Υπογραφή όνομα τέλος.
.

ΠΡΟΜΗΝΥΜΑΤΑ

Λικνιζόμασταν ατάραχα στη θάλασσα
Της Κερύνειας
Ζώντας έκθαμβα σε φόντο
Παρωχημένων τραγουδιών.
Α! σπαταλημένα προμηνύματα
Ανελέητα σφυροκοπήματα
Τι το αλλόκοτο βρίσκατε
Στα φερσίματά μας;
Άλλωστε οι πληροφορίες
Ήσαν αντικρουόμενες,
Σε παρενθέσεις κλείναμε
Τα λαχανιασμένα σινιάλα
Των καιρών.
Επί πλέον θα μπορούσαμε μετά
Να τους εγκαλέσουμε
Για την κατάφωρο παραβίαση
Και τις αναπότρεπτες συνέπειες
«Επί της πέριξ εν γένει περιοχής».
.

ΣΤΟΧΑΣΤΡΑ

Τέλος πάντων θέλαμε να επιβιώσουμε
Και τα δάκτυλα της γης
Κρατούσαν το σφυγμό μας.
Κι’ ο κόσμος στα μπαλκόνια
Χειροκροτούσε
Χωρίς να ξέρει το γιατί.
Μπροστά η γη μας έμπαινε
Σε νέο κτηματολόγιο.
Καιγόμασταν
Ψιθυρίζοντας
Μικρές, μικρές συλλαβές.
.

ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΥΣΗ.

Πλανηθήκαμε σε πολυτάραχους κόσμους
Ξεπουλήσαμε τα τελευταία χαμόγελα
Στην κάθε ξένη αγορά
Και περιμέναμε.
Μα θυμάμαι καλά ήταν απόγευμα
Που το σύνθημα
Σήμανε την παύση.
Μείναμε όρθιοι
Με μια παράξενη
Παραμόρφωση
Στο πρόσωπο.
.

ΑΛΛΑΓΗ

Και μετά η αλλαγή
Με αλυσίδες που σέρνονταν ακόμη
Στα κόκκαλα και στο γέλιο
Κι εμείς …
Μείναμε σκυφτοί
Στην άλλη όχθη
Του κόσμου
Κοιτάζοντας
Τα σιντριβάνια
Να ξανακτίζονται
Και τον κόσμο
Ανάποδο στα πεζοδρόμια.
.

ΜΗΤΕΡΑ

Γιατί να σε θυμάμαι πάντα έτσι;
Έξω στο κατώφλι
Με το κόσκινο στην ποδιά σου
Καθάριζες στάρι, μπορούσε και σησάμι
Ή και φακές
Τα περιστέρια στην ταράτσα
Μετρούσαν τις ώρες, τους κόπους, τα δάκρυα
Κείνη την απέραντη λίμνη μοναξιάς
Που χανόσουνα
Μετρούσαν, μετρούσαν …
Άνοιγα το ξωπόρτι
Έτριζε και μετά γαλήνη
Σαν σε παλιά εκκλησία
Που ο Χριστός σε κοιτάζει
Κάθε φορά για πρώτη φορά
Μα ναι, θα ‘ταν Άνοιξη τότε
Στα μάγουλα σου άνθιζε μια ανεμώνη
Και γινόμουν ξανά μωρό στο στήθος σου
Ήθελα να την κόψω
Και με φίλαγες
«Το φαΐ είναι στο τραπέζι»
Αχνιστό με μια δόση αμέτρητης αγάπης
«Μητέρα έκλαψες πάλι σήμερα;»
Το φαγητό ήταν αλμυρό
Έξω το κόσκινο
Αμέριμνο αμέτοχο
Ταξιδεύει μ’ έκσταση παλινδρομική
Το στάρι
Χιλιάδες μικρές παλάμες
Ζητωκραυγάζουν
Χιλιάδες μικρά χειροκροτήματα
Για σένα
Που χανόσουν σε μια έκσταση
Παλινδρομική
Που χάθηκες.
.

ΑΠΛΗ ΘΥΜΗΣΗ

Τα παιδιά πέταξαν τις πεπονόφλουδες
Στην παστρικιά αυλή σου
Και θυμάμαι που είπες:
«Να ‘ρτη ένα πλάσμα τι θα πει;»
Ήρθαν όμως οι άλλοι, μάνα.
Κάθισαν στην αυλή σου.
Αυτοί δε μιλούσανε.
Δίπλα στο βασιλικό σου
Αυτοί σκοτώνανε.
.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ίσκιος μας
Εξατμιζόταν ακατάσχετα
Σ’ εκείνες τις πύρινες
Συντεταγμένες
Υπήρχε πάντα η πρόθεση
Να μας καταχωρήσουν
Στον κατάλογο των υποψηφίων
Θυμάτων
Μας περιέλουσαν ύστερα
Μ’ όλα τα χρώματα της οικουμένης
Κ’ έμεινε στο πρόσωπο
Μια πινελιά
Ανάξια κριτικής.
.

ΞΕΡΩ ΠΩΣ

Ξέρω πως
Φίλοι με το ανείπωτο
Στην άκρη της παλάμης
Ξεψυχούν
Άλλοι
Ρώτησαν μια φορά
Και πνίγονται
Σε μια λίμνη μοναξιάς
Μοιραίας.
.

η μετάβαση ’78-79

.

ΑΓΑΠΩ

της Τούλλας
Αγαπώ τα δέντρα που ξέρουν
Πότε να πρασινίσουν
Ν’ ανθίσουν
Να πεθάνουν
Αγαπώ εσένα
Που ξέρεις να μένεις πάντα πιστή
Στις στιγμές της επαπειλούμενης βοής
Την ώρα που όλοι μ’ απαρνούνται με
Προηγούμενες ικεσίες
Οπισθοχώρηση
Περιχαράκωση
Υπόσχεση
Και τέτοια
(Γι’ αυτό την αγαπώ
Που δε μ’ αναγκάζει
Να εκφράζουμαι
Με σύνθετες λέξεις).
.

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Ταξιδεύουν εδώ μ’ έναν ήλιο δραπέτη
Σκέψεις λιτές με σήμαντρα μνήμης
Ιδέες και στόχοι
Ψηφιδωτά με σιδερένιες βελόνες
Προσχεδιασμένες επάλξεις
Στο κάστρο του κόσμου
Αποφάσεις
Μάσκες
Και στίχοι.
.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Αν η ζωή μου στροβιλίζεται
Σαν φύλλο σε φθινόπωρο
Πάντα θα λαχταρώ
Τον άνεμο του Οκτώβρη.
.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ

Το τσιμέντο με βαραίνει
Τα τείχη γκρεμισμένα
Η πολιτεία δραπετεύει
Πού είναι ο ήλιος;
Βοήθεια κράζω σε σας
Μα γιατί γελάτε;
Στ’ όνομα του ανθρώπου
Πέφτει ο ουρανός
Ένα δοκάρι!
.

ΑΝ ΜΗ ΤΙ ΑΛΛΟ

Γεύση μεταλλική όπως κι ο χωρισμός
Χαμόγελα και μορφασμοί
Μια κάποια συνάντηση
Αν μη τι άλλο,
Έφυγες
Φιλιά στο στόμα όπως και το κρασί
Χειραψίες κι ευχές
Μήπως είναι γιορτή;
Αν μη τι άλλο
Αλλάζει ο καιρός
Σιωπή που προσμένει το θάνατο ή το πρωί
Γράφοντας τη νύχτα
Για τα πουλιά που φύγαν
Αν μη τι άλλο
Ένα γράμμα για σένα
Χρόνος και δείκτες ο αμέτοχος εαυτός μου
Γωνίες και δρόμοι
Με φώτα ή χωρίς φώτα
Αν μη τι άλλο
Σ’ αγαπώ και μου λείπεις.
.

ΟΙ ΦΙΛΟΙ

Ξεχνώ τους παλιούς μου φίλους
Πολύ γρήγορα
Δεν έχω συνηθίσει να ψηλαφώ
Τις ουλές στα μάγουλα
Μια νύχτα όμως θα τους ακούσω
Ν’ ανοίγουν την πόρτα κρυφά
Γιατί θαρρούν πως κοιμάμαι τα βράδια
Και βάζοντας φωτιά στο πρόσωπο
Θα τους υποδεχτώ όρθιος
Χαμογελώντας για να μη φοβηθώ
Είμαι πολύ μικρός
Για να ξεκάνω με μια μολυβιά
Όσους έχουν επιζήσει.
.

ΟΤΑΝ  ΦΥΓΟΥΜΕ

Ίσως να εκτροχιαστούμε κάποτε
Ταξιδεύοντας με οδηγό
Μια υστερόβουλη απόφαση
Θα σου κρατώ το χέρι
Δείχνοντας σου τα δέντρα
Να μας εγκαταλείπουν
Την απόσταση να μακραίνει
Με φόντο τους εαυτούς μας
Επεξεργασμένο σημείο του χρόνου
Δεν έχει σημασία
Αν εκτελούμε μια εκδούλευση
Ή φεύγουμε από ανάγκη προσωπική
Ότι αφήνουμε πίσω
Μας κατασκοπεύει
Κρυμμένο στην αβεβαιότητα
Κανείς δεν ξέρει
Πότε φεύγει
Και πότε μένει.
.

ΠΑΝΤΑ ΒΙΑΣΤΙΚΟΙ

Τη μέρα που με θράσος
Τολμήσαμε να πούμε
Φτάνει πια
Δεν υπάρχουν άλλα σταυροδρόμια
Εκείνοι
Αυτοί, όλοι
Ήσαν έτοιμοι
Με το δάχτυλο στη σκανδάλη
Εσύ, εγώ
Ο άλλος, η άλλη
Δον Κιχώτες των καιρών
Πόσες φορές το ‘χουμε σκεφτεί
Μα πάντα ξεροκέφαλοι
Και πάντα βιαστικοί.
.

ΠΑΓΙΔΑ

Είναι καλοστημένη παγίδα λέμε
Να στεκόμαστε αντίκρυ
Σαν δυό ανόμοιοι εφιάλτες
Στην ίδια πάντα νύχτα
Μα είναι και στιγμές
Που αισθανόμαστε ερημίτες
Στο ψιθύρισμα της απρόβλεπτης
Προδοσίας
Και τα χέρια σφίγγουν
Και τα βλέμματα ψάχνουν
Για κάτι αβέβαιο
Στα παραπετάσματα των ματιών.
.

Η ΑΜΥΝΑ

στο Γιώργο
Σήμερα όσο κι αν τραγουδάς
Αν μπορείς βέβαια να τραγουδάς
Είναι για να κρύβεις
Την πρόσβαση της βροχής
Στα ευάερα κι ευήλια διαμερίσματα
Στα υπόγεια του ονείρου
Στο άλλο πρόσωπο της άμυνας.
.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Θα ‘ρθει κάποτε μια μέρα
Με κάποια πολλαπλότητα
Στο φέρσιμο της
Μια μέρα όμορφη ίσως
Που η ιστορία δε θα ρωτά
Για κάτι που δε φταίξαμε
Κοιτάζοντας σε ίσια στα μάτια
Κτίζοντας τη σωστή έκφραση
Που θα μας σώσει
Ξεγελώντας όλα τα σκοτάδια
Θα ‘ρθει και για μας
Κάποτε μια όμορφη μέρα.
.

καταγραφή β’ ’80-82

.

ΠΥΓΜΑΛΙΩΝΕΣ

Κύπριε,
Του αφρού και των τύψεων.
Με σκονισμένο το πρόσωπο
Η θαλασσινή σου χειραψία
Δεν βραβεύει πια το άνοιγμα των ρόδων.
Και όμως οι στίχοι αυτοί πάντα επιστρέφουν
Με μολυβένια λόγια
Στους καπνούς της συνεύλευσης,
Σε φανούς θυέλλης
Στις συσκοτισμένες πόλεις.
Για σένα,
Το άρωμα της λεμονιάς,
Το σχήμα του ναύαγιου,
Οι στίχοι αυτοί μελοποιούν
Τους βηματισμούς σου
Κτυπώντας το δικό τους άλλο ρυθμό
Στην πέτρα.
Στις παρυφές του πενταδάκτυλου
Και πάλι,
Νέοι Πυγμαλίωνες λαξεύουν
Το μελλοντικό σου απολίθωμα.
.

ΥΦΕΣΗ

Στο νησί αυτό της πλοκής των φύλλων
Και του αοράτου
Νιώθω μια ταραχή παράξενη που δεν ξέρω,
Ρίζες τρελές να ταξιδεύουν σ’ έναν κόσμο
Που δεν έμαθα πόσο θα κρατήσει.
Στο νησί αυτό των λαχανιασμένων βημάτων
Προσμένω το θρόισμα το αληθινό,
Το μήνυμα το τελευταίο,
Και σπάζω ένα κλωνάρι στη σκιά
Των αγαπημένων προσώπων.
Στο νησί αυτό κρατώ ανοιχτό
Ένα παράθυρο και μια μνήμη
Που πάντα θα την ξέρω,
Σ’ έναν κόσμο που δεν έμαθα
Πόσο θα κρατήσει.
.

ΕΝΔΟΤΙΣΜΟΣ

Κι’όταν ξανά πέφτουν πυροβολισμοί
Μην αναβάλλεις την κρυφή σου συνάντηση
Αγκάθια είναι που ματώνονται
Πολεμώντας την κυριαρχία του ρόδου
Κάθε που πλακώνει το νέφος
Μην ουρλιάζεις άσκοπα
Στο Μπέλφαστ
Ή στη Βυρητό
Οι μηχανές θα δουλεύουν
Στις δέκα το πρωί
Στην ίδια σειρά
Μέσα στα σμήνη
Των αποδημητικών πουλιών
Διακρίνεις τα παγωμένα μέλη
Του ενδοτισμού.
.

ΣΤΟ ΡΥΘΜΟ ΤΟΥ ΜΠΛΟΥΖ

Πρόσεξε καλά μικρέ μου ποιητή
Τον τρόπο που εναλλάσσονται
Τα χρώματα
Γιατί θα γλιστρήσεις επικίνδυνα
Θα σκύψεις επικίνδυνα
Αυτοί που κίνησαν για τις φωλιές
Της Άνοιξης
Χάθηκαν χθες
Σ’ ένα φως κόκκινο ομιχλώδες
Μην αρνιέσαι το παραλήρημα του πυρετού
Γιατί είναι τα αιμάσσοντα τραύματα
Που μας σώζουν
Να είσαι ένας άγγελος φυγάς
Στο σχήμα μικρής γροθιάς
Μια φυσαρμόνικα
Στο κέντρο της συμφόρησης
Στον ίδιο πάντοτε
Ρυθμό του μπλουζ
.

ΒΑΜΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

«… Κάθε απόγευμα
εκατοντάδες νέγροι με κορόέλλες και
βαμμένα πρόσωπα ψάχνουν
τα δολοφονημένα παιδιά τους»
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 1981
Αυτό είναι το τέλος
Πρέπει να ‘ναι το τέλος
Το αισθάνομαι στα πόδια της μύγας
Που μ’ απομυζά
Στα δάχτυλα εκείνης
Που συνεχίζει να μ’ αγγίζει
Ξανθιά ετεροκινούμενη
Με νύχια στιγματισμένα
Δεν υπάρχει διέξοδος
Το βουητό πλησιάζει
Είναι οι μέλισσες της παραφροσύνης
Και οι δορυφόροι δολοφόνοι
Αποχρωματίζομαι
Τώρα πρέπει να ‘ναι το τέλος
Βαμμένα πρόσωπα
Ανιχνεύουν πτώματα
Μικρών νέγρων
Η αποσύνθεση πρέπει να καταγραφεί.
.

ΠΑΡΑΜΙΛΑΣ

Τώρα τα τραγούδια παραπατάνε
Λαμπάδα που πάει να σε ξεχάσει
Τώρα οι μάσκες παρελαύνουν με ύφος
Οι νύχτες σε κατακλέβουν
Και συ παραμιλάς.
.

Η ΣΕΙΡΑ

του Λεύκ
Αυτοί που στη σιωπή
Των κεκλεισμένων θυρών
Ένιωσαν την αποσύνθεση
Αυτοί που στη λογόρροια
Των ποιητών
Συνέλαβαν κάποιους δεσμούς
Αυτοί που στ’ άσφαιρα πυρά
Της τηλεόρασης
Προετοιμάζονταν για τις επόμενες κραυγές.
Αυτοί
Μαζί με πολλούς άλλους
Ξύρισαν το κεφάλι
Κι αποδήμησαν.
.

ΠΑΕΙ ΠΙΑ ΚΑΙΡΟΣ

Πάει πια καιρός
που μες στ’ ασθενοφόρα της εξουσίας
χαροπαλεύω με απελπισία.
Είμαι ο ίδιος
μαχαιρωμένο σώμα αμφιβολίας,
απύθμενη χαράδρα σιωπής,
λεκιασμένο συμβόλαιο προδοσίας.
Πάει πια καιρός
που σύναψα σχέση δολιοφθοράς,
σύντροφος αρπακτικών πουλιών
μιας λεύτερης χώρας.
Είμαι ο ίδιος
νησί οργισμένου ωκεανού
άλογο στην ανία των σαλονιών,
ο ήρωας ζωγραφιάς μικρού παιδιού.
Είμαι ο ίδιος
το ύφος στη ματιά
του αγνοουμένου.
.

ΘΕΛΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΜΗ

Λέω να κρατήσω την άμμο του καλοκαιριού
Στα μάτια,
Όλα τα θαύματα
Σε μια νύχτα.
Κι ανασηκώνουν τους στίχους
Εκρήξεις πολέμου,
Απαράλλαχτες οι ειδήσεις της μέρας.
Και προχωρώ
Θέλοντας και μη.
.

ΒΑΣΙΚΑ

Όχι δε φταίνε τα πεσιμιστικά μυθιστορήματα
Ποτέ δε μιλούσα πάρα πολύ
Βασικά ήμουν ποιητής
Παραδέχομαι και παύσεις αδικαιολόγητες
Αλλά ύστερα το κάθε τι
Έχει μια τέλεια σκοπιμότητα
Δεν χρειάζομαι τα λόγια
Για να πάλλομαι σαν γνήσιος απεργός
Ούτε την επανάσταση για να βρυχάμαι
Και μετά στις εγκεφαλικές κοιλότητες
Ποιός ξέρει πόσες πόρνες σαπροφυτούν;
Έτσι λοιπόν εξακολουθώ εγωιστικά
Να καταμετρώ τους φόνους
Στην εφημερίδα
Μα σάς παρακαλώ
Δεν ήμουν ποτέ ηδονοβλεψίας
Βασικά ήμουν ποιητής
.
.

τίποτα, τίποτα (2003)

.

ΤΙΠΟΤΑ

«…here I opened wide the door
darkness there and nothing more»
Edgar Allan Poe
Κτυπάει η πόρτα, μα δεν είμαι εδώ. Μου ‘χει κάνει έξωση το αλκοόλ κι απουσιάζω. Το δωμάτιο ποιος τ’ άδειασε ξαφνικά; Ποιος είμαι, πού πάω; Κολυμπάω μέσα σε κούφιο λεμόνι, μια αιωρούμαι, μια βυθίζομαι, ανάποδες,
πρόσθιο, πεταλούδα, κρόουλ: Τίποτα. Έρμαιο μιας χαώδους κι άγνωστης βαρύτητας, αδύνατο να σταθεροποιηθώ σ’ ένα σημείο. Λικνίζομαι πάνω-κάτω
απλωμένος σ’ αόρατη γόνδολα, ακουμπάω τη μια στο βούρκο της Βενετίας και την άλλη ανέρχομαι, ανεβαίνω, ανεβαίνω, ανεβαίνω, κολλάω τη μύτη στο
φεγγάρι και μετά κατρακυλάω ξανά στις πλαγιές του απόλυτου κενού, πέφτω, πέφτω…
Ανάσκελα στο πάτωμα, το ταβάνι στριφογυρίζει γιαταγάνι, τώρα είναι που θα μ’ αποκεφαλίσει, σίγουρα τίποτα πια δε με βοηθάει, «η ποίηση, η ποίηση, μόνο η ποίηση θα με σώσει», σκέφτομαι, και κει που ο δήμιος ανασηκώνει το λεπίδι αρπάζομαι απ’ τα μαλλιά μιας ελάχιστης αξιοπρέπειας που μου ‘χει
απομείνει κι ανασηκώνομαι. Κουτσά στραβά κάθομαι, βγάζω με κόπο το μαύρο μπλοκάκι απ’ την τσέπη κι αρχινάω:
Τίποτα, τίποτα
Δε μου βγαίνει. Μαγκώνω. Κάποιοι εν τη απουσία μου, μου στόμωσαν τις σκέψεις, άδικος κόπος, το κλείνω. Το ξαναμπήγω στην τσέπη, κάνω να σηκωθώ και παραπατάω, πέφτω βλήμα στον καναπέ, λέω όπου να ‘ναι το ταβάνι ανεμίζει και πάλι το σπαθί, η γόνδολα του εμετού φερμάρει και κει ξανακτυπάει η πόρτα.
Ξεδιπλώνομαι μουδιασμένος, ανοίγω ενστικτωδώς τα πόδια όσο μπορώ και πασπατευτά από έπιπλο σε τοίχο κι από τοίχο σε έπιπλο, τρεκλίζοντας, ανοίγω. Πίσω απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα φωτίζει βραχύσωμη γυναικεία μορφή, οικεία φυσιογνωμία – σε δόσεις η μνήμη πάει κάποια να μου θυμίσει – το πρόσωπο της όμως κει που ξεκαθαρίζει, ξαφνικά θαμπώνει και τη χάνω, τσαλαβουτώ βασανιστικά μια στο παρόν και μια στο παρελθόν, γέρνω πίσω-
μπροστά, ανοιγοκλείνω τα μάτια μου σφικτά: Τίποτα. Δε θυμάμαι τίποτα. Είναι στη μέση και το ελαφρυντικό του ακαταλόγιστου, πού ξέρεις μπορεί και να τη γνωρίζω, σκέφτομαι, την αφήνω να περάσει.
Μ’ ακολουθεί στο σαλόνι, την ακούω πίσω να ψελλίζει: «συγνώμη, συγνώμη, δεν ήξερα…μη μ’ αγνοείς, κοίταξέ με… » κι εντούτοις δε γυρίζω να τη δω, διατηρώ παρ’ όλα αυτά ακέραια την απέχθειά μου προς ό,τι μελοδραματικό, πατώ όσο γερά γίνεται στα μάρμαρα της αυτοκυριαρχίας και αρθρώνω: «Δε χρειάζονται εξηγήσεις, άδικος κόπος, μη μιλάς»,
σημάδι ότι θα πρέπει κάπου να την ξέρω, αλλά πού;
Σκύβω και μπουσουλώντας αγκαλιάζω διάπλατα το χαλί, συμμαζεύω από κάτω το άτακτο κοπάδι των άδειων κουτιών της μπύρας, τις μαντρώνω
στη γωνία, τσαλακώνω τις σκόρπιες εφημερίδες, χώνω τα κουβάρια κατ’ απ’ το πουφ και το τραπέζι, κρύβω με τρόπο άτσαλο τα χάπια πίσω από το μαξιλάρι και μηχανικά τη βοηθάω να καθίσει: Συρρικνώνεται. Τα ποδαράκια της ίσα που ακουμπούν στο πάτωμα, λυγίζει μπροστά, φέρνει τις δυο της απαλάμες στο πρόσωπο και ξεσπάει σε λυγμούς. Λέει πράματα ακαταλαβίστικα, στην παραζάλη ίσα που ξεδιαλύνω δυο με τρεις φράσεις το πολύ, κινάει και πάλι κάποια να μου θυμίσει, μα μου διαφεύγει, έχει
όντως το κλάμα της κάτι γνώριμο, διακρίνω κι έναν τόνο ανεξήγητα απολογητικό, ένοχη λες για κάτι τραγικό που μου συμβαίνει και που όμως αγνοώ:
«Όταν έφευγα… δεν ήξερα πόσο…πόσο σ’ αγαπ…αγαπ… τώρα όμως… θέλω, θέλω να… μην κοιτάς που καθόμουνα σήμερα στη…στη… δίπλα σε
κείνον…πληγώθηκες μα… τίποτα… σχέση απελπισίας, η μοναξιά είναι που μας σπρώχνει σε άθλιες αγκαλιές, μόνο εσένα σκέφτομαι…στο ‘γραψα.,. στις
αφιερώσεις… των βιβλίων, στις κάρτες… στους δίσκους «ότι και να συμβεί θα ‘μαι πάντα, δίπλα σου, μέσα σου, παντού»… συ με είχες διώξει…η στάση
σου, θυμάσαι; Γιατί δε θυμάσαι;»
Τίποτα δε θυμάμαι. Αι στην οργή! Είμαι σίγουρος ότι δεν την ξέρω, τι τον κρατάω εδώ αυτόν το νάνο! Με τη γυναίκα μου πάει κιόλας χρόνος που
παντρευτήκαμε, αυτή εδώ στο σαλόνι μιλάει για κάτι εντελώς πρόσφατο, δεν ξηγιέται το τόσο της πάθος. Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία, δε μου λέει τίποτα, μου είναι πέρα για πέρα άγνωστη, αδύνατο να ‘χα μπει ποτέ σε τέτοιο σώμα, εξάλλου μου φαίνεται τόσο εύθραυστη, μια πορσελάνινη κουκλίτσα μέσα κι έξω, δεν ανακαλώ, οι γυναίκες που ‘ξερα ήταν δυναμικές, πιλότοι κι αλεξιπτωτίστριες – τόσο τολμηρές κι ατίθασες – φως φανάρι θα πρόκειται περί τρελής.
«Σας παρακαλώ, η γυναίκα μου είναι στο μπάνιο, όπου να ‘ναι βγαίνει, μια γυναίκα όλη κι όλη αγάπησα στη ζωή μου, γι’ αυτό και δε θέλω να τη χάσω, σας ικετεύω φύγετε μη σας δει, οι γυναίκες που αξίζουν πληγώνονται πολύ εύκολα, ξέρετε. Αυτή που ακούς να πλατσουρίζει στο νερό είναι το πεπρωμένο μου, αν τη χάσω θα τρελαθώ, φύγετε όσο είναι νωρίς, πριν βγει και σας αντικρίσει, σας παρακαλώ».
Συνεχίζει να κλαίει μ’ αναφιλητά, αλλά ο πόνος είναι δικό της μονοπώλιο, πέφτουν τα δάκρια της, μα δε μ’ αγγίζουν, ναι, με προστατεύει τελευταίο
αδιόρατο στρώμα παγετού, βλέπω, μα ως εκεί, ίδια φακός φωτογραφικής αδύνατο να παρεισφρήσουν μέσα μου οδύνες κι ευαισθησίες. Το μόνο που με
κάνει τώρα είναι μη χάσω τη Μούσα της ζωής μου
αυτήν που όπου να ‘ναι βγαίνει, έχει κιόλας κλείσει τη βρύση, ακούω μάλιστα το τσαφ – τσαφ του ο ντε τουαλέτ, θα πρέπει άρα να βιαστώ.
Την αδράχνω απ’ το μπράτσο και την τραβάω αποφασιστικά, «μα ελάτε επιτέλους, θα πρέπει να φύγετε», της ξεφωνίζω, κι αυτή εξαντλημένη απ’ το
κλάμα αφήνεται στην οργή μου, τη σέρνω στο χολ, αγνοώ τον καθρέφτη που χασκογελά σατανικά, ανοίγω την πόρτα και τη σπρώχνω έξω. Τη σκουντάω
μέχρι τις σκάλες και ψυχρά με μάτια που γυαλίζουν, την παρακολουθώ κατόπι που με το δεξί στην κουπαστή κατεβαίνοντας, στροβιλίζεται στα σκαλιά σαν
ξεγραμμένο φθινοπωρινό φύλλο. Στέκομαι για λίγο στο κεφαλόσκαλο, αφουγκράζομαι προσεκτικά και μόλις τα βήματά της σβήνουν, μπαίνω μέσα, κλείνω την πόρτα, τρέχω γρήγορα γρήγορα στο μπάνιο κι ανοίγω: Μέσα κανείς. Ανοίγω και τη βρύση: Σταγόνα δεν τρέχει!
Πανικοβλημένος τρέχω στο παράθυρο, ξεριζώνω τις κουρτίνες, ανοίγω διάπλατα, ακουμπάω τους αγκώνες στο περβάζι και κρεμάμενος κοιτάζω
κάτω: Τίποτα. Την ψάχνω στο δρόμο, στη γραμμή του ορίζοντα, στο θαμπόγυαλο του καταδικασμένου ηλιοβασιλέματος: Πουθενά. Τρέχω έξω να την προλάβω, κουτρουβαλάω στις σκάλες, βγαίνω στο δρόμο με την ψυχή στο στόμα, κοιτάζω δεξιά, αριστερά: Τίποτα .
Σκυφτό κουρασμένο σκυλί περνάω απέναντι, σωριάζομαι στο παγκάκι της στάσης και γυρνώντας προς την πολυκατοικία, μου ξεφεύγουν τα μάτια, πετάνε ψηλά σαν πεταλούδες, πάνε αντίκρυ και μετέωρα φτερουγίζουν μπροστά στο παράθυρο. Ναι, με βλέπω καθαρά: Είμαι ακόμα εκεί ψηλά. Απολιθωμένος την ψάχνω κάτω στο δρόμο όπως πεθαμένο δέντρο τη ζωή και μοιάζω μες στο σκοτάδι που πλακώνει μια φιγούρα άχαρη, ένα περίγραμμα χωρίς πνοή. Το μπλοκάκι, το μπλοκάκι, πού είναι το μαύρο μου μπλοκάκι;
Αψηφώ περαστικούς, γείτονες και γνωστούς – επιμένουν να με χαιρετούν όπως πάντα εύχαρις κι ανίδεοι – βγάζω το δεφτεράκι απ’ την τσέπη, παίρνω
το στυλό και σμιλεύω ποίημα:
Όλοι λεν πως
στην έκφραση τον έχει κάτι παράξενο
πάντα στην ίδια θέση, στο μέσο
ούτε δεξιά, ούτε αριστερά
ούτε γέλιο, ούτε λύπη
κάτι σαν ξύλινο προσωπείο
Ιντιάνικου θεού.
Κάποιοι λεν πως πίσω
είναι μια γυναικεία μορφή
που από καιρό τον αιχμαλωτίζει
άλλοι λεν πως είδαν μόνο σκιές
κι άλλοι
(οι πιο πολλοί)
δεν ξέρουνε τίποτα
τίποτα, τίποτα
ένα τεράστιο τίποτα.
.
.

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ  (2012)

.

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Πρασίνιζα ακατάσχετα. ένα λεπτό ακόμη σε κείνη την παχύρρευστη μούχλα του γιατρού Σαμαρά και θα βλαστούσα. Θα ‘πρεπε το δίχως άλλο να ξεφύγω. Ένα σάλτο μορτάλε απ’ το μπαλκόνι θα ήταν μια κάποια λύση, ίσως η μοναδική υπό τις περιστάσεις λύση, αλλά το ύψος δεν ενέπνεε αρκετή εμπιστοσύνη. Ένας όροφος ουσιαστικά, μαζί μ’ ένα μίζερο ισόγειο, τίποτα παραπάνω. Δύσκολα πεθαίνεις από τόσο ύψος. Το πολύ-πολύ να καταλήξεις παραπληγικός ή με μόνιμη εγκεφαλική βλάβη, σκέφτηκα, ίσα – ίσα για να σε τσουλάνε μετά από γιατρό σε γιατρό κι από κλινική σε κλινική σαν χαζοχαρούμενο πεπέ σε καροτσάκι. Θα ήταν καλύτερα να πηδήξει εκείνος απ’ το παράθυρο. Με τόσα χρόνια στην πλάτη δε θ’ άντεχε, ©α διαλυόταν σαν πήλινος κουμπαράς.
Όλα ξεκίνησαν με την επιστολή που μου χούφτωσε η τσούλα της υποδοχής πρωί-πρωί, με το έμπα μου στην κλινική όπου δούλευα σαν λογιστής. Το ‘λεγε ξεκάθαρα: Με απέλυαν άρον-άρον από το λογιστήριο. Λόγοι οικονομικής περισυλλογής επέβαλλαν δήθεν εκκαθάριση προσωπικού:
«Διά την Κλινική, γιατρός I. Σαμαράς.
Πρόεδρος τον διοικητικού συμβουλίου».
Κι όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που η πλάτη μου πάγωνε απότομα την τελευταία βδομάδα. Την προηγούμενη ακριβώς, η κλήση κάτω απ’ την πόρτα μού συστήθηκε το ίδιο αδιάφορη και κρύα: Η κατάσχεση του σπιτιού, ελέω αφελών επενδύσεων και οικονομικής κρίσης, ήταν ζήτημα ημερών.
Έντεκα και κάτι, ήμουν στο γραφείο του γιατρού Σαμαρά. Καθόταν με τη ράχη της καρέκλας μπροστά απ’ το γυαλί της τζαμαρίας, σκυφτός μέσα σ’ ένα φρικτό αλλοπρόσαλλο χαρτομάνι από αποδείξεις, ημερολόγια, χρεώσεις και ιστορικά ασθενών. Χώρια οι ακτινογραφίες που τις χρησιμοποιούσε για καρμπόν. Το μόνο που τον ενδιέφερε όμως μέσα σε όλη εκείνη τη σαβούρα – στον συμψηφισμό μια αδιόρατη ικανοποίηση τού τράβαγε τα χείλη – ήταν η
σούμα της ημερήσιας είσπραξης στον μακρύ κατάλογο των ασθενών του. Γι’ αυτό και κάθε τόσο άπλωνε το χέρι και με το μεσαίο δάκτυλο βαρούσε τα πλήκτρα μιας λιλιπούτειας υπολογιστικής που είχε χωμένη στο δεξί συρτάρι του γραφείου. Στην κρίσιμη φάση μάλιστα της σούμας, με κίνηση αποφασιστική κατάφερνε το τελειωτικό κτύπημα στο ENTER, έσκυβε για λίγο στο συρτάρι, γεράκωνε την αύξηση του ποσού κι ακαριαία τ’ αυτιά του φωτίζονταν.
Φιγούρα γκρίζα, μέσα κι έξω: Παντελόνι και πουκάμισο, φρύδια κι αραιά μαλλιά, όλα σε αποχρώσεις γκρίζες, ειδικά τ’ αξύριστά του γένια που κολυμπούσαν μέσα σ’ ένα γκρίζο βρόμικο και ρηχό. Το όλο σύνολο έδενε, εν ολίγοις, σ’ ένα κατασκεύασμα θλιβερό κι απερίγραπτο. Παρόλα αυτά, σκεφτόμουν, κείνη η άθλια μορφή είχε κατορθώσει να εμπνεύσει δέος και σεβασμό σ’ όλη την επικράτεια, ίσως γιατί όντως το γκρίζο εμπνέει σεβασμό στα βελάζοντα πλήθη, ίσως όμως και γιατί ως πρώην βουλευτής του απελθόντος κυβερνώντος κόμματος εξακολουθούσε να βολεύει τους ημέτερους με επιτυχία. Μανούλα στον μικροκομματισμό, άσος στις ίντριγκες και τις διαπλοκές, περνούσε ακόμη η μπογιά του.
«Καλημέρα σας. Είμαι δω για την αποζημίωση… μετά την απόλυση
μου θα…»
«Ξέρω, ένα λεπτό, κάθισε…»
Δεν εδέησε να σηκώσει το βλέμμα. Αρειμάνιος συνέχιζε να μπαινοβγαίνει στα χαρτιά μηχανικά, ψηλαφητά, σχεδόν τυφλά. Συμπλήρωνε τα ευρήματα και διεκπεραίωνε τους φακέλους με ευλάβεια, αργά και σταθερά, σίγουρος πέρα για πέρα για το απεριόριστο του χρόνου του στον πλανήτη. Ακουμπούσε μετά τους φακέλους στ’ αριστερά, στη θέση των εξερχόμενων, και καθώς η ώρα
περνούσε, τα χαρτιά στοιβάζονταν το ένα απάνω στο άλλο με διαρκώς αυξανόμενη ετοιμόρροπη κλίση. Τρεις φορές μάλιστα, πίστεψα πως ο άτσαλος πύργος θα σωριαζόταν στο πάτωμα, και τρεις φορές χίμηξα να τον συγκρατήσω, μα ξανακάθισα: Κατά έναν παράξενο τρόπο, ο μουντός εκείνος σωρός κρατιόταν ακόμη όρθιος παρόλο το φορτίο. Λίγο όμως να τον ακουμπούσα στα θεμέλια, λίγο να τον άγγιζα και θα ‘πεφτε. Θα γινόμουν ρεζίλι. Γι’ αυτό κάνοντας δεύτερες σκέψεις, κράτησα μια λογική απόσταση
ασφαλείας, ευχόμενος από μέσα μου κάποια στιγμή να σωριαστούν όλοι οι φάκελοι στο πάτωμα και να χρειαστεί τρία τέρμινα να τους συμμαζέψει. Κάνω κάπου-κάπου τέτοιες ευχές.
Το δωμάτιο μύριζε όχι τα κλασικά ιώδια και αλκοόλ, αλλά ένα περίεργο κράμα από μπαγιάτικα πεθαμενίστικα μαλλιά και τηγανητό κρεμμύδι: Ο όροφος, εκτός από γραφείο, συστέγαζε και το ενδιαίτημά του, που μοιραζόταν μετά τον θάνατο της γυναίκας του – από πρόωρη γεροντική άνοια – με τη δεύτερή του σύζυγο, μια ξεχαρβαλωμένη Βουλγάρα, παλιά χορεύτρια που σίτεψε. Γι’ αυτό κι από τη διπλανή πόρτα ακουγόταν ο ήχος τσιγαρίσματος σε τηγάνι: Η κυρία Σαμαρά θα τηγάνιζε ποιος ξέρει τι αηδίες. Και δεν ήταν
Μόνο αυτό. Την αποπνικτική ατμόσφαιρα πολιορκούσε κι ένα
αμπαλάζ από βρόμικο πατσουλί που γυρόφερνε στον αέρα από ώρα. Κάνα μπουκαλάκι φτηνή κολόνια, σκέφτηκα, που θα σούφρωσε από καμιά γριά άρρωστή του στην κλινική. Ατμόσφαιρα με άλλα λόγια αμιγώς εμετική. Όλα τα γερασμένα απομεινάρια της ζωής που ξέρω, έχουν αυτό το κουσούρι: Μαζεύουν γύρω τους ό,τι φανταστείς. Τι τα κάνουν ένα βήμα πριν την εξαφάνισή τους;
Είχε κρεμάσει και το σακάκι – φως φανάρι μόδας της δεκαετίας
του εξήντα ραμμένο σε εμποροράφτη της εποχής – σ’ έναν ξεχαρβαλωμένο προπολεμικό καλόγερο, που βρισκόταν στητός ακριβώς δίπλα μου στ’ αριστερά, ίσα-ίσα για να με τρελαίνει: Απ’ την τσέπη του πολυκαιρισμένου πέτου, κρέμονταν ένα λιγδιασμένο τσαλακωμένο καρό μαντήλι – το δίχως άλλο κι αυτό ιστορικής αξίας – που οι μύξες του είχαν στεγνώσει, δίνοντάς του μια στέρεα όψη. Δεν αντέχω αυτά τα μαντήλια. Κάθε που τα βλέπω να καταχωνιάζονται στις μύτες γριπωμένων συνταξιούχων ή να κρέμονται από ξεφτισμένες τσέπες ηλικιωμένων, κάνω την ίδια σκέψη: Κάποιοι θα πρέπει να τα πλένουν τούτα τα πατσαβούρια. Φέρνω στον νου τη διαδικασία πλυσίματος ενός τέτοιου μαντιλιού, ακούω το ξερό κριτς-κρατς κι ανακατεύομαι.
«Ξέρετε, κύριε…»
«Μια στιγμή…»
Ως εκεί. Το ίδιο απότομα ξανασίγησε. Βυθίζοντας το σώμα του περισσότερο στα χαρτιά, έμοιαζε τώρα πιο πολύ με λουόμενο που τον τραβάει ρουφήχτρα στα έγκατα μαύρου ωκεανού παρά με επαγγελματία γιατρό. Ήταν γνωστός γι’ αυτή του την ικανότητα: Σου απαντούσε πάντοτε μονολεκτικά, δυο-τρεις λέξεις το πολύ, αφήνοντας σκόπιμα να αιωρείται στην ατμόσφαιρα κάτι αόριστο κι ημιτελές σαν απειλή. Και μετά την απαραίτητη παύση των δέκα
αιώνων που ακολουθούσε, συμπλήρωνε ακόμη ένα μισόλογο και ξαναχανόταν. Και συ εκεί: Να εύχεσαι διακαώς να ‘ναι μόνο προσωρινή η βουβαμάρα του, να μην είναι τίποτα εγκεφαλικό και σου προκύψει μια αχαμνή σάρκα στα χέρια, που θα πρέπει μετά να μεταφέρεις στο πλησιέστερο νοσοκομείο απλωμένη σαν άδεια κάλτσα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου σου.
Τη θανατερή εκείνη ηρεμία του γραφείου διέκοπτε μόνο η βαριά του ανάσα, που γινόταν όλο και πιο ανατριχιαστική, καθώς ο αέρας μετά δυσκολίας περνούσε μέσα από τις πυκνές κατακίτρινες τρίχες των ρουθουνιών του, λυγίζοντάς τις μέσα-έξω σαν κατάξερα στάχυα.
Δεν επέμενα άλλο. Το είχε σκοπό να συμπληρώνει φακέλους μέχρι τη δευτέρα παρουσία και σίγουρα δεν είχα την υπομονή ν’ αναμένω έναν Ιησού να δώσει τέλος σε κείνη τη φρίκη. Λες και διάβασε όμως τη σκέψη μου, ανασήκωσε για πρώτη φορά τα μάτια απ’ τους φακέλους και κοιτάζοντάς με πάνω απ’ τα μισοφέγγαρα των πρεσβυωπικών του γυαλιών, ίσα που ψέλλισε:
«Μισό λεπτό…»
Μισό λεπτό. Και μετά τι; Καταχείμωνο και η σόμπα σβηστή. Πάγωνα, τα δόντια μου κροτάλιζαν, χουχούλιαζα τα χέρια, μάταια όμως. Σηκώθηκα και νευρικά άρχισα να περπατώ πάνω-κάτω, μπροστά απ’ τη βιβλιοθήκη σαν νευρόσπαστο. Για να περάσει η ώρα, άρχισα να περιεργάζομαι τα βιβλία, έχοντας το κεφάλι λυγισμένο δεξιά. (Πάντα διαβάζω τους τίτλους των βιβλίων στα ράφια με λυγισμένο το κεφάλι δεξιά, θα ‘χει να κάνει με την ηλίθια κατασκευή του εγκεφάλου μου). Μου πιάστηκε όμως το σβέρκο και
ισιώνοντάς το, έβαλα στόχο να διαβάσω τους τίτλους με όρθιο τώρα κεφάλι. Μου βγήκαν τα μάτια. Ξανακάθισα. Εξάλλου δε βρήκα τίποτα το ενδιαφέρον: Μόνο παλιά ιατρικά βιβλία των αρχών του αιώνα με σκοροφαγωμένα ξώφυλλα, παλιές ερωτικές νουβέλες και διαλυμένα περιοδικά που για τον φόβο των Ιουδαίων δεν τολμούσες ν’ ακουμπήσεις. Πού και πού παραταγμένα στα κενά ανάμεσα στα βιβλία, φρικτά κιτς μπιμπελό, πλαστικές όρθιες άγκυρες, παναγίτσες και κορνίζες με τον Σαμαρά έφηβο σε πόζες αλά Τσινετσιτά: Το μάγουλο γυρτό ν’ ακουμπά στη φούχτα κι ανάμεσα στα
δάχτυλα τσιγάρο σβηστό. Κι ακόμη γαλαζόπετρες, μάτια αντιβασκανικά, φτηνά κομπολόγια… Αυτό με σκοτώνει: Παίρνεις έναν φτασμένο γιατρό, πρώην βουλευτή, κι αυτός δεν έχει διαβάσει ένα βιβλίο της προκοπής. Να μη θεωρεί κανένα άλλο βιβλίο σημαντικό στη ζωή του εξόν από τα απαραίτητα για την οικονομική του ευμάρεια και τη συντήρηση της καταραμένης του ματαιοδοξίας. Τους μισώ αυτούς τους τύπους.
Βυθισμένος καθώς ήταν στα χαρτιά δε θα πρόλαβε να κατανοήσει τη φύση της τελευταίας εν ζωή πτήσης του: Πλησιάζοντας από πίσω, και γυρνώντας τον αστραπιαία προς το τζάμι, τον έσπρωξα με δύναμη. Η βαριά καρέκλα, με τον Σαμαρά θρονιασμένο σαν Καρδινάλιο, πέρασε μέσα από την τζαμαρία, θρυμματίζοντας την με κρότο. Πριν χαθεί στο κενό, πριν το χάος τον καταπιεί μια για πάντα, πριν τον χορταστικό γδούπο της πτώσης στο τσιμέντο του πεζοδρομίου, οι ματιές μας για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου
ξανασυναντήθηκαν.
Κατεβαίνοντας τις σκάλες, στον προθάλαμο του ιατρείου κάθονταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Η γριά ακίνητη, ανέκφραστη, σκυφτή με σταυρωμένα τα χέρια κι ο γέρος γερμένος μπροστά ακουμπούσε σ’ ένα μπαστούνι. Είχε ύφος απλανές κι οι κινήσεις του κεφαλιού του αργές και σπασμωδικές, παρκινσονικές. Ένευε σε κάτι σκιές που πλανιόνταν ύπουλα στον απέναντι τοίχο.
.

Συνέντευξη στον Χρήστο Μαυρή

Εφημερίδα Χαραυγή 1/11/2015
Η «επιτυχία» δεν είναι έννοια μετρήσιμη, δηλώνει για τον εαυτό του (αλλά και για κάθε δημιουργό) ο πολυβραβευμένος λογοτέχνης Ανδρέας Μαλόρης και εξηγεί πως «τα βραβεία ή τα best sellers δεν είναι συνώνυμα της επιτυχίας».
Με την ευκαιρία της έκδοσης και κυκλοφορίας της νέας ποιητικής συλλογής του, που τιτλοφορείται «Με διαστρέβλωση ελαχίστη», ο Ανδρέας Μαλόρης μιλάει στη «Χαραυγή» για την ποίηση και γενικά τη λογοτεχνία, αλλά και την αποστολή του λογοτέχνη στη σύγχρονη εποχή. Πρόκειται για ποίηση επικεντρωμένη σε υπαρξιακά θέματα και κυρίως στον έρωτα που, όπως λέει, «θεωρώ τον έρωτα ως τον μέγιστο υπαρξιακό προβληματισμό γιατί εμπεριέχει και τον αντίποδά του, το θάνατο».
Έχεις καταπιαστεί με επιτυχία, τόσο με την ποίηση όσο και με την πεζογραφία και συγκεκριμένα με το διήγημα. Τι είναι εκείνο που σε κάνει να καταφεύγεις από το ένα είδος στο άλλο;
Δεν είμαι σίγουρος αν η ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία υπήρξε επιτυχής ή όχι. Για μένα, αλλά πιστεύω και για κάθε δημιουργό, η «επιτυχία» δεν είναι έννοια μετρήσιμη. Τα βραβεία ή τα best sellers για παράδειγμα δεν είναι συνώνυμα της επιτυχίας. Στη λογοτεχνία συμβαίνει αυτό που συμβαίνει και με τις σκέψεις μας: Είναι αδύνατο να μεταφέρει κανείς επακριβώς με λόγια ή λέξεις αυτό που ακριβώς σκέφτεται σε μια δεδομένη στιγμή. Οταν ένα βιβλίο τελειώνει στο μυαλό του συγγραφέα παραμένει πάντοτε η αίσθηση ότι δεν είπε ή δεν εξέφρασε αυτό που ήθελε όπως το ήθελε. Με την έννοια αυτή ο κάθε συνεπής λογοτέχνης είναι και μη επιτυχημένος. Ο πήχης για το επόμενο βιβλίο παραμένει πάντοτε ψηλά.
Από την άλλη, η μετάβαση από την ποίηση στην πεζογραφία δεν πιστεύω ότι είναι θέμα επιλογής. Ο διαχωρισμός της λογοτεχνίας σε ποιητικό και πεζό λόγο είναι περισσότερο ακαδημαϊκός και τεχνητός παρά πραγματικός. Ο διαχωρισμός σίγουρα είναι χρήσιμος για σκοπούς μελέτης και ανάλυσης της λογοτεχνίας από τους ειδικούς, στο μυαλό όμως του δημιουργού τα όρια δεν είναι τόσο σαφή και ευκρινώς προσδιορισμένα. Ας μην ξεχνάμε ότι όλοι σχεδόν οι συγγραφείς έχουν σε κάποια φάση της ζωής τους ασχοληθεί λίγο ή πολύ και με άλλα λογοτεχνικά είδη πέραν εκείνου που τους καταξιώνει. Εχω την πεποίθηση ότι στους συγγραφείς συμβαίνει αυτό που συμβαίνει και στον αθλητισμό: κάποιοι αθλητές γεννιούνται με μια κλίση προς τις μεγάλες ή τις μικρές αποστάσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στους λογοτέχνες στο μυθιστόρημα και διήγημα-ποίηση αντίστοιχα.
Ξεκίνησα γράφοντας αποκλειστικά ποίηση για πάνω από 20 χρόνια μέχρι που μια βαθύτερη ανάγκη για περισσότερη εξωστρέφεια και επικοινωνία με οδήγησε στο διήγημα. Είναι για αυτό το λόγο που στην πρώτη μου συλλογή διηγημάτων τα όρια μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας ήταν σε κάποια διηγήματα δυσδιάκριτα. Η μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο δεν ακολουθεί κανόνες. Είναι μια διαδικασία ασυνείδητη, αλλά κυρίως ανεξήγητη. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω και την ιδιαιτερότητα του ιατρικού επαγγέλματος στο οποίο, για λόγους ευνόητους, ευδοκιμούν οι σύντομες γραφές της ποίησης και του διηγήματος.
Τα ποιήματα που παρουσιάζεις στη μόλις πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή σου που τιτλοφορείται «Με διαστρέβλωση ελαχίστη» περιστρέφονται γύρω από υπαρξιακά κυρίως θέματα, όπως είναι ο έρωτας. Θέλω να πω πως από τη συλλογή απουσιάζει το ιστορικό και γεωγραφικό στοιχείο. Πώς το σχολιάζεις αυτό;
Κατ’ αρχάς η συλλογή αυτή είναι ερωτική. Ισως ο τίτλος να παραπλανεί. Σε κάποια ποιήματα εμφαίνονται όντως και άλλοι υπαρξιακοί προβληματισμοί, αλλά και σε εκείνα ακόμη ο έρωτας υποβόσκει σαν έναυσμα ή αφορμή. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο, γιατί δεν θεωρώ δόκιμο ο ποιητής να αναλύει τα ποιήματά του. Με αφορμή όμως την ερώτησή σας θα ήθελα να πω ότι θεωρώ τον έρωτα ως τον μέγιστο υπαρξιακό προβληματισμό γιατί εμπεριέχει και τον αντίποδά του, το θάνατο. Είναι γνωστή άλλωστε και η θέση του Φρόιντ σε αυτό το θέμα στη μελέτη του «Ερως και θάνος». Πίσω απ’ όλα κινείται η ζωογόνος δύναμη του έρωτα που όχι μόνο διαιωνίζει την ύπαρξη, αλλά καθορίζει εν πολλοίς και το νόημά της.
Πιστεύω ότι στην Κύπρο, ειδικά μετά το 1974, η ερωτική ποίηση θάφτηκε κάτω από τόνους ψυχαναγκαστικών στίχων που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με την κατοχή. Από το ’74 και μετά η ερωτική ποίηση τέθηκε κατά κάποιο τρόπο υπό διωγμόν, αποσιωπήθηκε και πνίγηκε σαν ένα είδος ταμπού. Είναι ανάγκη να ξεφύγουμε επιτέλους από τα στενά, ιστορικά πλαίσια του νησιού και να δούμε τον κόσμο πανανθρώπινα και οικουμενικά. Υπάρχουν και αλλού προβλήματα κατοχής, προσφυγιάς κι απελευθέρωσης. Τρισχειρότερα μάλιστα. Μια ματιά στη γειτονιά μας είναι αρκετή. Ο πόλεμος όμως και τα τοπικά προβλήματα δεν καταργούν τον έρωτα. Απεναντίας. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλά από τα μεγαλύτερα ερωτικά έργα της λογοτεχνίας γράφτηκαν σε εποχές πολέμου π.χ. «Πόλεμος και ειρήνη» (Τολστόι), «Οσα παίρνει ο άνεμος» (Μάργκαρετ Μίτσελ) κ.ά.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής γράφεις πως η «ποίηση είναι η τέχνη/ να επισκιάζεις την πραγματικότητα/ να κομματιάζεις τους λίθους της ζωής σου…». Εχω την εντύπωση όμως πως ο ορισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική αποστολή της ποίησης. Τι είναι για σένα η ποίηση;
Ο τίτλος του πρώτου ποιήματος της συλλογής είναι: «Η ποίηση ΣΟΥ». Στο ποίημα αυτό δεν προσπαθώ να ορίσω την ποίηση. Οι εισαγωγικοί αυτοί στίχοι εκφράζουν όλο το κλίμα της συλλογής που ακολουθεί. Οι θέσεις αυτές όμως αφορούν μόνο τη δική μου άποψη περί ποίησης στις συγκεκριμένες φάσεις που γράφτηκαν τα ποιήματα.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει μια και μοναδική απάντηση στην ερώτηση «τι είναι ποίηση». Υπάρχουν τόσοι ορισμοί όσοι είναι και οι ποιητές. Η δική μου άποψη κατατάσσει την ποίηση εγκεφαλικά μεν στον «απειθάρχητο τρόπο σκέψης» αισθητικά δε ανάμεσα στον ορισμό του Louis Simpson που την ορίζει σαν «μια σκέψη που την αισθάνεσαι» και τον ορισμό του Ανδρέα Εμπειρίκου που λέει ότι «η ποίησις είναι η ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου».
Τώρα όσον αφορά τη δήθεν αποστολή της ποίησης θα έλεγα ότι η ποίηση καταργείται αυτόματα από τη στιγμή που ενδύεται το μανδύα ή την πανοπλία της στράτευσης. Η ποιητική λειτουργία δεν υπακούει σε νόμους και κατευθυντήριες γραμμές. Εκφράζει μόνο την αδέσμευτη σκέψη του ποιητή μακριά από σκοπιμότητες και στόχους. Η ποίηση βρίσκεται στην αντίπερα όχθη των ιεραποστολών και των μανιφέστων. Στον «Επίλογο» του ο Μανόλης Αναγνωστάκης λέει: «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες/ Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα». Το πιστεύω.
Ο στίχος σου «κάθε ποιητής και η Ελεονόρα του» θυμίζει την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου. Το ποίημα «Εθιστείτε» θυμίζει την ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού. Ποια είναι τελικά η σχέση σου με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση;
Τα ονόματα «Ελεονόρα» και «Ελένη» είναι τα κατ’ εξοχήν ονόματα που βασανίζουν και κατατρύχουν τους ποιητές από την εποχή του Ομήρου. Στο στίχο που αναφέρεσθε, από το ποίημα «Αλας και ύδωρ», ή «Ελεονόρα» έχει ακριβώς αυτή την έννοια. Η δική μου Ελεονόρα όμως, πλην της συνωνυμίας, δεν έχει καμίαν άλλη σχέση με τις δύο-τρεις «Ελεονόρες» που εμφανίζονται στην ποίηση του Εγγονόπουλου, οι οποίες είναι μάλιστα σμιλευμένες αυστηρά μέσα στα πλαίσια του σουρεαλισμού της εποχής του ποιητή. Συμπαθώ περισσότερο μιαν άλλη Ελεονόρα: την Lenore του Edgαr Allan Poe στο «Κοράκι», η απουσία της οποίας τον στοιχειώνει αριστουργηματικά! Το «Εθιστείτε» ναι, θυμίζει το «Αντισταθείτε» του Κατσαρού, το ποίημα του οποίου όμως, σε αντίθεση με το «Εθιστείτε», είναι καθαρά αντιεξουσιαστικό.
Η σχέση μου με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, πέρα από το δέος μπροστά στο έργο των γνωστών μεγάλων, που παραμένει ανεξίτηλο, εξαντλείται πια στις σπάνιες εκείνες φορές που ένα ποίημα θα με εκπλήξει ευχάριστα σε κάποιο από τα εξ Ελλάδος λογοτεχνικά περιοδικά και σπάνια σε αθηναϊκές εκδόσεις. Εξακολουθώ να υποκλίνομαι όμως στην ποίηση της Κικής Δημουλά. Θεωρώ αυτή την ανεπανάληπτη αποθέωση της μεταφοράς και την παρείσφρηση του χιούμορ στην ποίηση, πρωτόγνωρη κι απογειωτική.
Πώς συγκρίνεις την κυπριακή ποίηση με την ποίηση που παράγεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες;
Είναι δύσκολη μια τέτοια σύγκριση γιατί απαιτεί διαρκή ενημέρωση και ενασχόληση με την ποίηση τής κάθε χώρας ξεχωριστά. Στις πιο πολλές φορές μάλιστα, σε μεταφράσεις που πόρρω απέχουν από το πρωτότυπο. Πέραν τούτου όμως, συναντώ κατά καιρούς στο διαδίκτυο ποιήματα άλλων Ευρωπαίων ποιητών στα οποία διακρίνεται μια τάση επιστροφής σε θέματα υπαρξιακά που έχουν να κάνουν πια με τη δύσκολη καθημερινή επιβίωση και τη σύμμειξη λαών με διαφορετική κουλτούρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου