Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

ΕΛΕΝΗ ΑΡΤΕΜΙΟΥ - ΦΩΤΙΑΔΟΥ


1-ΕΛΕΝΗ2
.
Η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου κατάγεται από την Αμμόχωστο και είναι Επιθεωρήτρια Δημοτικής Εκπαίδευσης. Σπούδασε Παιδαγωγικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαιδευτική Διοίκηση και Πολιτική. Κατέχει επίσης τον τίτλο “Master of Arts in Literature “. Ασχολείται με τη λογοτεχνία καθώς και με το ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σενάριο. Πολλά από τα έργα της έχουν μεταδοθεί , κυρίως από την Κρατική Τηλεόραση, ενώ το παιδικό της έργο « Το γαλάζιο διαμάντι» έχει βραβευτεί από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε διάφορους παγκύπριους, πανελλήνιους και παγκόσμιους διαγωνισμούς. Το διήγημά της « Κάποτε εκεί ήταν περιβόλια» , με θέμα την ημέρα της φυγής από την Αμμόχωστο το 1974, τιμήθηκε το 2012 με το Πρώτο Βραβείο της Πανελλήνιας ‘Ενωσης Λογοτεχνών. Η ποιητική της σύνθεση « Αλεξ-ήνεμος» απέσπασε το Βραβείο Κώστα Μόντη από το Ινστιτούτο Πολιτισμού Κύπρου. Η ποιητική της συλλογή ««Κατεπείγον» ήταν στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Ποίησης για εκδόσεις του 2011.
Αρκετά ποιήματα και διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες ή έχουν δημοσιευτεί σε διάφορους λογοτεχνικούς ιστότοπους. Ασχολείται επίσης με τη θεατρική γραφή και έργα της έχουν ανεβαστεί από επαγγελματικές σκηνές της Κύπρου και της Ελλάδας.
.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Το ταξίδι του Ήλιου στο Φεγγάρι, εκδ. Αιγαίον, 2007.
Αλεξ-ήνεμος, εκδ. Πήλιο, 2010, Βραβείο Κώστα Μάντη.
Οι διαδρομές τον Αδάμ, εκδ. Πήλιο, 2010. Φ
Κατεπείγον, εκδ. Μανδραγόρας, 2011.
Ο κύκλος ενός τετράγωνου έρωτα, εκδ. Πήλιο, 2012.
Διμερής συμφωνία, εκδ. Μανδραγόρας, 2013.
Η λίμνη των κύκλων, εκδ. Μανδραγόρας, 2014.
Φωνήεντα σε περίπτερο εκδ. Μανδραγόρας, 2016.
Χειμέρια ζάλη,  εκδ. Μανδραγόρας, 2017.

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Αφύπνιση 800mg, εκδ. Μανδραγόρας, 2012.

ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Χρόνος είναι και γυρίζει, 2000.
Ο Μπαμπακένιος, 2009.
Άρης ο Φεγγάρης, 2010.
Ο κήπος με τις τριανταφυλλιές, 2011.
Ο βασιλιάς Ξεκούτης, 2011, Παιδικό θέατρο, Βραβείο Θ.Ο.Κ.
Στη Λιακαδοχώρα, 2005, Κρατιχό βραβείο Παιδιχής Λογοτεχνίας Κύπρου.
Ο Πρωταθλητής, 2009, Κρατιχό βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας Κύπρου.
Ο μικρός κύριος Ου!, 2011.
Για ένα χαμόγελο, ένα ποίημα-παραμύθι, εκδ. Μανδραγόρας, 2014.
.
.

ΧΕΙΜΕΡΙΑ ΖΑΛΗ (2017)

.

META ΦΟΒΟΥ

Είναι αυτό ίο πιωμένο χέρι που τρεκλίζει επάνω στο κλειστό πορτατίφ
Εδώ και χρόνια επιχειρεί μέσα στα μεσάνυχτα να ανάψει ένα φως
Είναι η ώρα που ακούει όλους τους αποδημήσαντες
να επισκέπτονται ένα αφημένο πάθος
μια ζωή κομμένη απρόσμενα στα δυο
Είναι εν τέλει ο θάνατος η άλλη σκέψη;
Ύστερα το χέρι ανατέμνει
Ακουμπάει επάνω στην ψυχρή λογική
Καίγεται μες στον πυρετό της άγνοιας
Σκέφτεται όσο ακόμα του επιτρέπουν οι εποχές
Μια μέρα πάντα αρκεί για να ζυμώσει δίχως υλικά
ένα πικρό ψωμί από φόβο και ασάφεια
και να το ρίξει στα σκυλιά της νύχτας
που αλυχτούνε κάτω απ’ τα παράθυρα
Ακούς το αναπόδραστο
να ταχύνει το βήμα
Κι αυτό το πορτατίφ
με μια αιώνια βλάβη.

ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΑΣΤΑΘΕΙΑΣ

Σκέφτομαι πως έρχονται οι έρωτες
σαν αρπαγή της νύχτας
Σαν ανάληψη κυρίου σκοπού
στα ύψη που καραδοκεί το μυστηριακό του θείου
Ξέρουν οι νύχτες να φοράνε
το προσωπείο μιας παλιάς μας ευκαιρίας
Ξέρουν για ώρες να υποδύονται το ανέμελο
Τα πρωινά, όμως,
περνάει μια γριά κάτω απ’ το παράθυρό μας
σκελετωμένη από έλλειψη ευτυχίας
Τη βλέπουμε να σκύβει στους σκουπιδοτενεκέδες
Να κτενίζει με τα μάτια
τόσα ξέμπλεκα φίδια των ονείρων μας
Κι ύστερα από ώρες των αιώνων
νηστική και διψασμένη αποχωρεί
σέρνοντας με κούραση τις σκέψεις της
Απ’ το υστέρημα
κανείς δεν δίνει
Μες στο υστέρημα
ουδείς λαμβάνει
Ισορροπία που συντηρεί μονίμως
την ασταθή διέλευση του βίου μας

ΚΟΚΚΙΝΟ, ΠΡΑΣΙΝΟ

Σε κοιτάω κάθε μέρα στους δρόμους
ανάμεσα στις μοναξιές που διασταυρώνουν με τόση προσοχή
τα κρύα νερά του κόσμου
Δίχως μια λέμβο
Χωρίς σωσίβιο
Με την ανάγκη μόνο παραμάσχαλα
καθώς εκεί ακριβώς στα φανάρια
λίγο πριν ανάψει πάλι κόκκινο
και σταματήσει η ευκαιρία
ξυπνά μια πράσινη χλόη από τη χειμερία ζάλη της
Κι έτσι παραπατώντας
ζητά να φυτευτεί στην άλλη όχθη
με τα τρεχούμενα λόγια
την ψιλή βροχή
τα μεγάλα, βαθύσκιωτα χρόνια
Κι όταν ρωτάω με το βλέμμα
βλέπω απλώς στα μάτια σου
πως καίει σαν λίβας πολύ το ριζικό
και δεν αντέχεται

ΑΝΑΚΡΙΣΗ

Οι ανακρίσεις γίνονται
με εκτυφλωτικό το φως των προβολέων στα μάτια
Με ήλιο να καίει
στους εβδομήντα και πλέον βαθμούς της ηλικίας
Εκεί πια δεν αντέχεις
Λυγίζεις
Ομολογείς όλο το σκότος που φοβάσαι

ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΟΡΤΕΣ

Είναι πόρτες που τις παραβιάζει μονάχα η αδυναμία
Που τις ανοίγει ορθάνοιχτα
μονάχα ένα διακριτικό
ανεπαίσθητο χτύπημα ανάγκης
με κάλεσμα σαν φύλλου ανασεμιά στην άνοιξη
Αφήνουν λίγο λίγο να φανεί τι κρύβουνε στα σπλάχνα τους
Κι αν είσαι μουσαφίρης που διαβάζει σωστά τη σιωπή τους
μπορείς να κάτσεις
να σε κεράσουνε τη θέα
από δωμάτιο
σκέψεις πολλές τώρα κλεισμένο

ΟΞΕΙΕΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ

Τα λόγια που πολύ γυρέψαμε
τα λόγια που δεν ευτύχησαν τα μάτια μας ν’ ακούσουν
τα κρατάμε πάντα στη μέσα μας καρδιά
με ένα μικρό φυλαχτό από ανεκπλήρωτο
Κόπου κάπου τα βγάζουμε στον ήλιο
να δούμε αν έχει αλλοιωθεί το χρώμα ή το σχήμα
από τις τόσες προσευχές μας
από την τόση ευθυγράμμιση της σκέψης
στις θλιβερές γεωμετρίες του καιρού
Έχουν πληθύνει τόσο πια τα σχήματα
με τις οξείες καμπύλες
Πονάνε όλοι οι κύκλοι
που δεν γίναν αγκαλιές

ΣΥΝΕΝΟΧΗ

Να ζωγραφίζω ένα ποτάμι έμαθα
με όλες τις γαλάζιες λέξεις του
κύματα αφρισμένα
Κι ύστερα
να το περνάω μέσα από χάρτινες λύπες μου
κι αυτές να βρέχονται τόσο όσο να διαλύονται
μέσα στα δάχτυλά μου
Να νιώθω την αφή να γίνεται συνένοχη
μιας περιπόθητης καταστροφής

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΝΝΕΣ ΠΥΡΟΒΟΛΟΥ

Λες πως τα μάτια είναι μικρές κάννες πυροβόλου
την κάθε μέρα να την βλέπουνε σαν άσκηση στρατιωτική
Γι’ αυτό ψάχνουν αμείλικτα τον στόχο
κι ας ξέρουμε όλοι
πως τα φυσίγγια των ασκήσεων είναι άσφαίρα
Έτσι πεθαίνουν μόνο κουρασμένες οι προθέσεις
βρες λοιπόν και γέμισέ τα με φωτιά
από ηφαιστειακή λάβα έστω και αδρανή
μήπως και περιμένουν λίγο πάθος για να ανάψουν
Πάρε μια χούφτα λάβα
Πλάσε την σε μεγάλα ολοστρόγγυλα άστρα
Να πέφτουνε οι σφαίρες σαν διάττοντες αστέρες και να καίνε
τα αμάραντά μας βράχια
να εξολοθρεύουν εν θερμώ
μικρές μεγάλες πιθανότητες
να επιστρέφει μέσα μας
η εποχή των παγετώνων

ΑΙΝΙΓΜΑ

Πατάς επάνω σε βρεγμένο χώμα
θαρρώντας πως ασπάζεσαι τη γη
σαν ανασαίνει ύστερα από φιλί ζωής
Όμως
με νόμους μιας περίεργης φυσικής
γεμίζουνε τα μάτια λάσπη
από την αποσύνθεση του ανθρώπου
Λες και δεν φύσηξε ποτέ ψυχή εντός του
άνεμος-Πήγασος που γύρευε
να φτάσει στα μυστήρια του Θεού
Αίνιγμα μέγα η ζωή
που μόνο ο θάνατος το λύνει

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

Κανένας πλέον
δεν πιστεύει στους προφήτες
Περίεργος άνεμος ερήμου
έχει αδειάσει τις λέξεις τους
μπολιάζοντας αμφιβολία
στις απροσδόκητες μετάνοιες του καιρού
Αρκεί μια μόνο αιώρηση μες στο κενό
Μια πίκρα δίχως δίχτυ ασφαλείας
για να γυρίσει σαν ανάποδο ρολόι η καρδιά
Αδύναμοι είμαστε
για να αδράξουμε τη δύναμη του αιφνίδιου
Μία και μόνη διαφυγή μάς απομένει:
να κρεμαστούμε σαν φρεσκοπλυμένες σκέψεις
στην τεντωμένη μας ζωή
προσμένοντας το πρώτο φως του ήλιου
να ’ρθει για να στεγνώσει τις σκιές
Ν’ ασπροφορέσουμε κατόπιν
σαν έκπτωτοι άγγελοι
δίχως του μέλλοντος Πυθίες
Σε μια ενδότερη φωνή ίσως πιστέψουμε
σαν απαραίτητη συνθήκη επιβίωσης

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ

(από το ημερολόγιο μιας άλλης Πηνελόπης)
Κάπου
σε μια τεράστια ήπειρο με τ’ όνομα Ιθάκη
με περιμένει ο Οδυσσέας
περιπλανώμενος σε όνειρα απέραντα
και αχανείς εκτάσεις
Τις μέρες κυνηγάει με τόξο βλέμμα
τα βράδια παραμονεύει νύμφες
Κι όταν για τα καλά νυχτώσει
με χρώματα αυγής
στα χείλη στήνει
τον αργαλειό από ανεπίδοτα φιλιά
της Περσεφόνης
Να υφαίνει αγάπες του απρόσμενου
Αλώβητες στο πέρασμα
ενός μνηστήρα πόνου

ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ 2

Έχω μαζέψει όλα τα μαχαίρια μπρος στα μάτια μου
Περνάω τα βλέμματά μου
επάνω από την κοφτερή θωριά τους
Αναμετράται η δική μου οπτική με τη δική τους
Ποιος άραγε βλέπει
τον κόσμο πιο σφαγμένο
το μέλλον πιο αιμόφυρτο
Αυτός να υποχωρήσει
σφαλίζοντας τις επίφοβες λέξεις
Ν’ ανοιγοκλείνει μόνο ένα μικρό λευκό φως
οπό κερί ανάστασης
που αρνείται να καεί σαν αυθαιρεσία

ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΜΕΛΛΩΝ

Τι ώρα λέει ο κόσμος;
Συνήθως τέτοια ώρα μαζεύουν την μπουγάδα
Ένα ένα τα ασπρόρουχα λόγια μας
καθάρια, με άρωμα συνέχειας
τακτοποιούνται και πάλι σε αμετανόητη καρδιά
έτοιμα για την αυριανή έκθεση
στον αόριστο χρόνο του μέλλοντος μας

ΠΕΡΙΟΔΕΥΟΝ ΠΑΘΟΣ

Περιοδεύω σαν τέχνη αγάπης
στις σκηνές που μου στήνει
απρόσκλητο πάθος
Υποκλίνομαι πάντα στην έναρξη
Το τέλος προστάζει
ορθή την ψυχή μου

ΧΟΡΔΕΣ ΒΗΜΑΤΩΝ

Υπάρχει μια κινητοποίηση στους δρόμους
Μια σιωπηρή διαδήλωση
από ανεπαίσθητες χορδές βημάτων
Πότε ένα βιολί ονειροπόλου
άλλοτε ένα ακορντεόν χρόνου τυφλού
κλαίει κάτω από τα χοντρά μας πέλματα
Κάποτε ένα μόνο ξεκούρδιστο χέρι αδειανό
ή μια σπασμένη φωνή παρελθόντος
Όλα μαζί μια χορωδία παράξενη
που πιο πολύ μιλάει με τριγμούς παρά με λέξεις
Κι ύστερα ένα θρόισμα από της Περσεφόνης το βύθισμα
Σώματα που τα αποχαιρετά σιγά σιγά το αύριο
Κι αυτά κουνάνε άσπρα χείλη σαν κατευόδιο
Άηχες λευκές συσπάσεις
λευκές σημαίες εκεχειρίας

ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΣΟΥ

Μέρα
Σε βλέπω καθώς αρχίζεις τα μαγειρέματα
σαν μια καλή νοικοκυρά
που νοιάζεται για τα παιδιά της
και όλο ξεχνιέται
μπροστά στις πρωινές εκπομπές
μπροστά στα επιτηδευμένα λόγια
αφήνοντας να καίγονται εν τέλει
όλα τα αισθήματα που σιγοβράζουν
Σήμερα φτιάξε κάτι κρύο
Όχι για ταχύτητα
Ούτε για ευκολία
Αλλά για τη δυσκολία
να μας σερβίρεις τελικά στα χέρια
ένα ζεστό σου χειροφίλημα
για όλα όσα πετύχαμε στην απουσία σου

ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Ήτανε μια κατακόκκινη καρδιά
κάτω από τα μεγάλα δέντρα
Κάποτε έπεφτε με χάρη σε ένα ρυάκι λόγια
και φλεγότανε
Ύστερα ξανά μες στη φωτιά της αγκαλιάς να δροσιστεί
Οι έρωτες είναι τα παιδιά της πόλης
μια Κυριακή που ακολουθεί αργία της Δευτέρας

ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ

Το εργαστήρι του Ήφαιστου
με όλα τα αγάλματα της Αφροδίτης σε παράταξη
Κορίτσι
Γυναίκα
Ανάμνηση
Όλα σημαδεμένα από φωτιά
με μια μικρή αναπηρία
στο βάδισμα καρδιάς
Τόσοι τεχνίτες μαστόρεψαν
μαθήτευσαν κοντά του
Οι Αφροδίτες όλες
γεννιόντουσαν σε θάλασσες με κύμα κόκκινο
Και όταν βγαίνανε απ’ το νερό
είχανε πάντα ένα μικρό βράχο
χωμένο στα μάτια
Να μην θαμπώνονται απ’ το πολύ φως

ΣΑΝ ΠΕΙΡΑΤΗΣ

Και τη στιγμή εκείνη
που συλλογίζεσαι πως είσαι μόνος
έρχονται και κάθονται μέσα σου
τόσοι χαμένοι κόσμοι
που λίγο να σκύψεις στα ναυάγιά τους
μπορείς να ξεχαστείς τα βράδια σου
σαν πειρατής χωμένος σε θησαυρούς που χάθηκαν
σε μια σταγόνα αναβολής
.

ΦΩΝΗΕΝΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ (2016)

.

ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΡΟΛΑΒΗ

Πέρασα όλη τη ζωή μου όρθια
σε ένα λεωφορείο άγονης ζωής
Σαν έτοιμη μονίμως για μια έξοδο
Καρδιά πιασμένη σε χειρολαβή
Τράνταγμα σε κάθε απότομο φρενάρισμα
Πάντα ένα τέλος στη στροφή
Χωρίς καμιά προειδοποίηση
Κι ανάπαυση καμιά
Ούτε ένα κάθισμα ασφαλείας
να προσφέρει μία πρόθεση ευγενής
από ένδειξη έστω σεβασμού
στην έλλειψή μου
ή στην υπερήλική μου ανάγκη
Σκέφτομαι τώρα
κάτω από το φως μιας λογικής
πόσο στριμώχτηκαν τα αιμοφόρα λόγια μου
ώστε να μην ακούγεται ο χτύπος τους
Ενώ θα μπορούσαν
την ώρα μιας αιχμής
να γίνουνε ποτάμι
Να με εκβάλουν σε πάθη ωκεανών

ΟΜΠΡΕΛΑ ΚΑΠΟΤΕ ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΑΠΟΤΕ ΜΑΥΡΗ

Με μια ομπρέλα
κράτησες στεγνή τη μέρα
Τόσο ξηρή
που έσπαζε σαν καρυδότσουφλο στα μάτια μας
Χορεύαμε εγώ κι εσύ μες στη βροχή του ανέλπιστου
Singing in the rain
Once again
Singing in the rain
Φαινόμασταν σαν σταρ του σινεμά
Τα ρούχα μας δεν έσταξαν αγάπη
Υπήρξαν φορές
που εκείνη η ομπρέλα
κάποτε κόκκινη κάποτε μαύρη
γινόταν μια τεράστια καρφίτσα
στα χέρια άτσαλης μοδίστρας εποχής
τρυπώντας πού και πού τις βεβαιότητες
αφήνοντας στο πάτωμα να ρέει
ένα φιλί σαν αίμα
ώσπου να γίνει ανάμνηση
Όχι
Ποτέ δεν έμαθες σωστά τα βήματα
Εκεί που έπεφτες
τώρα και πριν
σπασμένο βρέθηκε το σκαλοπάτι

ΑΝΕΝΕΡΓΗ ΒΟΜΒΑ

Έχω μέσα μου έναν θυμό
Ανενεργή βόμβα μολότοφ
που ψάχνει τη διαδήλωσή της
Αν φτάσει μια φορά στην έκρηξη
θα ’ναι για να διαψεύσει
τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου
όπως η μέρα επιβεβαιώνει ως τη μετάνοια
το παρελθόν μιας νύχτας

ΚΡΥΣΤΑΛΛΑ ΦΩΝΗΕΝΤΑ

Το πρωινό γίνεται στάλα
ντύνει δροσιά τη βουκαμβίλια
και της χαρίζει κρύσταλλα φωνήεντα
Κάτι μικρό
κάτι μεγάλο
σαν άνοιξης κήπος
σαν διαδήλωση
σαν εμβατήριο εαρινό
ατού φθινοπώρου τη χλομή την κουστωδία
ανοίγει πάλι έναν δρόμο
Και τότε τρέχω με ιλιγγιώδη αγάπη
μήπως ψυχή μου ανατραπώ
στη μεγάλη λεωφόρο με τα όνειρα
και τα κοιτάξω ακίνητη
σχεδόν αμετακίνητη

ΚΑΝΝΗ ΟΠΛΟΥ

Κάθε βράδυ, προτού πέσεις για ύπνο
αφήνεις στα χέρια μου ένα όπλο
Έχει την κάννη του στραμμένη προς το στόμα σου
επιδιώκοντας να σημαδέψω
τον τελευταίο ήχο σου
που ’πεσε σαν καρφί μες στα σεντόνια
Εγώ σημαδεμένη
με το συναίσθημα, χωρίς την κάμψη του καρπού,
αγκυλωμένη στο στενό κρεβάτι,
στρέφω αναγκαστικά την κάννη προς εμένα
και πυροβολώ αδιακρίτως
τις μισόκλειστες λέξεις μου
μήπως και στον στερνό τους σπαραγμό
επιθανάτιο ρόγχο μιας ζωής
ελευθερώσουν τη φωτοβολίδα εκείνη
που έχω κρυμμένη κάτω απ’ τη σιωπή μου

ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

Αντί πινακίου πυγμής
παρέδωσα τους τελευταίους μου στίχους
Πώς θέλεις να ’μαι ακόμα ποιητής
Πώς θέλεις να μιλώ με τις αισθήσεις
Η ποίησή μου
άγνωστη λέξη
συνώνυμη οδύνης
ή μιας ωδίνης
καθώς μου είπαν
Να γεννώ ακόμα μια τήξη από σάρκα
Να απομένω μάζα οστών
στον σκελετό της σύνταξής μου
Με τις βροχές στα πυκνά μου στάχυα
παράκαιρες
να απειλούνε τη σοδειά που προετοίμαζα
για έναν βαρύ αβάσταχτο χειμώνα

ΚΕΡΜΑΤΑ ΑΓΑΠΗΣ

Κρίμα
Τόση σπατάλη
με κέρματα αγάπης
που δεν εξαργυρώνονται
Πέφτανε μόνο ανυπεράσπιστα
μες στα πηγάδια των ευχών
για να πνιγούν

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΝΟΤΑ

Έχουν μια μουσική τα τρένα
Έχουν τη μελωδία της εναλλαγής
Την ώρα που σφυρίζουνε σφαδάζοντας
ην έλλειψη
ελευθερώνουν νότα νότα το ερωτικό τους κάλεσμα
Βλέπεις τις ράγες τους
νο ορθώνονται
να γίνονται αγκαλιά
να σφίγγουν μέσα τους μια άγνωστη ηδονή
κάποιου ορίζοντα
Να λυγίζουν
σαν επιδέξιοι χορευτές
Κι άλλοτε πάλι
να γίνονται δεσμά
να τυλιχτούνε γύρω στις σκέψεις σου
κι από πουλιά που τις ξεγέννησες
να πέσουνε στο χώμα σου βαρίδια
Η επόμενη μου νότα
θα ήθελα να είναι το φως
που αντανακλά πάνω στις ράγες 

ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΧΟΡΟΥ

Αυτή η συγκίνηση που χτυπούσε χαμηλά στον λαιμό
κρατώντας τις ανάσες των χελιδονιών
σε μια χούφτα μέρες
αυτή η ταραχή με απροσδιόριστο χρώμα
με προέλευση χωρίς ταυτοποίηση αισθημάτων
ενεργοποιούσε τον χρόνο που καθότανε αμέριμνος
στη σιωπή της μνήμης
Και τότε είπες πως οι ώρες πρέπει να βάζουν
παπούτσια χορού
Να στροβιλίζονται στη ζωή
μέχρι να αποσυρθούν στη γωνιά τους
χορτασμένα από κίνηση
λησμονημένα από αγάπη

ΣΧΟΙΝΙ ΟΡΕΙΒΑΤΗ

Σχοινί ορειβασίας έχω για μνήμη
να σκαρφαλώνω νύχτα σε απάτητες στιγμές
γιατί η θύμηση
συνθέτει διαδρομή
δεν είναι απλώς το πεπραγμένο
είναι κυρίως το άφταστο
πρωτίστως το ανέφικτο
που μας προσπέρασε στον δρόμο του
δίχως μιλιά

ΣΑΝ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΠΑΛΙΟ

Τι κι αν σώθηκαν όλα τα παιχνίδια
της μοίρας
της ζωής
του έρωτα
Ας παίξουμε πεντοβολά
όπως μας έμαθε κάποτε
ένας καιρός περαστικός
Ήταν οι μέρες που ευωδίαζαν αγάπη
κάνοντας κούνια στο ψηλό της πόρτας γιασεμί
Τώρα πέτρες μικρές που να χωράνε μες στη χούφτα
θα έχουμε τις λέξεις που ζυμώθηκαν σκληρό
στην πιο μεγάλη απουσία της συγγνώμης
Κι όταν πετάμε μια κουβέντα μας ψηλά
ευχή θα κάνουμε να γίνεται ανάστροφο πουλί
ν’ αποδημεί στις κρύες ώρες

ΜΟΝΑΧΑ ΟΥΡΑΝΟ ΘΑ ΕΡΩΤΕΥΟΜΑΙ

Πέτα μου ένα δίχτυ
Αντί για ψάρι
θα γίνω γοργόνα
πέτα το λοιπόν
Δελέασε με
με τα δώρα της στεριάς σου
Είναι η θάλασσα που με αρμένιζε
τώρα ατέλειωτος βυθός
Εύκολα γίνονται τα κύματα πνιγμός
αντί ταξίδι
Πέτα μου ένα δίχτυ στιβαρό
να βγω σαν τη γοργόνα στη στεριά
Κι ας μην υπάρχει πρίγκιπας
Εγώ έτσι κι αλλιώς
μονάχα ουρανό θα ερωτεύομαι

ΦΩΝΗΕΝΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ

Πρωί πρωί
να καρφιτσώνω τη σκέψη στο περίπτερο
Κι εσύ
περαστική ευκαιρία
να σταματάς με περιέργεια
μπροστά στους πηχυαίους τίτλους μου
Δεν είναι μόνο τα γράμματα πιο μαύρα
πιο έντονα
μα και τα μάτια τους
εκείνα τα μεγάλα αμυγδαλωτά φωνήεντα
που πέσανε σε έναν γκρεμό χωρίς αντίλαλο
και από τότε
βλέπουν την συνεχεία εντός μου
Ρίξε μου μια αγάπη
να ανέβω!

23 ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

3

Έχεις μια ρωγμή στην πάνω αριστερή γωνία
Δεν ξέρω αν θυμάσαι
Εγώ ποτέ δεν ξέχασα
όταν στα δεκάξι μου
στάθηκα απέναντι σου με ένα λάβαρο
Και μ’ έναν έρωτα με τις ξανθές πλεξούδες του
Εσύ μόλις ξυπνούσες
Είχες πιει πολύ, πρώτη φορά
το περασμένο βράδυ
κοιτάζοντας μια αόρατη πανσέληνο
Τρέκλιζες, είχες θολή τη σκέψη σου
Βαριόσουνα να πεις ακόμα ένα ψέμα
Και μου ’στειλες κατάμουτρα
την άρρωστη αλήθεια
Τότε το χέρι μου οργίστηκε
Κι έχωσε την κόκκινη καρδιά του
επάνω αριστερά σε μια γωνίτσα σου

13

Πάντα παραμόρφωνες το μέλλον που ερχόταν
Του άλλαζες σχήμα, πρόσωπο
Τα μάτια διαστέλλονταν τρομαγμένα
και το λεπτό ευλύγιστο κορμί
μεταμορφωνόταν σε υπερβολική αμφιβολία
Ύστερα έσβηνες το φως
κι απέμενες μια λεία ουδετερότητα
μες στην αδιόρατη κατάβασή

ΕΡΩΣ ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ

ΙΙ

Δεν κοιμήθηκα, δεν έχω πεθάνει
Τεχνητό μάλλον κώμα με κρατάει πρίγκιπα
σ αναμονή για το φιλί της ζωής
Αλλιώς θα με είχα ήδη σκοτώσει
με ευθανασία αγίνωτων καρπών
Εσύ καλπάζεις με το κουτσό σου άλογο
πανοπλία τρύπια από τον άνεμο
την ώρα που τα βήματά σου σβήνουνε στην έρημο
Αντικατοπτρισμός
Με παραισθήσεις δεν αισθάνομαι Χιονάτη
.

Η ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΝ (2014)

ΕΝΟΧΕΣ

Μην τις κοιτάς
Δεν έχουν πρόσωπο
για να κοιτάξουν στον καθρέφτη
Δεν έχουν μάτια
να μην ακούνε τις σιωπές
που ζωγραφίζονται στους τοίχους
Είναι μπογιές με ακαθόριστα υλικά
Με χρώμα νοθευμένο
Σε μια αντίστιξη του γκρι που επιμένει
Κι όταν καθίσουν στο τραπέζι
δήθεν προσεύχονται
ο’ ένα Θεό που συγχωρά το ασυγχώρητο
Ύστερα τρώνε φλυαρώντας δυο μπουκιές από τη μνήμη
Ψίχουλα μένουν και τα ρίχνουνε σε γάτες και σκυλιά
να ‘χουν να λένε πως αγαπούνε τη ζωή
Κάποτε σβήνουν το κερί
Φεύγει και το χλομό ημίφως
Τον έρωτά τους αγκαλιάζουν στο σκοτάδι
λίγο προτού γεννήσουν έναν ακόμα θάνατο 

ΜΕΡΙΔΙΟ ΜΙΑΣ ΝΥΧΤΑΣ

Πέντε ώρες πριν από το χάραμα
καθόμουνα α’ ένα τραπέζι
Και με κουζινομάχαιρο
έκοβα τη νύχτα σε μερίδες
Για τους ληστές και τους φονιάδες
γι’ αυτούς που προσκυνάνε τ’ άδικο
στήνουνε λιτανείες
τις ανομίες όλες περιφέροντας
μήπως κι αγιάσουν
Κι ως το πρωί μετρούσα τα υπολείμματα
Κι ήταν ακέραιη η νύχτα στο σεντόνι μου

ΥΠΟ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ

Ωραίο το κέλυφος
Επίχρυσο κάλυμμα
Μικρή χαραμάδα για την εισροή οξυγόνου
Γυάλινος θόλος για μια υποψία ουρανού
Μέσα φιλάσθενη μια πεταλούδα
περιμένει το σύνθημα για να πετάξει
Το κέλυφος πρέπει κάποια στιγμή να ανοίξει
αν το ορίσουνε Θεοί και ημίθεοι
με κεραυνούς και δωρεές

ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ ΥΓΡΕΣ

Η χαλασμένη στέγη κάποιας σύναξης
άνοιγε πού και πού το πέρασμά της
σε μια ψιλή βροχή
υγραίνοντας τις λίγες λέξεις
που μαλακές πέφτανε
επάνω στις κλειστές αισθήσεις
Ριγούσανε εκείνες σαν παρθένες
που κάναν έρωτα
πρώτη φορά με την ψυχή τους

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Κοιμήσου μικρή μου πόλη
με όλα τα φώτα σου ανοιχτά
Τώρα που δεν αχούν τους ήχους οι άνθρωποι
εσύ απερίσπαστη θε να κοιτάξεις τις ρωγμές
τις γρατσουνιές πάνω στους τοίχους
Κάπου το συρματόπλεγμα έχει σχιστεί
και μια καρδιά σε σχήμα τριαντάφυλλου
ανάσκελα ατενίζει τ’ άστρα
Κοιμήσου μ’ ανοιχτές προθέσεις
Ως το πρωί σαν υπνοβάτης
θ’ αντανακλάς την ύπαρξή σου

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Η ευτυχία γράφεται με ήττα
Πολλές φορές θα πέσεις
στα πεδία των μαχών σου
ανυπεράσπιστος και κάποτε δοσίλογος
με άναρθρες στιγμές
Κι άλλες φορές θα κλείσεις στο κελί τους
δυο τρεις μικρές επαναστάσεις
και τις σημαίες θα διπλώσεις
μην τις ερωτευτεί ο άνεμος
Η ευτυχία γράφεται ανορθόγραφα
Χωρίς κανόνες δίχως τονισμούς
Σαν λέξη μονοσύλλαβη
Σαν δίφθογγος χωρίς διαλυτικά 

ΕΠΙΒΙΩΣΗ  I

Τα πρωινά καταδύομαι
στη βυθισμένη μέρα της μεγαλούπολης
Στα καταστήματα υπάρχει έλλειψη
από φιάλες οξυγόνου
Μαυραγορίτες εξαγοράζουν τη συνέχεια
διεκδικώντας τις τελευταίες χρυσές ελπίδες μας
Καταδύομαι κρατώντας μονάχα την αναπνοή μου
δασκαλεμένη να κρατώ σιγή ιχθύος

ΕΠΙΒΙΩΣΗ  II

Επιχείρηση διάσωσης
Ούρλιαζαν μες στη νύχτα τα πυροσβεστικά συνθήματα
αγνοώντας τη βιολογική καύση των ονείρων μας
Πονάνε οι αποξηραμένες θλίψεις;

ΜΝΗΜΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Έσταζε η βρύση από τη μνήμη
Χρόνια δεν μ’ άφηνε τις νύχτες
να κλείσω απ’ έξω τη φωνή μου
Εκνευριστικές οι υπενθυμίσεις της
Τιπ ταπ εικόνες θορυβώδεις
Λόγια που ξύριζαν τα όνειρα
Φωτογραφίες που αλλοίωναν το σώμα
και σκοτεινές φιγούρες πρόβαλλαν
Η μουσική από τη διπλανή απουσία
μία κραυγή στη διαπασών
Έξω ο κόσμος κυοφορούσε τη ρουτίνα του
Το νέο παιδί γεννιόταν λερωμένο
ατάιστο, απότιστο
με μάτια αιωνόβιου θανάτου
Σηκώθηκα απ’ τη σκέψη με μισόκλειστη την πρόθεση
ψάχνοντας για διακόπτες φωταγώγησης
Θα πρέπει να ‘χαμε διακοπή ηλεκτρικού
όπως συμβαίνει μετά την καταιγίδα 

ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΩΣ ΠΑΡΑΛΟΓΑ

Γεννιόμαστε με δυο δάχτυλα κρασί στις πεθυμιές
Οι ώρες μας χορεύουν ζαλισμένες εξαρχής
0 κόσμος μας ανάποδα γυρίζει
από τη δύση ως την ανατολή
Για τούτο ζούμε πρώτα στο σκοτάδι
Μετά σαν άτυχοι ορειβάτες
στο πεπρωμένο μας επάνω γαντζωνόμαστε
Αρχίζουμε για λίγο την ανάβαση
μέχρι τις παρυφές της λογικής μας

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΜΙΑΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ

Έχουν εκλείψει πια τα κεφαλαία γράμματα
ΣΤΟ καθημερινό μας λεξιλόγιο
γράφουμε μόνο τις μικρές μας πράξεις
χωρίς τελείες και εισαγωγικά
πάμπολλα τα ερωτηματικά που παραλείπονται
χωρίς να είναι ευκόλως εννοούμενα
παρά μονάχα προσποιούμενα
πως δήθεν συνοδεύονται από θαυμαστικά

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΑΡΡΗΞΗ

Η μουσική τρυπάει τον μανδύα της νύχτας
Σαν κλέφτης ψάχνει για τα τιμαλφή της μέρας
Παλιά κειμήλια
Μοντέρνα αξεσουάρ
Ποτέ δεν θα τελειώσει
η φιλαρέσκεια της πλήξης

ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ

Έξω στους δρόμους μια φωνή ξυπνά
Μικρός λυγμός
μεγάλη ήττα κάποιας νύχτας
που ανακατεύει τα σεντόνια μου
Κανένας πλέον δεν μπορεί να κοιμηθεί
Η τελευταία μας βόλτα στο φεγγάρι
περιφορά μας σε μια έκλειψη
μας έριξε στην έρημο
σαν επαναστατημένους δορυφόρους
Πες μου πως θα φωνάξει δυνατά ετούτος ο λυγμός
Πες πως θα γίνει δάκρυ σαν σταγόνα
επάνω σε θολό καθρέφτη
που όταν πέφτει
μια ρωγμή σκαλίζει προς τα ενδότερα
ίδια με πέτρα που χαράζει την οργή της 

Η ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΝ

Χορεύω στις μύτες στιγμών
Μπαλαρίνα χωρίς ισορροπία αισθήσεων
μονάχα παραισθήσεων
Ο κόσμος είναι ωραιότερος
όταν αντίστροφα τον περιγράφεις
Απ’ το Ωμέγα με επιφώνημα το Ω!
ως το στερνό μας Άλφα της μεταμέλειας
.

ΔΙΜΕΡΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑ (2013)

Τις Κυριακές αφήνω ένα πουλί ελεύθερο να φύγει απ το στήθος μου
να φτερουγίσει πάνω στις κορυφογραμμές των δισταγμών
***
Δεν κάρπισαν τ’ αμπέλια μου, κρασί δεν ήπιε η λογική μου
Ποτέ τρεκλίζοντας δε βγήκε η ανεράδα μου να ζωγραφίσει τη ζωή μου
***
Αφηνιασμένα άλογα απ’ την καρδιά ξεχύνονται, στα σύνορα κινάνε
Να ξεπερνούν στα λόγια και τις λογικές, τους ισολογισμούς του κάθε χρέους
***
Τα πέλαγα που έζησα ήτανε θάλασσες κλειστές με βράχια γύρω
Δε με ταξίδεψαν, μονάχα με ξεβράσανε κουφάρι στις ακτές του τέλους
***
Σβήνει η μέρα τούς κρατήρες που ανάψαν τα φεγγάρια
Μια χούφτα λάβα απομένει να λιώνει τα φορέματα του ήλιου
***
Με δυο φτερά στα πόδια και σία χέρια πετάω πάνω απ’ το βράχο
που μυτερό κι ολόρθο έστησε στο δρόμο μου ο φόβος
*** 
Κομμένες ήτανε σία δυο οι ώρες της πορείας
Ένα κομμάτι για τη θέληση κι ένα για την προκοπή του κόσμου
***
Τεχνίτης ήμουν με την έγνοια της διαύγειας και πάσχισα
της άμμου τις ρυτίδες απ’ το χρώμα του γυαλιού να αφαιρέσω
***
Τη μουσική μου έβαλα στο γέλιο ενός παιδιού
να ηχολογεί στα βήματα του μέλλοντος
***
Με ένα γλάρο στο κρυφό το χτυποκάρδι μου ταξίδεψα
σε ουρανό και θάλασσα ανάμεσα κρατώντας το γλαυκό της νηνεμίας
***
Πελώριες οι νύχτες κρατούσανε φεγγάρια σε ομηρεία
Μικρές οι μέρες λευτερώνανε του ήλιου τις αχτίδες σ άλλο Σύμπαν
***
Προσεκτικά θα συλλαβίσω δύσκολα φωνήεντα
προσέχοντας τα δίφθογγο σε κάποιες διασταυρώσεις 
***
Έρωτας πειρατής ήρθε και ρήμαξε της νιότης τα προικιά
κουρέλια μιας καρδιάς αφήνοντας στο πέρασμά του
***
Τα βράδια πέφτουν με τους ψίθυρους της μέρας
κι αναχωρούν με τις κραυγές αναμετρήσεων
***
Κράτα εκείνη την αγάπη, που φτερά σού δίνει σαν τον Ίκαρο
μα ποτέ σιμά στη φλόγα δε σ’ αφήνει, να μη λιώσεις
***
Λόγια σαν χάντρες κομπολογιού πήγανε κι ήρθανε σε χείλη αργόσχολα
Μέχρι που γίναν όπλα να σκοτώσουνε αθώους κι ένοχους αντάμα
***
Σαν άλογα καλπάζουνε τα χρόνια σε χλωρά λιβάδια
ποδοπατώντας άνοιξες για να ‘μπει αξιοπρεπές ένα φθινόπωρο
***
Φυλάκισε μια κόρη μνήμη στο πιο ψηλό του κάστρου του παράθυρο
να αγναντεύει ολημερίς αγάπης σταυροφόρους
***
Το άγαλμα του Μεγάλου Στρατηλάτη όρθιο μες στην πτώση μας
κρατούσε τη λευκή του μάρμαρου γυαλάδα στα σκοτάδια
***
Ατέλειωτες ώρες κρατούσανε στα δίκτυα τους μια ευκαιρία
μα εκείνη σπαρταρούσε επώδυνα αρνούμενη την παράδοσή της
***
Κάπου ανάμεσα στη νιότη και στην ωριμότητα
ζύγιασα του δρόμου τις στροφές πίσω μου κι εμπρός μου
***
Με το φουστάνι μιας μικρής απόδρασης βγήκε μια βόλτα το φεγγάρι
τη μέρα να ‘βρει που πολλά τού ιστορήσαν για το φως της
***
Περαστικές χαρές, αξεπέραστες θλίψεις, διαπερατές ευτυχίες
κεντήσανε κλωστή κλωστή των χρόνων τα προικιά
***
Ό,τι αγάπησε το μίσος μου το βάσταξαν δέντρα δίχως καρπό
Με φύλλα μόνο πού ‘πεφταν κατακαλόκαιρα στο χώμα της ξηρής προοπτικής μου
.

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΕΝΟΣ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΥ ΕΡΩΤΑ (2012)

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΟΝΕΙΡΟ

Το μικρό μου όνειρο
Το έπλυνα, το έντυσα
Του φόρεσα μια κόκκινη καρδιά
Μία χρυσή κορδέλα στα φτερά
Κι ύστερα
Μ’ ένα φιλί στον ήλιο κατευόδιο
Το έστειλα στο πρώτο του ταξίδι
Και τώρα νέα περιμένω να μου στείλει
Από τη χώρα των ευχών
Την ένταση των προσευχών
Από τ’ απρόσμενο, τ’ ασύλληπτο
Το ευλογημένο το νερό του κόσμου

Τ’ΑΔΟΚΙΜΑΣΤΟ

Ξύλινο παγκάκι σ’ ανθισμένες λέξεις
Από στόματα με τα κόκκινα κεράσια της νιότης
Αγκαλιές με τρυφερότητα παρθένου δισταγμού
Χέρια που διψούν για ένα άγγιγμα στη νέα προοπτική
Κι ένας μικρός φτερωτός άνεμος
Χαϊδεύει τα μαλλιά κυματίζοντας το πάθος του
Μέσα στα δάχτυλα
Που συγκρατούν ακόμη η συστολή και τ’ αδοκίμαστο 

ΠΕΡΙΦΟΡΑ

Η τροχιά σου παραμένει ελλειπτική
Να συντηρεί τις εποχές στο σύστημά μου
Κι εγώ Ήλιος αδύναμος, χλωμός
Αμετακίνητος στις τρυφερές εξάρσεις της αγάπης
Προσμένω τη δική σου κίνηση
Περιφορά του Άγιου Έρωτα και λιτανεία της ψυχής

ΚΑΘΕΤΩΣ ΚΙ ΟΡΙΖΟΝΤΙΩΣ

Στα ερωτικά σταυρόλεξα
Ας μη δίνονται οι λέξεις
Οριζοντίως και καθέτως
Περιορίζεται η έκταση του πάθους
Σε μία μόνο στήλη
Σε μια μόνο γραμμή
Τη στιγμή που ο έρωτας που γέννησε
Μονάχα η ματιά της Αφροδίτης
0 έρωτας που δεν υπόκειται σε πενιχρές απομιμήσεις
Και σε ελεύθερης μετάφρασης φτωχές διασκευές
Ξεχύνεται μονάχα διαγωνίως
Καταλαμβάνοντας όλες τις στήλες
Όλες τις γραμμές
Κι όλες τις κορυφογραμμές
Των αντιστάσεών μας

ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

Ανίατη μέρα
Αρρυθμίες αισθημάτων
Ανεπάρκεια συγκινήσεων
Σμίκρυνση χαμόγελου
Μεγέθυνση επιφύλαξης
Το βράδυ αναμένεται βελτίωση της ασθενούς μας προοπτικής
Όταν ο κόσμος θα ξυπνά
Απ’ της συνήθειας το λήθαργο

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Ήταν το αίμα τάχα που ποτέ μου δεν εκοίμισα
Ακόμα και σαν ήρθε πολιορκητής ο χρόνος
Επάνω σ’ ένα μύθο
Που απέτρεπε της φύσης την επέλαση;
Ή μήπως ήτανε η κουρασμένη του Μενέλαου ανάσα
Δίπλα στα ξάγρυπνά μου μέλη
Στις διεσταλμένες πόθων διαδρομές;
Ίσως και να ’ταν αρκετή η μέρα
Που μες στου Πάρη τη ματιά κυλούσε
Με τις λιακάδες όλες
Με το σφυγμό πιο δυνατό απ’ τη συνήθεια
Και τα φιλιά πιο νοτισμένα απ’ τους ξηρούς συμβιβασμούς μου

ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Στη σπηλιά που έχεις κρυφτεί
Μαζί με την αντίστασή σου
Έξοδος είναι η είσοδός σου
Για τούτο κι επιβάλλεται
Πλησιάζοντάς την να έχεις γνώση
Αν την απόφασή σου επανακαθορίζεις ισχυρότερος
Ή αν την έξοδο κινδύνου πλησιάζεις

ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ

Στη φωτιά καίει το τελευταίο μας φιλί
Έξω κρατιέται ο καιρός από ’να σύννεφο
Που ερωτεύτηκε τρελά το καλοκαίρι
Μα εκείνο παίρνει τις καυτές του ώρες αγκαλιά
Σε παραλίες μακρινές μονάχο ταξιδεύει
Στέλνοντας μόνο καρτ ποστάλ της απουσίας του
Την ευτυχία σε μικρές συσκευασίες ηλιοφάνειας
Τις ώρες που μια Αγάπη βιαστική
Στης καρδιάς μας τις διαβάσεις
Αδιάφορα περνά κοιτάζοντας μπροστά
Ενώ εμείς προσμένουμε ξανά
Τη φωτεινή οδοσήμανση
Που τρέφει η προσδοκία

ΛΕΞΗΜΑ

Οι προθέσεις σου δεν είχαν λέξεις
Μείναν στο λέξημα
Κι έτσι το αγαπ-
Δεν έγινε αγάπη κι αγαπώ
Αλλά αγαπημένη ανάμνηση
Σε μια εταζέρα
Μ’ ασημένιες περιδέσεις του ανέφικτου
Και το ερωτ-
Έρωτας δεν εγίνη
Ερωτηματικό προέκυψε
Ένα στην αρχή πολλά μετά
Που θέριεψαν
Σαν γόπες βγήκαν πεινασμένοι
Και ζώσανε σφιχτά την απουσία σου
Τρώγοντας απ’ της ψυχής μου το κορμί

ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ

Στο τετράδιο μιας ανάμνησης
Με γράμματα μουντζουρωμένα
Καταλήξεις ανορθόγραφες ρημάτων
Γράφτηκε το τέλος της πέμπτης εποχής
Δεν ήτανε καλοκαιριά μα μήτε άνοιξη
Δεν ήτανε χειμώνας
Μα δε μύριζε φθινόπωρο
Καιρός παράξενος
Με της ερήμου τη σκληρή εναλλαγή
Βραδιές της απουσίας σου με τύλιγε το ψύχος
Στιγμές της παρουσίας σου
Μαστίγωνε τις ώρες η φλόγα των ονείρων
Ώσπου το δέρμα μου δεν άντεξε ετούτη τη μετάλλαξη
Τη συνεχή προσαρμογή στις διαθέσεις των ματιών σου
Την αλλαγή στις μεταπτώσεις των χεριών σου
Και έσκασε στο χρόνο μέσα
Με τις μικρές εκρήξεις ελεγχόμενης οργής
Με απαλές εντάσεις πικραινόμενης στοργής

ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ

Πόσα παιδιά γέννησε η συνέχειά μας
Πόσα παιδιά φόνευσε η απάθειά μας
Σε πόσους στίχους τραγουδήσαμε τον έρωτα
Σε πόσες λέξεις εξοντώσαμε την αγάπη
Μετράω τ’ αμέτρητο
Λογαριάζω το άλογο
Σταματώ στο παράλογο

ΤΑ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Τα νεκρά σαλιγκάρια στις υγρές αυλές
θαρρώ πως μοιάζουν με τους χαμένους έρωτές μου
Μία ζωή κουβάλησαν στην πλάτη
Το κέλυφος της προστασίας τους
Μ’ αγνόησαν το βήμα του απρόσκλητου διαβάτη
Στο μικρό παράδεισο που σέρνονταν αδύναμα
Κυρίως όμως θανάσιμα ανυποψίαστα

ΕΚΛΕΙΨΗ

Έκλειψη αγάπης
Για άλλη μια φορά
Ανάδρομοι πλανήτες μες στην πλάνη μου
Παλεύω απ’ το μηδέν να κρατηθώ
Κι απ’ το ελάχιστο που πρόφταξα
Πριν απ’ το θάνατο του Ήλιου ν’ αγναντέψω
Είναι μικρές οι ρίζες και πικρές οι διαδρομές τους
Άγονος καιρός που διώχνει τη βροχή του κόσμου
Ξηρές οι μέρες πιότερο στεγνώνουνε τη δύναμη της γης μου
Λέω πως θα ’ρθουν ώρες
Ν’ ανθίσουνε καινούριες μυρωδιές
Απ’ τις αγάπες που δε μ’ αξίωσε ακόμα ο χρησμός μου
Κι έτσι
Από τούτα τα άβγαλτα κλαδιά κρατιέμαι
Πιο δυνατά, πιο στερεά από ελπίδα
Πιο ανοιξιάτικα απ’ την πρώτη του χελιδονιού φωνή

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ

Έγειρα σε μιαν ανάμνηση επάνω
Προσμένοντας ν’ ακούσω πάλι
Τa ιδιαίτερα φωνήεντα
Που ήξερε κάποτε να γράφει
Στ’ αλφαβητάρι των αισθήσεών μου
Μα εκείνα, σαν ξεκούρδιστα πια σύμφωνα
Σε γλώσσα ξένη, ακατανόητη
Προσπέρασαν αδιάφορα την καινούρια μου τη μέρα

ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Κορίτσι με τα ηλικιωμένα μάτια
Με τις πατούσες σου επάνω στις ξηρές
Του χρόνου κίτρινες πευκοβελόνες
Τα χείλη σου ξηρά από κρασί που δε γεύτηκες
Κάθεσαι μες στη σκέψη σου
Διαβάζοντας μικρά ημερολόγια
Από μεγάλες μέρες
Ενώ την πόρτα σου κτυπά ελαφρά
Ένα τραγούδι απ’ την τελευταία θάλασσα που σε ταξίδεψε
Κόρη με το σκουριασμένο πέρασμα
Του ήλιου επάνω στα φθαρμένα τα παντζούρια του έρωτά σου
Στέκεις ολόρθη στο κατώφλι της αδράνειας
Κρατώντας ένα μαραμένο τριαντάφυλλο
Με ευωδιές ατέλευτες
Που σου μυρώνουνε το σούρουπο του κόσμου

ΣΧΗΜΑ Α-ΣΧΗΜΙΑΣ

Κύκλοι τετράγωνα τρίγωνα μέσα στη μέρα μου
Αναταράζουν τις καμπύλες αισθημάτων
Τις εσοχές απόκρυψης μιας αδυναμίας
Την ωραιότητα μιας άγνοιας αποσυνδέουν
Από προσπάθειες λεπτής ισορροπίας
Έτσι που κάθε σχήμα ά-σχημο προκύπτει
Εύπλαστο σαν συνείδηση ασθενική
Η αποκάλυψη ντύνει τη μέρα με καημό
Και η παράσταση αρχινά
Με νοθευμένες ερμηνείες

 

ΦΤΩΧΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ

Κι είναι νωρίς για να σωπάσει το αίμα
Κι είναι αργά για να ξανάβρω την αρχή μου
Και στο μεταίχμιο παλεύω για κανονικές αναπνοές
Εισπνοές, εκπνοές σ’ εκγύμναση ψυχής
Μέχρι που πνίγομαι σαν μανιώδης καπνιστής
Στις καταχρήσεις μιας φτωχής συναλλαγής

Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: Αλλάζοντας τη ροή του πόνου
Σε μια πανσέληνο πληγώθηκε η αγάπη
Τα δάκρυά της θρέψανε τις ασημένιες φεγγαριού πνοές
Κι αυτές, ευαίσθητες χορδές
ΣΤΟ πέλαγο της λύπης πέσανε
Τα φουρτουνιασμένα λόγια ψιθυρίζοντας μ’ έναν υγρό καημό
Σε μια πανσέληνο γυμνώθηκε η ζωή
Απ’ τα στολίδια ενός πλανόδιου έρωτα
Που τον προσμένανε στις γειτονιές
Οι κοριτσίστικες πλεξούδες του ονείρου
Μ’ αυτός με τις πραμάτειες του όλες λοξοδρόμησε
Αφήνοντας τα χέρια αδειανά απ’ της Θεάς την προσφορά
Κάθε που το φεγγάρι ταξιδεύει στην πληρότητά του
Μια θλίψη λύνει τη σιωπή της
Με κρουσταλλένια δίφθογγα μικρής εξομολόγησης
Στην αύρα μέσα μιας θαλάσσιας συγχορδίας
Με μουσικές σε ύφεση καρδιάς

ΜΗ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΗ

Σοβαρής μορφής εξάρτηση
Μη αναστρέψιμη αγάπη
Σε τούτο το βασίλεμα καλοκαιριάς
Του κόσμου και της ζήσης
Κι έτσι
Καθώς φθινόπωρο κουρνιάζει στον αγέρα
Καθώς τα φύλλα ετοιμάζονται
Για πλήρη υποταγή στο θείο χώμα
Παίρνω ανάσες απ’ το άρωμα του κάμπου σου
Δροσοσταλίδες απ’ το πρώτο ξέσπασμά σου
Σε άσπρο σύννεφο τις κλείνω
Κι αυτό σαν αίνιγμα χαμογελά
Θερμαίνοντας τις έκπληκτες αισθήσεις μου
Περνώντας πότε πιο ψηλά
Και πότε χαμηλότερα
Από το χάδι σου που όλο και σιμώνει
Απ’ το επερχόμενο φιλί σου
Από τις φλογισμένες μου αναμονές
Εμπρός στο αναπάντεχο ετούτο δώρο
Θεού ξεστρατισμένου

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ημιτελής δεν έζησα ποτέ
Ολόκληρο το μήλο κυνηγούσα
Όλες τις κόκκινες δαγκωματιές βιαζόμουν να γευτώ
Και στην ψυχή μου μέσα ημιθανής δεν άντεξα στο ελάχιστο
Τη στρογγυλάδα ήθελα και πάλι να αγγίξω
Στον κύκλο μέσα αγνοείς το τέλος
Τα δάχτυλά σου δεν το ψηλαφούν αχρείαστα, ασυλλάβιστα
Κι ούτε και γύρεψα σ’ άλλους σταθμούς
Το γύρο της καρδιάς μου να ναυλώσω
Σε τούτο εδώ τον ήλιο κυνηγούσα τις σκιές μου
Ακολουθούσα μια φωνή που πρόσταζε αδιάκοπες πορείες
Εντελώς στο ηχόχρωμά της αφημένος
Εντελώς του τέλους μαχητής
.

ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ (2011)

ΧΑΪΚΟΥ

ΠΡΟΣ ΕΛΕΝΗ

Ωραία ήσουν
μέχρι του Μενέλαου
το στερνό φιλί

ΠΕΡΙ ΘΥΣΙΩΝ

Ποτέ δεν ήρθε
ο ούριος άνεμος
Ιφιγένεια

Η ΑΛΛΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Δεν επιστρέφω
σε Ιθάκες που μείναν
χωρίς μνηστήρες

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ

Αν δεν ακούσεις
μια σιωπή στη ζωή
δε θα φωνάξεις

ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

Για μια Χιονάτη
φυγάδευσαν τα μήλα
απ’ την αγάπη

ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΡΑΣ

Υποχωρώντας
η αλήθεια σκόνταψε
σε λίγες τύψεις

ΑΥΤΟΔΙΚΙΑ

Ο αυτόχειρας
ποτέ δεν πήρε χάρη
απ’ την ψυχή του

ΦΥΣΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Αγάπης ήχος
ταξίδεψε γρήγορα
σ’ ένα σου βλέμμα

ΣΥΝΕΠΕΙΑ

Δεν επέτρεψα
την παρακαμπτήριο
στα όνειρά μου

ΕΛΞΗ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ

Ερωτευμένος
ένας μύθος τριγυρνά
σε μιαν αλήθεια

ΑΦΟΤΟΥ ΕΦΥΓΕΣ

Ραδιόφωνα
καλύπτουν τους οδυρμούς
του φονικού σου

ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΝΘΟΦΟΡΙΑΣ

Δεν ανθίσανε
λουλούδια που έμειναν
χωρίς χειμώνα

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Οι Πηνελόπες
διαβάζουν το μέλλον τους
στο παρελθόν τους

ΠΡΟΣΠΟΙΗΣΗ

Αβρόχοις ποσί
διήλθε ωκεανούς
αγκομαχώντας

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

Όταν βραδιάζει
μια ανάμνηση σκύβει
στα σεντόνια μου

ΔΙΑΤΤΟΝΤΕΣ ΑΣΤΕΡΕΣ

Κοίταξε τα’ άστρο!
Πέφτει καβάλα σε ευχές
μετανοούντων

ΑΓΩΝΑΣ

Εντός ή εκτός
κράτησα τη ψυχή μου
επί τα αυτά

ΟΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

Μετά τη βροχή
ξυπόλυτο γυρνούσε
το όνειρο μας

ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ

Στη νύχτα μέσα
έκλαιγε ένας ήλιος
που ξεστράτισε

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΖΩΗΣ

Αθροίζω στιγμές
Αφαιρώ μειωτέους
Διαιρώ λάθη

ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Ζήσανε καλά
όσοι στα παραμύθια
δεν πιστέψανε
.

ΟΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΟΥ ΑΔΑΜ (2010)

ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟ

Με την πήλινη του σάρκα
Κυρίως, όμως, με την πήλινη καρδιά
Πορεύτηκε σε στέπες και ερήμους
Σε σαβάνες με τα θηρία των ψυχρών του λογισμών
Ψάχνοντας για τα εδέσματα της ευφορίας
Βρέθηκε ακόμα και στους πάγους
Δοκιμάζοντας τις αντοχές του σε όλα τα υπό
Στους τριακόσιους βαθμούς Κελσίου
Χαράχτηκε η άνυδρη ψυχή του
Μαράθηκαν καρποί και άνθη
Που παλεύαν από καταβολής αγάπης να φυτρώσουν
Σε κανονικές για την εποχή θερμοκρασίες
Έγραφε στίχους στη μουσική της θείας αύρας
Νήστευε τον ύπνο που ξεστράτιζε σε λήθαργο
Ήξερε ν’ αγναντεύει πέρα απ’ τους κλειστούς ορίζοντες
Με τα καράβια σαν κουκκίδα ανήμπορη
Ν’ αντέξει τρικυμίες και καρχαρίες
Με την πήλινη μου σάρκα
Κυρίως, όμως, με την πήλινη καρδιά
Πορεύτηκα και πορεύτηκες Αδάμ
Σε τσέπες και ερήμους
Σε σαβάνες με θηρία που κατέτρωγαν
Τα πρώτα σαλπίσματα της ταπεινής ανθοφορίας μας
Βρεθήκαμε ακόμα και στους πάγους
Παλεύοντας με μείον και με πλην
Στους τριακόσιους βαθμούς Κελσίου
Θρυμματίστηκε η παλάμη της ευγενούς μας δωρεάς
Μα σε κανονικές για την εποχή θερμοκρασίες
Αφήσαμε το ελαφρύ αεράκι του Έρωτα και της ζωής
Να φυσήξει στα λευκά πανιά μας
Σαν Αίολος παραπεμπτικός
Με τους ασκούς γεμάτους περιστέρια
Να ‘χουμε να στέλνουμε στις όπου γης στεριές
Κάθε φορά που η κιβωτός της περιπλάνησής μας
Ακουμπούσε στο Αραράτ της σωτηρίας

ΕΚΠΤΩΤΟΣ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Χρειάζεται μια άγνοια για να χτιστεί ένας Παράδεισος
Να κρατηθεί έστω σε απόσταση ασφαλείας
Απ’ τους καταραμένους όφεις
Όταν οι Εύες ανεμίζουνε τη χαίτη τους
Με τίναγμα ηδονικό πίσω απ’ τον ώμο
Το μήλο γίνεται πιο κόκκινο
Η γνώση πλανεμένη κι απαστράπτουσα
Αποκοιμίζει το γαλάζιο κύμα των ουράνιων αισθήσεων
Και μένει μόνο η αφή για το νερό, το χώμα, τη φωτιά
Μα…
Αν είναι να βραχείς, βρες του ωκεανού την πιο βαθιά Αγάπη
Αν είναι να χτιστείς, ψάξε για στέρεα υλικά υποταγής
Κι αν είναι να καείς,
Άσε τη στάχτη σου να ντύσει τις ψυχές των λουλουδιών
Στη μετενσάρκωση του Λόγου και του Πνεύματος

ΣΗΜΑΔΕΥΟΝΤΑΣ…

Πήρε το τόξο, πήρε τη φαρέτρα με τα βέλη
Κοίταξε μια τον ουρανό και μια τη θάλασσα
Δεν ήξερε προς τα πού να σημαδέψει
Τ’ άστρα ή τα κύματα
Ώσπου κι απόκαμε στη σκέψη μέσα
Στον ίσκιο μιας ελιάς ακούμπησε το δίλημμα
Ως το πρωί μετρούσε την απόσταση
Ύστερα, λίγο πριν χαράξει
Το τόξο τέντωσε προς τη Μητέρα Γη
Εκείνο ρίζωσε και γίνηκε δεντρό
Που τραγουδάει κι απλώνει ρίζες προς τα κύματα
Που χαιρετάει με τα ακρόκλωνα τη σκέπη τ’ ουρανού

ΓΕΛΙΟ ΠΑΙΔΙΟΥ

Το γέλιο του παιδιού
Κατρακύλησε ένα πρωί από τη στέρνα
Τόπι που πιάστηκε για λίγο
Στ’ ανοιξιάτικο χορτάρι
Στο καθρέφτισμα τ’ ουρανού
Επάνω απ’ την ερωτευμένη λίμνη
Σύρθηκε ως τα κλειστά παράθυρα
Τις σκούρες, σκονισμένες κουρτίνες
Δεν άνοιξαν
Μα τώρα ξέρουν πως εκεί έξω
Η μέρα κυνηγάει την Αλήθεια της
Και τα ξανθά λουλούδια
Γεννάνε το αντίδοτο του Τέλους

ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΑΠ’ ΤΟ ΣΥΝΗΘΕΣ

Απ’ την αρχή σου το ‘πα
Στο μαιευτήριο των αιώνιων αισθημάτων
Η αγάπη μας δεν ήτανε αυτή που μας εδόθη
Βρέφος πανομοιότυπο με το σύνηθες
Στο κλάμα και στον ύπνο
Ανταλλάχτηκε μες στη στενή θερμοκοιτίδα της ανάπτυξης
Με άλλο, πιο προσηνές, πιο δεχτικό
Στις αναταράξεις της παιδικής του κλίνης
Εμείς έμελλε να ζήσουμε με το σεισμό των λέξεων
Μα πρόλαβε ευπαθής ο σεισμογράφος
Να προειδοποιήσει για τη μελλούμενη κατάληξη
Ώστε να πάρουμε τα μέτρα μας
Να θωρακίσουμε το μέγεθος της ευτυχίας μας
Απέναντι στην επίφοβη σπανιότητα του δώρου

ΠΕΡΙ ΦΘΟΡΑΣ

Παρακαλώ, περάστε, καινούριο είναι το κατάστημα
Εδώ και μέρες έχω προσέξει τη φθορά των προσωπείων σας
Πόσο αρνούνταν πλέον να κρύβουν την αλήθεια σας
Λίγο η βροχή που έπεσε καθάρια το πρωί
Χωρίς τη λάσπη απ’ τις μέρες της ερήμου
Λίγο η θάλασσα που ξέβρασε προώρως
Τα μπουκάλια με τα διφορούμενα μηνύματά σας
Και ιδού τώρα η ανάγκη της αμέμπτου επαλήθευσης
Περάστε κι αγοράστε τη συνέχεια της πλάνης σας
Σε χαμηλές τιμές πωλείται η απεμπόληση
Οι μαύρες σας σελίδες επιτήδεια λευκαίνονται
Τα προσωπεία αποκαθίστανται
Συνεχίζεται ο καθαγιασμός των μη μετανοούντων
Στους ναούς με τους σιωπηλούς αγίους
Γιατί κι η σιωπή με την αποσιώπηση τρέφεται κι ακμάζει

ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΙ ΧΑΡΤΕΣ

Όταν κοιμάσαι μια τύψη ξεψυχά για τις ώρες που δεν έφερες
Μια καταιγίδα για τα σύννεφα που κράτησες
Πίσω απ’ τα λόγια που ξεστόμισες
Ύστερα παίζουνε τα βλέφαρά σου σε ρυθμούς αναμονής
Στην πρώτη υποψία της καινούριας μέρας
Ξανανοίγεις τους καλά σχεδιασμένους χάρτες σου

ΝΟΥΜΗΝΙΑ

Έφτασες κατάκοπος στο τέρμα
Κρατώντας μοναχά μια μαργαρίτα
Που μάζεψες στο δρόμο
Ζυγός ήταν ο αριθμός από τα πέταλά της
Μπορούσες έτσι να καθορίζεις τη συνέχεια στο μάδημα
Προχωρώ, δεν προχωρώ
Δεν προχωρώ και προχωρώ
Μπορούσες, ακόμα και μετά από τόσα χιλιόμετρα αγάπης
Να ρυθμίζεις αναλόγως τ’ αποθέματα
Έφερες τη μαργαρίτα κοντά στην όσφρηση των έργων σου
Κι ύστερα την αντάλλαξες
Μ’ ένα καινούριο ένδυμα για την ψυχή σου
Καινούριες σόλες για τις ατέρμονες διαδρομές
Της λευκής παράδοσής σου

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ

Απολογισμός εσόδων και εξόδων
Το ταξίδι ακριβό
Πιο ακριβοί οι άνθρωποι που δε συνάντησα
Τα αισθήματα που δε μου άπλωσαν το χέρι
Σε μια τυπική έστω χειραψία
Στις αποσκευές έκλεισα
Πιότερο τον έρωτα παρά το ερωτηματικό
Κι αγάπησα πολύ και δυνατά τους δρόμους μου
Τα μονοπάτια ακόμα
Που μου χάραξαν και χάραξα μες στο πυκνό μου δάσος
Και τις πηγές που με ξεδίψασαν στο τέρμα
Σαν έσκυψα με καθαρές τις χούφτες μου
Να βρέξω μέσα τις ευχές και προσευχές μου

ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ…

Και ποιος μπορεί εν τέλει να μου μιλήσει για σένα, Αδάμ;
Ποιος μπορεί να ακουμπήσει τα δάχτυλα
Επί των τύπων των αιώνιων κραδασμών σου
Άλλοτε γίνονται ταξίδια με τον ούριο άνεμο
Απ ‘τη θυσία κάποιας Ιφιγένειας
Κι άλλοτε ρίζες γίνονται σε γη άνυδρη και στείρα
Χωρίς καμιά διαδρομή από τους χάρτες
Που ζωγράφισαν όσοι Μαγγελάνοι και Κολόμβοι
Σου περίγραψαν τα άγνωστα για σένα χώματα
Πέρα απ’ τις Ηράκλειες στήλες
Της επίπεδής σου απομόνωσης
Κι άλλοτε έρχεται πυρπολητής ο Έρωτας
Αφοπλίζοντας τις αμφισβητούμενες προσταγές
Της καθεστηκυίας νομοτέλειας
Και ποιος μπορεί εν τέλει να μιλήσει
Για σένα και για μένα
Και για όλους τους ομοίους μας, Αδάμ
Ποιος μπορεί απόλυτα να θέσει τα δάχτυλα
Επί των τύπων όλων όσων ακούμπησαν
Στη θεία πνοή του χώματός μας
Άλλοτε σαν ψιλή βροχούλα, ευεργετική για τις ανάγκες μας
Κι άλλοτε σαν αξίνα βαθιά που χάραξε
Την προστατευτική μας κρούστα
Κι ίσως ο Παράδεισος να παρέμεινε εκεί μονάχα που δεν ψάξαμε…
.

ΑΛΕΞ – ΗΝΕΜΟΣ (2010)

ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ…

ΣΚΕΨΗ ΠΡΩΤΗ

Όταν Εγώ κχ Εσύ βαδίσαμε, πρώτη φορά
Στη Χώρα των Παθών και των Ανέμων
Σε μια Πατρίδα που αφήσαμε, σε μια Πληγή που δε νικήσαμε
Όταν κοπάσανε για λίγο του Αιόλου οι ασκοί
Σαν φύσηξε για λίγο μια Ανάμνηση
Επιστροφή… που δεν ήταν
Δικαίωση… που δεν ήταν
Ντυμένες κι οι δυο την Παρηγοριά
Φορώντας μια κορδέλα περιέργεια στα λυτά τους τα μαλλιά

ΣΚΕΨΗ ΤΡΙΤΗ

Καν να’ μαι
Εγώ τώρα… Αλεξ-ήνεμος
Διώχνω για λίγο μακριά τους Άνεμους της πίκρας
Το πεπρωμένο τόσων χρόνων
Ντύνομαι μόνο τη λαχτάρα μου για σένα
Παίρνω τη νια θωριά σου
Παίρνω τη σκέψη παραμάσχαλα
Του τόπου μου τον Έρωτα στην άκρη των ματιών
Στα μέσα της καρδιάς
Και βάφω πίνακες του Χρόνου για σένα μοναχά
Εσύ, δώσε μου λίγο μόνο απ’ το δικό σου χρόνο
Λίγο απ’ το χρώμα που σε στόλισε
Η θάλασσα του Νότου
Της λεύτερης πατρίδας ο ουρανός
Κι έλα μαζί μου
Σε μια Επιστροφή… που δεν είναι
Σε μια Δικαίωση… που δεν είναι
Έλα μαζί μου
Πάνω από Πράσινες Γραμμές
Μέσα από Κόκκινες Μέρες
Εγώ θα πονέσω…
Εσύ θα μάθεις…
Εγώ θα ξαναζήσω την οδύνη και το όνειρο
Εσύ θα περπατήσεις σ’ έναν κόσμο
Που σου ανήκε και σ’ τον κλέψανε
Ποιες Μοίρες στείλανε τους άρπαγες εκείνο το πρωί
Που ξημέρωσε σαν νύχτα δίχως άστρα
Εγώ κι εσύ
Ένα Χτες κι ένα Αύριο
Στην περιπλάνηση του Σήμερα
Δώσε μου τ’ άσπρα τα πανιά που αρμενίζουν στη ματιά σου
Δώσε μου γιούλια, μενεξέδες απ’ τους δρόμους που περπάτησες
Πάρε την πρώτη μου ζωή
Πάρε την έγνοια και τη μνήμη μου
κι’ άκου…
Κοίτα…
Νοιώσε…
Τίποτα δεν πεθαίνει
Όσο υπάρχουν οι αγάπες που το γέννησαν

ΣΑΝ ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

ΕΓΩ

Ο τόπος μας
Μια θάλασσα τραγούδι
Το κύμα έπαιζε πεντοβολά
Στο κεφαλόσκαλο της άνοιξης
Μύριζε άνθια ο αγέρας
Σαν χνώτο βρέφους βυζανιάρικου
Μύριζε γέλιο το φεγγάρι
Σαν ευτυχία, λάφυρο ζωής
Τον είχαμε κερδίσει αυτό τον πόλεμο
Είχαμε στήσει τη σημαία μας
Στην κορυφή τ’ απέραντου ονείρου
Επάνω, με γιγάντια γράμματα
Σαν σύνθημα, σαν ιαχή της νίκης μας
Χαράξαμε τη λέξη ευδαιμονία
Την πήρε του Πενταδάχτυλου το λιόγερμα
Να τηνε βάψει στο χρυσό
Το κόκκινο, το πορφυρό της φλόγας
Την πήρε της Μεσαριάς το στάχυ τ’ ανεμόδαρτο
Να τηνε κάνει θρέμμα και ψωμί της φαμελιάς μας

ΕΣΥ

Της Μεσαριάς ο κάμπος ο ξανθόσπαρτος
Του Πενταδάκτυλου το στέμμα το πεντάκορφο
Τόσο κοντά
Τόσο μακριά

ΕΓΩ

Μια Κυριακή, μια σκόλη η βδομάδα μας
Στα χέρια μας οι ρόζοι της Αγάπης
Είναι γλυκός ο κάματος της γης σου
Είναι ολόγλυφος του κόπου σου ο καρπός
Ανοίγει φλούδες μες στις χούφτες σου
Απ’ το Θεό σταλμένη η ευλογία
Ανοίγει ήλιους μες στη σκέψη σου
Το δώρο της ζωής

ΕΣΥ

Ανοίγει τόξα στα ουράνια αστραπόμορφα
Ανοίγει σκέψεις της Αγάπης, της Ζωής
Όλα κοντά μου… Μακριά μου

ΕΓΩ

Θυμάμαι ακόμα τη μεγάλη μας την κάμαρη
Στη μέση άγιο το τραπέζι δισκοπότηρο
Να κοινωνούν εφτά παιδιά το κόκκινο αίμα μας
Αίμα ζεστό, σαν από νιόσκαφτη πληγή
Της γης μας οι πληγές
Που γίνονταν ψωμί κι ήσυχη ανάσα μες στη νύχτα
Κάτω απ’ την έγνοια του πατέρα
Κάτω απ’ το χάδι της μητέρας
Πνοή γαλήνια και χορτάτη, ειρηνική
Εφτά τραγούδια στα κλειστά ματόκλαδα
Εφτά νεράιδες νανούριζαν το όνειρο
Κι ύστερα γέλαγαν με χάχανα
Μέσα στα κίτρα, στα νεράντζια της αυλής
Κάναν στεφάνια τους ανθούς στα ξέμπλεκα μαλλιά τους
Βάφαν τα χείλη με της άνοιξης τους κράχτες
Βρέχαν τα βλέφαρα
Στους κρουσταλλένιους ψίθυρους φιδίσιου ρυακιού
Τα μάτια τους ασήμωναν ψιχάλες της σελήνης
Τις κόρες χρύσωναν καράβια της αυγής
Μες στ’ ακροδάχτυλά τους παιχνιδιάρικες αχτίνες
Πλάθανε κάστρα και παλάτια, γιγαντόσωμους ιππότες
Ζύμωναν χρώματα κι αγέρα
Να ζωγραφίσουνε το άπειρο
Να χρωματίσουνε το άμετρο
Να σχηματίσουνε το άμορφο
Να ράψουνε τον ήλιο στα δικά τους μέτρα
Έτσι σαν ζύγιαζαν τ’ ατέλευτο ταξίδι του
Πάνω απ’ την έγνοια του πατέρα
Κάτω απ’ το χάδι της μητέρας
Κάτω και πάνω τ’ ουρανού

ΕΣΥ

Το βιολετί, το θαλασσί, τ’ αγαπημένα μου
Αγαπημένα είναι και του ονείρου
Πορτοκαλιά και κόκκινα και κίτρινα πεφτάστερα
Στο προσκεφάλι μου τις νύχτες σεργιανίζουν
Σαν κύμβαλα αλαλάζοντα, πνοές ανέμου
Σαν σπίθες πυρκαγιάς, βάτοι καιόμενοι
Είναι βαθιά επιθυμιά τα δεκαπέντε μου τα χρόνια
Είν’ ουρανός και γη και θάλασσα και ήλιος
Είναι κλαδί της μυγδαλιάς στο καταχείμωνο
Είναι σκοπός στην άκρη των χειλιώνε
Αχτίδα που στα πούπουλα του σύννεφου όλο κρύβεται
Καιρό γυρεύοντας να βγει και να θεριέψει

ΕΓΩ

Θαρρείς κι ακούω τον πατέρα σου
Έτσι κι αυτός
Μαστίγωνε της νιότης τ’ άσπρο άλογο
Κρυφά το πεπρωμένο ν’ ανταμώσει
Τα μάτια σου… τα μάτια του
Το στέρνο του… η κραυγή σου
Μες στο περβόλι δουλευτής ακάματος
Να ιδρώνει τ’ απανώχειλο
Τ’ αρσενικού υποψία
Τ’ άσπρα μανίκια διπλωμένα ως τα μπράτσα του
Μια φλέβα να χτυπάει δώθε κείθε
Και δες
Θρασομανάει το πείσμα στου καιρού την άρνηση
Γίνεται άνθι και καρπός κάθε γυμνόκλαδο
Κάτω απ’ τον ίσκιο μιας μακάριας πεταλούδας
Δυο χελιδόνια ερωτεμένα τιτιβίζουνε
Μες στα πυκνά φυλλώματα της νιότης
Πηγαινοφέρνουνε τον άνεμο
Πηγαινοφέρνουν την αγάπη
Φωλιά να χτίσουν για το νιο, το αύριο
Στην πόρτα το στεφάνι να κρεμάσουνε
Με τριαντάφυλλα του μύρου και του πόθου
Ω ναι
Θαρρείς και βλέπω τον πατέρα σου
Δυο μάτια κάρβουνο μες στις αλάνες της ζωής
Δυο χέρια σίδερο μες στις πλατείες του ήλιου
Πετροβολούσε τ’ Άδικο και χλεύαζε τ’ Αδύνατο
Τα βράδια, εκεί στο κεφαλόσκαλο
Χόρταινε άστρα, μουσική και νυχτολούλουδο

ΕΣΥ

Άσε με ν’ ακουμπήσω την καρδιά μου στην απαλάμη σου
Άσε με να πιαστώ απ’ τα καρφιά της μνήμης σου
Επάνω να κρεμάσω τους Ιούληδες που διάβηκαν
Μέσα στη δίνη των καιρών
Μέσα στα άγνωστα γνωστά
Και στα δικά τα ξένα
Δυο στάλες άσε με να πιω
Απ’ το κρασί της νιότης σου
Τώρα που σήμανε η στιγμή
Στο χώμα τούτο που σε γέννησε
Κι εμείς αντάμα θα χωθούμε
Στης μάνας γης σου την αγκάλη
Με μια λαμπάδα τάμα για τη χάρη Του
Με δυο ποτήρια νοσταλγία
Στων Μοιροχρόνων τα γυρίσματα
Ετούτη, η άλλη μας πατρίδα
Τόσων αβάσταχτων δακρύων
Τόσων παράξενων Ιούληδων
Κοίτα! Δεν είναι σύνθημα στον τοίχο
Δεν είναι άμορφη εικόνα
Σε κάποιου δάσκαλου το στόμα
Δεν είναι μύθος στα βιβλία
Τόσων πολύπαθων σοφών
Δεν είναι μνήμη

ΕΓΩ

Είναι αίμα
Πηχτό, κόκκινο αίμα
Στο ρημαγμένο σήμαντρο
Είναι μαρμάρινη Ιστορία
Στο κουρσεμένο ακροθαλάσσι
Είναι το χώμα της παιδιάστικης ανάσας μας
Και το λιθάρι στο χτυπόκαρδο της ήβης
Πόνος, Χαμός και Κουρνιαχτός
Κι είναι παλιά φωτογραφία
Που όμηρο τη νιότη μας κρατάει
Αποδιωγμένη μες στα λάφυρα πολέμου
Ίσως ετούτα εδώ τα μάτια
Να βλέπαν κάποτε σαν και τα δικά μου
Ψυχές! Τόσες ψυχές χωρίς κορμιά
Σαν τα κριάρια ’ναι ριγμένες
Σε μιας πανάρχαιας θεότητας βωμούς

ΕΣΥ

Περνάω τη σκέψη μου επάνω απ’ το σταμάτημα του χρόνου
Επάνω απ’ τα τριάντα χρόνια της ματιάς σου
Ωραίος σαν Υμέναιος
Κρατάς σφιχτά τον κρίνο της αγνότητας
Μέσα στου άσπρου πέπλου την Ιθάκη
Της αγάπης χρώματα βάφουν τα χείλη, τη θωριά
Το σφιχταγκάλιασμα μες στο ουράνιο τόξο

ΕΓΩ

Αν ήταν εδώ…

ΕΣΥ

Είναι πάντα εδώ
Κοίτα
Τα μακριά λυτά μαλλιά, τα δυο γαϊτανοφρύδα .
Χέρια λευκά σαν αθωότητα
Σκύβουν απάνω στα σγουρόμαλλα κεφάλια
Εφτά ανάσες σμίγουνε βαθιά με τη δική της

ΕΓΩ

Μάνα! Γυναίκα! Ουρανέ!
Ήταν το Χτες… είναι το Σήμερα…
Πια δεν το ξέρω
Ροδάνι ο χρόνος μ’ ακατάλυτη Εκείνη

ΕΣΥ

Νιότη κι Αγάπη μες στο πέλαγο του Νου

ΕΓΩ

Βραδιάζει… Ακούω πέρα το τριζόνι
Και το σκοτάδι αλάργα διώχνει
Του Ήλιου το χρυσάκτινο αστέρι
Κι αυτή η άλλη μας ζωή μέσα στο σούρουπο
Μιαν άλλη γλώσσα κουβεντιάζει
Κι άλλους Θεούς δοξάζει
Σε σκύλες και γιορτές
Τάχα να ζούμε τούτες τις στιγμές
Ή ναν κρυφό ξανά σεργιάνι
Στους έρωτες τους παιδικούς
Που θέριεψαν και γίναν Πάθη
Να’ ναι ακόμα μια σκιά
Στον ύπνο έκπτωτων αγγέλων
Με στεναγμούς τη θύρα κρούουν της Εδέμ
Και το παλιό το κλέος ζητιανεύουν

ΕΣΥ

Είμαστε δω
Πέρα μουχρώνει η θάλασσα

ΕΓΩ

Πέρα μουχρώνει η θάλασσα
Και δώθε η καρδιά μας
Ίδιο το κάλλος μένει
Κι ας κλαίει κάτω από μισό φεγγάρι
Φεγγάρι κόκκινο και ξένο

ΕΣΥ

Είμαστε δω, πατάμε απάνω στις δικές σου λέξεις
Στο χώμα σκύβουμε
Φιλάμε την Αλήθεια του Ανέμου

ΕΓΩ

Δώρο πικρό μας δόθηκε
Μα τ’ άπλωσα το χέρι, τη ματιά, το άκουσμα
Αγαπάω με τις πέντε μου αισθήσεις

ΕΣΥ

Αγαπάω με τις δέκα μου αισθήσεις
Πατρίδα! Δικό σου μύρο αναπνέω
Κι είναι το άρωμά σου γλυκοβοτανο
Πνοή Μαντόνας
Πάνω απ’ της Πείνας και της Δίψας μου το βρέφος
Στα μακριά μαλλιά μου
Χύνω αφρούς απ’ τ’ ακρογιάλι σου
Κι έτσι λουσμένος μες στο κύμα σου
Παιδί δικό σου αναγεννιέμαι
Μάνα…
Αφέντρα…
Προσταγή…

ΕΓΩ ΚΙ ΕΣΥ

Εγώ κι εσύ
Εμείς
Τότε, Τώρα… Αύριο
Ο δρόμος εκεί, ανοιχτός
Οι καρδιές εκεί, ανοιχτές
Μες στις πολύβουες ζωές
Των άλλων μα και τις δικές μας
Κράτησέ με…
Ταξίδεψέ με…
Με τους δικούς μας χάρτες
Καλογυαλισμένες τις πυξίδες
Αλεξ-ήνεμοι κινάμε

ΣΑΝ ΕΠΙΛΟΓΟΣ…

Άκου! Περνάν τα χρόνια μας στο δρόμο
Με σιωπές που ξεκουφαίνουν
Με ήχους πλάγιους, σχεδόν βυζαντινούς
Κάθε πρωί σταυρώνω
Στης Ανατολής τα μέρη τα δυο μάτια μου
Το Ζωοδότη Ήλιο προσκυνάω
Λέω πως θα ’βγει σήμερα απ’ του Βορρά τα μέρη
Πως θα μου φέρει ένα στιχάκι απ’ τα κύματα της άνοιξης
Ένα του ονείρου παραμύθι απ’ το Χτες
Και μια μαρμαρωμένη πριγκιπέσσα
Θα νιώσει του καημού μου το φιλί
Θ’ αναστηθεί απ’τον ατέλειωτο τον ύπνο της
Πέρα από μάγισσες και μήλα δηλητήριο
Θα κοιταχτεί και πάλι στον καθρέφτη της
Με τις ξανθιές, τις πράσινες, τις γαλανές πλεξούδες
Με τις βαρκούλες στο γιαλό των δυο ματιών της
Και πάλι καλοτάξιδες, καλότυχες και πάλι
Μ’ ένα ολόλευκο μαντίλι θα κάνει το σινιάλο της
Κι εγώ, με καραβάνια τόσων χρόνων
Θύμησες, γνώρες θα φορτώσω
Σαν να ’μαι Εγώ…
Σαν να ’μαι Εσύ…
.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, ΑΣΒΕΣΤΗ ΜΝΗΜΗ

Περνώ συχνά εμπρός από τη στοιχειωμένη μνήμη
Τα μισόκτιστα όνειρα, οι ημιτελείς προσδοκίες
Αφημένες σε μέρες νεκρές, σε νύχτες ασέληνες
Ξεριζωμένες νοσταλγίες φιλούν με χείλη απουσίας
Μία ζωή στα σπάργανα κλεισμένη
Κάποτε τα κύματα μιλούσαν με τη γλώσσα των αγγέλων
Οι βάρκες έφερναν τα δίχτυα γεμάτα ήλιους
Μικρό παιδί χαιρόμουν στις πατούσες, μες στη χούφτα μου
Τη χρυσαφένια διαδρομή της άμμου
Εκεί μιλούσα με τις Μοίρες μου, στήνοντας κάστρα που δεν γκρέμιζε
Το ξέβρασμα της θάλασσας τις ώρες που οι προσκυνητές της αποσύρονταν
Στα περιβόλια γύριζαν αχείμαντες, ξανθομαλλούσες οι νεράιδες
Με κίτρινες, πορτοκαλιές ανταύγειες μες στις πλεξούδες που ανέμιζαν
Με γέλιο κρύσταλλο, ματιά καθρέφτης του γαλάζιου τ’ ουρανού
Μα την Εστία αποδιώξαν του Κάτω Κόσμου ετερόσημες βουλές
Γεμίσαν τα όνειρα καπνούς κι αιθάλη μαρμαρωμένη σαν παράπονο πικρό
Κοιμήθηκα με βλέφαρα ανοικτά, με φλόγες να μου καιν τις ίριδες
Καθώς στην πόλη με σκυφτό κεφάλι, βήματα βαριά
Τριγυρνούσε αλυσόδετο το κλέος μιας μακραίωνης πορείας
Αμμόχωστος! Αρσινόη! Σαλαμίνα !Αλάσια!
Σαν στάχυ μέστωσα και γέρνω στου Νότου την άλλη μου πατρίδα
Με κόκκους ποτισμένους απ’ το δάκρυ και την έγνοια σου
Mέσα εκεί ερμητικά κλεισμένους φυλάω τους θησαυρούς σου
Ημερολόγια και χάρτες απ’ τις μέρες της Αγάπης που κοιμήθηκε
Με ξιφολόγχη για προσκέφαλο, φωνές κι αντάρα πανωσέντονα
Μα’ χει στη θλίψη αποκάτω λεμονανθούς και πράσινα φυλλώματα
Κάθε που μπαίνει άνοιξη μοσχοβολάν αμάραντη πατρίδα και πεθυμιά ατέλευτη
Ολόχρονα τους πόθους μου μυρώνουν , δίνουν φωνή στο δρόμο που καλεί
Στην πόλη με την κραυγαλέα σιωπή, με τη βουβή εγκαρτέρηση
Α΄Βραβείο ποίησης στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό E.Π.Ο.Κ
Απρίλιος 2010

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΜΙΑ ΑΠΕΘΑΝΤΗ ΑΓΑΠΗ

M’ ακούς; Εδώ είμαι πάλι, μπρος στην καρτερία σου
Περνώ τον ψίθυρό μου μέσα απ΄το κουρασμένο φύλλωμα
Από τη θλίψη μέσα ενός αγίνωτου πορτοκαλιού
Τον σπαραγμό μιας εφηβείας που δεν εγίνη νιότη
Παρά μονάχα κρύφτηκε μες στα χαλάσματά σου
Χτυπώντας στις αιχμάλωτες φλέβες το ρυθμό της απουσίας
Εσύ πάντα εκεί, ακίνητη στων εποχών την κίνηση
Πες μου πως μ’ αναγνωρίζεις όταν έρχομαι
΄Ισως η φωνή μου να ΄χει αλλάξει
Απ΄τις καταχρήσεις μιας πληγωμένης ωριμότητας
Μα είμαι πάντα το παιδί π’ ανάστησε το φως σου
Και τα μαλλιά μου δε γέρασαν
Γλάροι λευκοί γενήκανε για να κουρνιάσουν στων κυμάτων σου το στίχο
Μακριά σου ανάστησα οργή, Οθέλλους ενός κόκκινου καημού
Και ζήτησα το πάθος μου να πνίξω
Σε μνήμες μέσα πληγιασμένες απ΄ του ΄Αδη το κοντάρι
Και τότες έτρεχε το αίμα της ψυχής και της αγάπης
Αμμόχωστος των παιδικών μου ανθώνων,
Των παιχνιδιών του ήλιου στους βλαστούς της ύπαρξής μου
Στη σιωπή σου οδοιπορώντας αναζήτησα
Αγάλματα και κίονες του κλέους
Στη θάλασσά σου γύρεψα
Συγκλητικές να ντύσουν την τιμή, την αντοχή μου με τη φλόγα τους
Με πανοπλίες και ασπίδες στους σκληρούς καιρούς ενάντια
Και μες στα χέρια που’ θρεψε των χρόνων το παράπονο
Τα βέλη της επιστροφής να μου χαρίσουν
Και τοξοβόλος της χαμένης μου της μοίρας να ορθωθώ
Προσκυνητής που στη μεγάλη του την πίστη επιστρέφει
Αριστείο Ποίησης 2011, Ελληνικού Πνευματικού Ομίλου Κυπρίων
ΘΕΜΑ: « Αμμόχωστος Βασιλεύουσα». Χώμα που περπάτησα, γη που νοσταλγώ

ΓΥΝΑΙΚΑ

Γυναίκα,
το άγαλμά σου έχει στηθεί κάτω απ΄τον ήλιο
πότε με ένα μαντίλι στο κεφάλι
πότε με ξέμπλεκα μαλλιά
Μα πάντα εκεί βλέπω σκυμμένο ένα γκρίζο πουλί
να σκύβει να τσιμπολογάει
λίγο λίγο το ουράνιο τόξο
που θα ΄θελε να γίνει καλοκαιριάτικη κορδέλα στα μαλλιά σου
μα γίνεται σκέψη ανεμοδαρμένη
γίνεται κουπί και αρμενίζει μες στην έγνοια, Γυναίκα
Γιατί γεννήθηκες για να γεννάς τη θάλασσα
κι όλους τους βράχους της μαζί
μα και καράβια που όλο φεύγουνε
πότε με ούρια ευχή
πότε με πόνο χωρισμού
Γυναίκα
σου΄δωσε ο Θεός αντρίκια χέρια
για να δουλεύεις σαν αμόνι τον καιρό
Και τις φωτιές να ανάβεις
να λάμπουν φώτα μες στους δρόμους των παιδιών
Κι όταν πονάς, γυναίκα
με τις ωδίνες και οδύνες του καιρού σου
είναι για να γεννάς ακόμα ελπίδα
και να γεννιέσαι εσύ σαν άλλη μέρα
μια νέα ανατολή
για τα παιδιά που έμειναν χωρίς αγκάλη
για ένα κόσμο που έμεινε ακίνητος
χωρίς την γενική του πτώση στην αγάπη
Της αγάπης, της αγάπης , της αγάπης κόσμος
μόνο μέσα στο κόκκινό σου αίμα πάλλεται
σαν νέο φεγγάρι είκοσι οχτώ ημερών
και σαν κύκλος μυστικός που πλάθει
και ξαναπλάθει τη ζωή
ώσπου ο έρωτας να γονιμοποιήσει ένα μέλλον
.

ΑΦΥΠΝΙΣΗ 800 mg (2012)

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΜΕ ΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο πίνοντας αργά τον καφέ του, χαζεύοντας ασυναίσθητα την κίνηση του δρόμου. Κάποια στιγμή εκείνη θα φαινόταν, αέρινη, υπέροχη όπως πάντα, κάνοντας την καρδιά του να κτυπά σαν εικοσάχρονο παλικαράκι. Χαμογέλασε ακόμα και στη σκέψη. Παλικαράκι αυτός που ετοιμαζόταν σε λίγους μήνες να βγει στη σύνταξη! Είχε ήδη αρχίσει να μαζεύει τα προσωπικά του αντικείμενα από τα συρτάρια του γραφείου του. Ετοίμαζε την αποχώρησή του με τη μεγαλοπρέπεια ενός μαχητή που εγκαταλείπει νικηφόρα το πεδίο της μάχης. Σκεφτόταν τις ατέλειωτες μοναχικές νύχτες μπροστά στην πληθώρα των τηλεοπτικών προϊόντων που θα του κρατούσαν πλέον συντροφιά, μια και συμβία δεν υπήρξε ποτέ στη ζωή του. Πολλές μόνο και περαστικές γνωριμίες, που
του πρόσφεραν την επιβεβαίωση που χρειαζόταν κάθε αρσενικό, ποτέ όμως τη βεβαιότητα πως είχε βρει το έτερον ήμισυ, που λέγαν κι οι ρομαντικοί. Και τώρα, στο κατώφλι της αφυπηρέτησης, μπήκε εκείνη σαν άνοιξη στην ύπαρξή του. Συνάδελφος, ζωντοχήρα, χωρίς υποχρεώσεις, μ’ ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο μες στο βλέμμα της, αναστάτωσε τη μοναξιά του, ανέτρεψε τα πιστεύω του, κατακερμάτισε τις αντιστάσεις του. Και σαν εκείνη ανταποκρίθηκε στην πρότασή του να πιει ένα ποτό μαζί του, έμεινε άγρυπνος ολόκληρο το βράδυ, πλάθοντας με τη φαντασία του κάθε λεπτομέρεια αυτής της συνάντησης.
Ρούφηξε την τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ του, χάιδεψε απαλά το τριαντάφυλλο που φύλαγε γι’ αυτήν κάτω από το τραπέζι με καρδιοχτύπι ερωτοχτυπημένου έφηβου και αφέθηκε και πάλι στ’ αγνάντεμα του δρόμου. Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό του. Αγανάκτησε σαν πιστός προσκυνητής που του διακόπτουν μια ιεροτελεστία. Η αδερφή του η Αμαλία ήταν, με χρόνια πάθηση στην γκρίνια και στη μιζέρια. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσει ήσυχο, αν δεν της έδινε την ευκαιρία να του μιλήσει. Αφοσιώθηκε στο τηλεφώνημα. Οι γνωστές μεμψιμοιρίες. Ένας άντρας τάχα μου γυναικάς, που όλο κυνήγαγε να τον πιάσει στα πράσα χι όλο της ξέφευγε, τα λεφτά που δεν της έδινε, η ζωή που δεν της χάριζε. Του ξέφυγε ένας μικρός αναστεναγμός. Δε θυμόταν τι ψέλλισε, άφησε μόνο το τηλέφωνο στην άκρη κι εκείνη να μιλά χωρίς να την ακούει και κάρφωσε το βλέμμα στο ταβάνι ψάχνοντας στη λευκότητά του την ηρεμία που δεν του πρόσφερε η μέρα.
Τινάχτηκε λες και τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα στη φωνή της.
«Ιάκωβε», είπε μόνο εκείνη κι ένιωσε να τον καλούν όλοι οι άγγελοι του Παραδείσου με τις άρπες τους.
Σηκώθηκε κάπως άτσαλα, προσπαθώντας να τιθασεύσει το τρέμουλο των χεριών, των ποδιών, των χειλιών, της ζωής του ολάκερης. Εκείνη δέχτηκε τη χειραψία του μ’ ελαφρύ χαμόγελο και κάθισε ανασηκώνοντας χαριτωμένα το λουλουδάτο της φόρεμα, αποκαλύπτοντας την αρχή από δυο καλλίγραμμες γάμπες. Εκείνος κατέβαλε υπεράνθρωπη προσπάθεια να αποσύρει τα μάτια του από το υπέροχο, γυναικείο θέαμα και να προσηλωθεί στα λόγια της. Κι εκείνη μιλούσε, μιλούσε, με φθόγγους που στην αρχή έφταναν σαν τα ροδοπέταλα του τριαντάφυλλού του στ’ αυτιά κι ύστερα, χωρίς να το καταλάβει, ακούμπησαν τ’ αγκάθια στο μίσχο και του τρύπησαν την καρδιά. Την άκουσε μες στην παραζάλη του να του ζητάει να μεσολαβήσει εκείνος, σαν ανώτερος υπάλληλος για την πρόσληψη ενός φίλου, που απ’ τον τρόπο που πρόφερε το όνομά του μόνο απλώς φίλος δε φαινόταν να είναι για κείνην. Και σαν τέλειωσε το μονόλογό της και τον ύμνο για τον δήθεν φίλο, βέβαιη για τη γοητεία της και πιο βέβαιη για τη δική του παράδοση, σηκώθηκε με το γνωστό χαμόγελο να κλείνει το αντίο της, προφασίστηκε ένα επείγον ραντεβού για μανικιούρ πεντικιούρ και χάθηκε στην κίνηση του δρόμου.
Έξω έπεφτε η νύχτα. Κάτω από το τραπέζι έπεφταν ένα ένα τα πέταλα του τριαντάφυλλου σαν μαδημένες ελπίδες. Δίπλα του το κινητό του, ανοικτό ακόμα, έφερνε στ’ αυτιά του τον απόηχο μιας ακατάσχετης φλυαρίας. Το σήκωσε αργά αργά, τ’ ακούμπησε στ’ αυτί του κι άφησε να του φύγει άλλος ένας αναστεναγμός σαν βάρος ψυχής.
«Δέξου την πραγματικότητα, Αμαλία», είπε και κοίταξε έντονα το είδωλό του, καθώς καθρεφτιζόταν στον καθρέφτη του τοίχου απέναντι.
.

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ

Έβαλε μια τελευταία πινελιά στο μακιγιάζ της, βάφοντας ακόμα πιο κόκκινα τα χείλη της και κοιτάχτηκε για τελευταία φορά στον καθρέφτη. Μια γυναίκα θελκτική, ερωτική, της έστειλε το πιο προκλητικό της χαμόγελο και της έκλεισε πονηρά το μάτι. Πολύ καλά κρατιόταν στα σαράντα τρία της, το ’βλεπε στα λαίμαργα βλέμματα των άντρων και στις ζηλόφθονες ματιές του γυναικείου της περίγυρου. Το στενό μαύρο φόρεμα που είχε επιλέξει για τη βραδιά αναδείκνυε το καλογυμνασμένο σώμα της, προϊόν ατέλειωτου μόχθου στο γυμναστήριο και αδιάκοπης στέρησης από τις γαστριμαργικές δημιουργίες που ορεγόταν μεν, απωθούσε δε, για χάρη της άψογης εμφάνισης.
Έψαξε για τα κλειδιά του καινούριου σπορ αυτοκινήτου της. Απόψε θα το επεδείκνυε για πρώτη φορά στην παρέα. Θα το ’βλεπε κι ο Αλκής, το νέο μέλος της συντροφιάς, συνάδελφος της Τζένης στη Νομική Υπηρεσία, μόλιςτριάντα πέντε χρόνων, αρρενωπός και όνειρο κάθε γυναίκας που τον  γνώριζε. Αν η Τζένη δεν ήταν φρεσκοπαντρεμένη κι ερωτοχτυπημένη, σίγουρα δε θ’ άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη, αλλά σαν καλή φίλη της τον σύστησε ξέροντας το γούστο και την προτίμησή της για τους νεότερους άντρες. Και γιατί όχι; Άνετα μπορούσε να περάσει για συνομήλική του, δεν είχαν δα και καμιά τρομερή διαφορά. Και στα βλέμματά του, στα δήθεν τυχαία αγγίγματά του, άλλο δεν αισθανόταν παρά τον πόθο του για κείνη, μια γυναίκα αδέσμευτη, οικονομικά ανεξάρτητη, που ήξερε να ζει τη ζωή της και να γεύεται την κάθε μέρα σαν πρωτόγνωρη εμπειρία.
Έξω ο καιρός μύριζε πια καλοκαίρι. Μπήκε στο αυτοκίνητο με τη σιγουριά ακαταμάχητου θηλυκού, αναπνέοντας βαθιά ένα κράμα νυχτερινής δρόσου και καινούριου δέρματος στα καθίσματα του αποκτήματός της. Μες στο μισοσκόταδο άναψε τον ειδικό φωτισμό, πέρασε άλλη μια γραμμή μάσκαρα στις πυκνές βλεφαρίδες της, τίναξε την πλούσια ξανθή της κόμη n έβαλε μπρος οργώνοντας τους δρόμους της νύχτας.
Οδηγούσε σαν μεθυσμένη, έχοντας ήδη πιει το γλυκό κρασί από τα χάδια και τα φιλιά του. Έβαλε μουσική λες και ήθελε να τονώσει ακόμα περισσότερο την ερωτική ατμόσφαιρα που γεννιόταν μες στο μυαλό της. Χαμογέλασε βαθιά ικανοποιημένη. Όχι, δεν είχε παράπονο, μια χαρά της είχε φερθεί η ζωή κι ούτε μια στιγμή δεν είχε μετανιώσει για εκείνο το διαζύγιο, είκοσι χρόνια πριν. Ίσως τώρα, αν έμενε σ’ εκείνο το γάμο, να είχε παιδιά, μα αυτό δε σήμαινε πως θα ήταν και πιο ευτυχισμένη. Ένας γάμος που άλλοι αποφάσισαν για εκείνη και κράτησε μόνο όσο εκείνη μπόρεσε να τον αντέξει. Ασυναίσθητα ήρθε μπρος της ο Αντρέας, το βλέμμα του, την ώρα που εκείνη έλεγε το «αντίο», άνοιγε την πόρτα κι έφευγε απ’ τη ζωή του. Εκείνο το βλέμμα του δε θα μπορούσε ποτέ να το ξεχάσει. Μπα σε καλό της! Τι της ήρθε στο μυαλό μια τέτοια νύχτα! Βιάστηκε να διώξει τις ανεπιθύμητες μνήμες, προσηλώθηκε στο ραδιόφωνο και στα σουξέ της εποχής, που ξεσήκωναν μέσα της όλες τις ερωτικές επιθυμίες της σάρκας.
Έσβησε τον κλιματισμό του αυτοκινήτου, άνοιξε το παράθυρο κι άφησε το καλοκαιρινό αεράκι να της χαϊδέψει το πρόσωπο, έτσι καθώς έτρεχε προς την αγκαλιά του καινούριου έρωτα. Ο δρόμος ευθύς, σχεδόν άδειος, προκάλεσε τις αισθήσεις της, πάτησε γκάζι κι έτρεξε πιο γρήγορα προς την προοπτική της αγκαλιάς του.
Η σκιά φάνηκε μπροστά της πολύ αργά, όταν πια κανένα φρένο δε θα μπορούσε να αποτρέψει το χτύπημα. Ένας βαρύς γδούπος και μετά η σκιά έγινε μια άμορφη μάζα καταμεσής του δρόμου. Κατέβηκε σαν ζαλισμένη, πλησίασε με κομμένη την αναπνοή, έσκυψε πάνω απ’ το θύμα της. Το βλέμμα του κατακόκκινο σαν ερινύα.
«Αντρέα», ψέλλισε…
«Αντρέα», φώναξε…
«Αντρέα», ούρλιαξε κι αφέθηκε στη σκοτοδίνη μιας νύχτας που έπεφτε
βαριά στην ψυχή της.
.

ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ

Τρία ολόκληρα χρόνια! Μια άνιση μάχη με το θάνατο, ένα συνεχόμενο κυνηγητό της ελπίδας. Μα εκείνη κρυβόταν πότε πίσω από ιατρικά ανακοινωθέντα, πότε μέσα στα μισόλογα γνωστών και φίλων και πότε μπρος στα μάτια των δικών της ανθρώπων, σαν πέφταν ασυμμάζευτες οι σκιές της απόγνωσης.
Η ετυμηγορία καταπέλτης. Προχωρημένος καρκίνος του μαστού, άμεση ανάγκη για χημειοθεραπεία, αδιευκρίνιστες οι πιθανότητες επιτυχίας. Ζήτησε ειλικρίνεια κι άφησε την καρδιά της να μαστιγωθεί μέσα στο ελάχιστο από ζωή που της προσφερόταν.
Εκείνο το βράδυ, της αλήθειας το βράδυ, κάθισε για ώρα πολλή στο κατώφλι της συντροφιά με ένα λειψό φεγγάρι. Σε λίγες μέρες έκλεινε τα τριάντα οχτώ. Ίσως να ήταν και τα τελευταία της γενέθλια σ’ αυτό τον κόσμο, σκέφτηκε και ρίγησε. Όχι στη σκέψη του θανάτου, μα στην έγνοια του ανεκπλήρωτου. Μικρός της φάνηκε ο δρόμος που είχε ήδη διαβεί, ελάχιστος αυτός που είχε απομείνει. Και τι πρόλαβε να κτίσει από όνειρα; Μικρή ήθελε να γίνει γιατρός και να γυρίσει τον κόσμο. Τώρα γύρευε από τους γιατρούς της τη συνέχεια κι ο κόσμος μίκραινε και μαζευόταν, ένα κουβάρι γινόταν που της στεκόταν κόμπος στο λαιμό στης εισπνοής την ώρα.
Γύρισε η μνήμη στα παιδικά τα χρόνια. Στις μυρωδιές από το φρέσκο
ψωμί στην αυλή της γιαγιάς, στα χαρούμενα παιχνίδια με αδέρφια και ξαδέρφια, στα μπάνια στην καταγάλανη θάλασσα της πόλης της. Κι ύστερα ξύπνησε η εφηβεία, θέριεψαν τα θέλω, ήρθαν και τη βρήκαν επιτακτικές οι πεθυμιές. Κάπου εκεί στα δεκάξι της ήταν που έλαβε μέρος σε ένα διαγωνισμό μουσικής και φώλιασε μέσα της η επιθυμία να γίνει τραγουδίστρια. Λες και άναψε ξάφνου μέσα της ένα πράσινο φως, που της έδειχνε το δρόμο προς το πεπρωμένο της. Απόρησε η χήρα μάνα. Τραγουδίστρια η κόρη της, τη στιγμή που μάζευε δεκάρα δεκάρα τις οικονομίες της να τη σπουδάσει
γιατρό; Αντίθετους δρόμους γύρευε να διαβεί. Το ’χε σκεφτεί καλά; Πολύ καλά είχε ριζώσει στην καρδιά της η αγάπη για τις νότες, ο καημός για το τραγούδι. Παράτησε τα φροντιστήρια Φυσικής και Χημείας,βάλθηκε να τρέχει στα ωδεία. Ασκήσεις φωνητικής, αρμονία, κιθάρα, όλα σε ένα συνδυασμό που θα της επέτρεπε να ασχοληθεί επαγγελματικά με την καινούρια, μεγάλη της χαρά. Τελειώνοντας το Λύκειο, ήταν πια έτοιμη να ανοίξει τα φτερά της για τη Βοστώνη και να σπουδάσει σε ένα από τα πιο φημισμένα Πανεπιστήμια του κόσμου στον κλάδο της Μουσικής. Τέσσερα χρόνια ανείπωτης ευτυχίας, τέσσερα χρόνια μοναδικής δημιουργίας.Κάθε νότα κι ένα σκαλί, που την ανέβαζε ψηλότερα στον ουρανό που ήθελε να φτάσει.
Κι ύστερα, σαν γύρισε πια στην πατρίδα, σαν πήρε το μικρόφωνο στα χέρια της και βγήκε σε πίστες και συναυλίες, άλλος αέρας φύσηξε μες στην καρδιά της. Τη μεθούσε κυριολεκτικά η στιγμή που αντάμωνε το κοινό της, που γινόταν ένα μαζί του κι άφηνε τη μελωδία να τους ενώσει σε ένα μαγικό ταξίδι. Κι η ίδια ένιωθε τόσο γεμάτη, που άλλο δε γύρεψε για χρόνια στη ζωή της από τούτο το μεθύσι της ερμηνείας. Όχι πως δε βρέθηκαν στο δρόμο της άντρες κατάλληλοι να τη συντροφέψουν. Μα εκείνη όλο και ανέβαλλε, όλο και μάζευε για το μέλλον τα ωραία και τα μεγάλα που της πρόσφερε το παρόν.
Και τώρα, εμπρός της η καταραμένη αρρώστια. Κοίταξε ξανά το μαύρο ουρανό. Πιο λεπτή ακόμα της φάνηκε η φέτα φεγγαριού. Και πιο πολλά τα απραγματοποίητα που μαζευτήκαν στην καρδιά της. Έσφιξε μες στη θέλησή της την απόφαση. Κάθε στιγμή από δω και μπρος ήταν ακόμα πιο σημαντική από εκείνες που φύγανε. Ήθελε πολλά, θα αγωνιζόταν έστω και για τα λίγα. Πρώτη φορά πρόσεχε τη λάμψη των αστεριών, πρώτη φορά ανέπνεε μες στη νύχτα τη μυρωδιά του νυχτολούλουδου. Και πρώτη φορά που θα ’θελε να μπει στο σπίτι και να χαϊδέψει το κεφάλι ενός παιδιού. Του δικού της παιδιού.
Τρία ολόκληρα χρόνια! Μια άνιση μάχη με το θάνατο, μέχρι που εκείνος λιποψύχησε κι εγκατέλειψε τον πόλεμο. Οι γιατροί μίλησαν για θαύμα. Μα εκείνη το ήξερε καλά. Δεν είναι θαύμα η θέληση ενός ανθρώπου για ζωή. Κινητήριος δύναμη είναι, που ανατρέπει τα πικρά τα δεδομένα.
Κοίταξε ξανά το είδωλό της στον καθρέφτη. Κι εκεί αντάμωσε τη λεπτή σιλουέτα της μέσα στο μακρύ λευκό φόρεμα. Ανέβηκε ύστερα στο πρόσωπο, εστίασε στα δυο της μάτια, που πάλευαν να συγκρατήσουν ένα κομμάτι φως στις δυο τους ίριδες. Τα μάγουλά της πρόβαλλαν χλομά ακόμα απέναντι της. Κι ύστερα το βλέμμα ανέβηκε, έφτασε μέχρι το κεφάλι. Το γυμνό κεφάλι, που είχε αφήσει χωρίς μαλλιά η τρίχρονη χημειοθεραπεία. Το άγγιξε με χέρι τρεμάμενο, ενώ το χείλι έπνιγε ένα μικρό λυγμό. Δίπλα της η περούκα με τα μακριά ξανθά μαλλιά την κοίταζε αναποφάσιστη.
Το θέατρο κατάμεστο από κόσμο. Η ορχήστρα στη θέση της είχε αρχίσει ήδη να παίζει την εισαγωγή από το πρώτο της τραγούδι. Κι εκείνη βάδισε στη σκηνή με ξεγύμνωτη καρδιά, με το κεφάλι όρθιο. Αυθόρμητο το χειροκρότημα, της έφερε δάκρυα στα μάτια. Κι έτσι, χωρίς φτιασίδια, χωρίς μακιγιάζ, χωρίς την άλλοτε περήφανη κόμη της να προσθέτει στην εμφάνισή της, άφησε το τραγούδι της να γλιστρήσει από την ψυχή της και να φτάσει μέχρι την ευαισθησία όλων εκείνων που πήγαν να την ακούσουν είτε από θαυμασμό είτε από απλή περιέργεια. Κάπου ανάμεσα στο πλήθος, στις πρώτες σειρές, συνάντησε το βλέμμα του. Ο Θέμης, μια ηλιαχτίδα από τα εφηβικά της χρόνια, συμμαθητής στο Γυμνάσιο, το πρώτο ερωτικό της σκίρτημα. Δυο φορές της είχε κάνει πρόταση γάμου, δυο φορές είχε αρνηθεί. Στύλωσε τα μάτια της στα δικά τον και του ψιθύρισε σιωπηρά πόσο πολύ αγαπούσε πια τη ζωή, πόσο πολύ εκτιμούσε την κάθε στιγμή που της χάριζε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου