Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ





Η Αλεξάνδρα Γαλανού γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1949. Σπούδασε Κοινωνιολογία στη Νέα Υόρκη κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον ίδιο κλάδο με ειδίκευση στη Κοινωνική Ψυχολογία. Εργάζεται στον επιχειρηματικό τομέα. Είναι μέλος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου.
To 2003 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης Κώστα Μόντη.
To 2010 το ποιητικό της έργο παρουσιάστηκε από τον καθηγητή Vincenzo Rotolo στον λογοτεχνικό τόμο «Almanaco di Cultura» ,εκδόσεις Plumelia στην Σικελία .Δίγλωσση ποιητική συλλογή (ιταλικά-ελληνικά)
«Visitatore d’un giorno» , (2014) , μετάφραση κι επιμέλεια Vincenzo Rotolo στη σειρά Nostos Poesía.
Συμμετείχε σε διάφορες ποιητικές συναντήσεις στην Κύπρο , Ελλάδα και Γαλλία . Τον Ιούλιο 2010 εκπροσώπησε την Κύπρο στο «Festival de poésie , Voix Vives de méditeranée en méditerranée» στη Séte .
Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο και Ελλάδα και ποιήματα της έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες , ελληνικές και ξένες.
Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί επίσης και στα αγγλικά, γερμανικά ,τουρκικά και βουλγαρικά (από τις εκδόσεις Πλάμακ , η ποιητική της συλλογή «Στις γωνιές των λέξεων»).
Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, του PEN Κύπρου και της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Η ποίηση της Αλεξάνδρας Γαλανού, όπως αναφέρεται στην Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας των Γιώργου Κεχαγιόγλου- Λευτέρη Παπαλεοντίου, επικεντρώνεται σε θέματα όπως η ενεργοποίηση της ερωτικής μνήμης, η φθορά του σώματος, η παρακμή των διαπροσωπικών σχέσεων, οι εσωτερικές αναδιπλώσεις και οι ποιητολογικοί στοχασμοί, αλλά προϋποθέτει συχνά την εξωτερική (κυπριακή) πραγματικότητα, ενώ δεν λείπουν οι εξωστρεφείς ματιές, η σατιρική κριτική των πολιτικών ηθών κτλ. Από το πρώτο ώς το πιο πρόσφατο βιβλίο της η ποιήτρια διαγράφει μια συνεπή πορεία, με αρκετά ομοιογενή ποιήματα, στα οποία ο ποιητικός λόγος τείνει
στη λιτότητα και τη συμπύκνωση.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
«Ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο» (Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 1996),
«Συγκάτοικοι του Ορίζοντα» (Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2000)
Η συλλογή αυτή έχει μεταφραστεί και στα γαλλικά,
«Cohabitants de l’horizon» Editions Praxandre – Institut d’ Etudes
Neo-Helléniques de Γ Université Nancy 2, 2004, στη σειρά για την
Κυπριακή Λογοτεχνία.
«Στις γωνιές των λέξεων» (Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2008)
Στα γαλλικά «Dans les recoins des mots» ,( Editions Circé , 2013),
μετάφραση από τον Michel Volkovitch.
«Παρενθέσεις και εισαγωγικά » (Μελάνι 2016)

 Παρενθέσεις και εισαγωγικά (2016)

Υφαίνουμε τον χρόνο
Κατακερματίζουμε τις ώρες
Σβήνουμε τη στιγμή
Μαζεύουμε εικόνες νοσταλγίας
Προχωράμε σε φωτεινές χαραμάδες χαράς
Σκορπίζουμε σύννεφα θλίψης
Αντιλαλούμε φωνήεντα απελπισίας

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Πρωί και γράφει ένα ποίημα.
Το απλώνει στο παράθυρο
για να στεγνώσει,
όχι στον ήλιο όμως,
γιατί θέλει ακόμη να κρατήσει
λίγες σταγόνες από ενύπνιο
νύχτας που πέρασε περιπετειώδους.
Καθώς η μέρα προχωρεί
περιστέρια που περνούν
τσιμπολογούν το ποίημα.
Του αφαιρούν τα φωνήεντα
και όλα τα θαυμαστικά.
Τις παρενθέσεις και τα εισαγωγικά
αφήνουν ανέγγιχτα.
Το βράδυ επιστρέφει σπίτι,
μαζεύει το απλωμένο ποίημα
και κλείνει το παράθυρο.
Ίσως το ξαναγράψει αύριο… «
Έχει πολλά παράθυρα η Ποίηση.

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΙΧΟΣ

Μια φορά κι ένα καιρό
ήταν ένα ποίημα
με απαιτήσεις, φιλοδοξίες
και υψηλές προδιαγραφές.
Θα μιλούσε για γεγονότα
ιστορικά – ευρυμαθής ο ποιητής.
Θα ταξίδευε σε χώρες της Ασίας.
Θα ήταν στολισμένο με λέξεις πλουμιστές
και στις αποσκευές του
αισθήματα, δύσβατα νοήματα
και υψιπετή ιδεώδη.
Θα είχε αφιέρωση
σε ανθρώπους των γραμμάτων,
της επιστήμης,
ακόμη και πολιτικούς.
Θα έψαχνε μετά να εκτεθεί
σε ποιητικά, ανθολογίες, συλλογές
ή έστω σε μια εφημερίδα
στα «λογοτεχνικά».
Κι όμως το ποίημα αυτό
δεν γράφτηκε ποτέ.
Απ’ ό,τι λένε, ο πρώτος
στίχος του αρνήθηκε
να γεννηθεί,
προτίμησε για πάντα
τη μήτρα της σιωπής.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΙΧΟΣ

Η πόλη επιμένει να βρίσκεται
σε αργία μεσημβρινή,
ή πιο ποιητικά «σιέστα».
Στο ταβάνι
ανεμιστήρας αναμοχλεύει
τη νωχέλεια
ενώ ο ρυθμός του έρωτα
ακολουθεί μονότονος
σε δωμάτια με τοίχους
που στάζουν υγρασία,
εκεί που καταφεύγουν
κάποτε κλεπταποδόχοι
των φιλιών, το απομεσήμερο.
Λίγο πιο κάτω το μουσείο
διημερεύει
χωρίς κλιματισμό.
Σε στάση εγκατάλειψης
μια σκάλα μεγαλόπρεπη
απορροφά βηματισμούς αιώνων
και μέσα σε γυάλινα κλουβιά
ιδρώνουν τα αγάλματα
της συλλογής Farnese
~ ο τελευταίος στίχος
μπορεί ν’ αφαιρεθεί,
είναι που ήθελε ο ποιητής
να εντυπωσιάσει…

Κάποτε πέρασε απ εδώ η θάλασσα

ΠΗΝΕΛΟΠΕΣ

Οι Πηνελόπες
πέταξαν τους αργαλειούς στη θάλασσα.
Δεν υφαίνουν πια
ούτε κεντούν τα βράδια.
Κατεβαίνουν στον κήπο από το παράθυρο.
Ανοίγουν την καγκελόπορτα,
προχωρούν στην παραλία.
Κάθονται σε μπαράκια σκοτεινά,
ανοιγοκλείνουν τα μάτια και χαμογελούν
ενώ οι ναύτες τραγουδούν το «Μαραμπού».
Οι μνηστήρες, απ’ ό,τι λένε, βαρέθηκαν
τα γλέντια κι έφυγαν.
Όσο για τον Οδυσσέα,
αυτός ακόμη ταξιδεύει.

Θρυματίζοντας τη σιωπή

ΤΡΕΙΣ ΣΥΛΛΑΒΕΣ

Το κρεβάτι εξισώνει
ισοπεδώνει
εξισορροπεί ανισορροπεί.
Δημιουργεί μικρούς θεούς
καταστρέφει είδωλα.
Άλλοτε ταξιδεύει
ενίοτε βυθίζεται.
Μπαίνει σε κήπους
φτιάχνει στεφάνια
που μαραίνονται.
Ακολουθεί νεκρώσιμες ακολουθίες
Εξωραΐζει το σκοτάδι
Επουλώνει πληγές
κι άλλοτε πάλι ξύνει τις παλιές.
Τρεις συλλαβές
με έψιλον μικρό
οριζοντίως και καθέτως
στο σταυρόλεξο.

ΑΣΦΥΞΙΑ

Στείρα η νύχτα καταλήγει
σε άλφα στερητικό
και τα χνώτα του ύπνου
ανακυκλώνουν,
χωρίς ούτε μια πινελιά από κόκκινο,
π:αρείσακτα όνειρα
που επιμένουν να επανέρχονται.
Αυτοί που έφυγαν
αραίωσαν τις επισκέψεις
κι ούτε που θυμούνται πια
στίχους ποιητών που αγάπησαν
— ούτε κι αυτούς του ποιητή
της Σαμαρκάνδης.
Ένας πλανήτης ανάδρομος
ακολουθεί την ανάπηρη έμπνευση
ενώ βυθίζεται στον βραχίονα
αστερισμού που χάνεται,
εκεί που κάποτε ο έρωτάς σου
ήταν πανσέληνος χειμώνα μήνα.

ΚΛΕΙΣΤΟΦΟΒΙΑ

Απόγευμα στο λούνα παρκ
με το μαλλί της γριάς στα δάχτυλα
και μ’ αγκαλιά παιχνίδια λάφυρα.
Ακολούθησα το κάλεσμά σου.
Η αίθουσα με τους κοίλους καθρέφτες ανοιχτή.
Στη Χώρα των Θαυμάτων, η Αλίκη
είχε από καιρό εγκαταλείψει τη σκηνή
κι εγώ έμεινα να με κοιτώ
προσωπογραφία του Πικασό.
Γελούσαμε στραβά και προχωρούσαμε.
Μέσα στον καθρέφτη ξαφνικά
γινόμαστε πολλοί.
Ύστερα πάλι
σε δαίδαλου σκοτάδι
μας ρουφούσε ο υδράργυρος.
Κι η έξοδος κινδύνου
μες στο στιλπνό το έρεβος,
απέμεινε επιγραφή
με γράμματα που από καιρό είχαν φθαρεί.
Εμείς όμως δεν θυμόμαστε.

TABLEAU VIVANT ή TABLEAU MORT

Περπατώ
και μαζί μου ταξιδεύουν
τ’ ανοιχτά παράθυρα
τη νύχτα.
Κλέβω κομμάτια της ζωής τους,
φτιάχνω ιστορίες.
Ένας άνδρας κρατά το κεφάλι του.
Η γυναίκα απέναντι
με βελονάκι πλέκει
την ανία της.
Στην τηλεόραση
εικόνα υψηλής ευκρίνειας
συντροφεύει μια ηλικιωμένη
που χασκογελάει στην πολυθρόνα.
Ένα ζευγάρι σηκώνεται από το τραπέζι,
ο καθένας κρατώντας
το άδειο του πιάτο.
Ένας νέος
κλείνει την κουρτίνα.
Το κορίτσι στον καθρέφτη
στεγνώνει τα μαλλιά του.
Το καλοκαίρι στην πόλη πληκτικό,
δεν θα το αντέξει, σκέφτεται.
Και ξαφνικά ακούγεται το «μπαμ»!
Ο άνδρας σηκώνει το κεφάλι
Η γυναίκα σταματά να πλέκει
Η γριά σταματά να γελά
Το ζευγάρι πηγαίνει στο παράθυρο
Κι ο νέος ανοίγει την κουρτίνα
Εν τω μεταξύ το αίμα προχωρεί
κι αρχίζει να πνίγει
την κραυγή…

Μετέωρα λόγια

Ένα μεγάλο χασμουρητό
η μέρα που ξεχείλωσε.
***
Τούτη η νύχτα
δεν λέει να τελειώσει
όλο σκοντάφτει
στο όνειρο.
***
Οι έρωτες
δεν γερνούν.
Μόνο οι εραστές
πεθαίνουν.
***
Κάποτε τα φιλιά σου
πεταλούδες στις πλεξούδες
της νύχτας.
Τώρα κυκλοφορείς
αχτένιστη
με τα μαλλιά στα μάτια
να σκεπάζουν το σκοτάδι.
***
Κάθε πρωί
πληθαίνουν οι θάνατοι
λιγοστεύουν οι ζωές.
Γκρίζα σκόνη μαζεύεται στις γωνιές
υπόκωφα ψιθυρίζοντας
το τέλος. 
***
Κλέβω λέξεις
Μετατοπίζω όνειρα
Μεταποιώ συναισθήματα
Αναποδογυρίζω θύμησες
Αφουγκράζομαι σιωπές
Κάποτε γραφώ ποιήματα

Από τη δίγλωσση ποιητική συλλογή
Visitatore d’ un Vincenzo (2014)
σε μετάφραση Vincenzo Rotolo

Ο ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ
Τα βράδια περιμαζεύει
πληγωμένα ποιήματα
στην άκρη του δρόμου.
Τυλίγει με επιδέσμους
τις λέξεις που αιμορραγούν.
Κλείνει στα χέρια του
τα φαγωμένα νύχια τους.
Χτενίζει τα γεμάτα λάσπη
μαλλιά τους.
Τις αγκαλιάζει τόσο σφικτά
όπως τον πρώτο έρωτα
καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα.
Κι ύστερα προσπαθεί μαζί τους
να διανύσει την απόσταση
από την ερημιά της θλίψης
στο λαμπροφόρο του αποσπερίτη.

ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ

Επέστρεφε στο στίχο
κι άρχιζε
με συλλαβές χρωματιστές
την ηλικία των αναμνήσεων
να μετράς.
Δυο-τρία θερινά ηλιοστάσια
– ίσως κι ένα χειμερινό –
Κάποια πρωινά νωχέλειας
Λίγες σταγόνες δειλινού
μετά από βροχή.
Νύχτα με παράθυρο
στο φεγγάρι ανοιχτό.
Το αγκάλιασμα
Σχήμα κορμιού στο στρώμα
κι έπειτα τα χνώτα του ύπνου
να γλιστρούν μέσα στο όνειρο.

ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΔΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ

Τώρα που οι απλωμένες παλάμες
γέμισαν δάκρυα τους δρόμους,
τα περιστέρια στην πλατεία
αραίωσαν τις επισκέψεις,
ειδοποίησαν τους συνταξιδιώτες τους
με sms – εκτός κι αν είχαν ipad,
οπότε τους έστειλαν μήνυμα ηλεκτρονικά –
για αλλαγή πορείας ουρανού
μεταποίηση στόχων
διαφοροποίηση ζωής
γιατί εδώ τα ψίχουλα λιγοστεύουν.
Κι όλο πληθαίνουν τα αδέσποτα σκυλιά
που στο γενετικό υλικό τους τρύπωσε
ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας,
είναι κι αυτός ένας τρόπος ζωής.
Εν τω μεταξύ, η Μούσα αγκομαχεί
μέσα στην κρίση…
Δημοσιεύτηκαν στα Ποιητικά (Δεκ.2013)
τριμηνιαίο περιοδικό ποήσης

ΣΤΟ ΚΗΠΟ

Κάτω από το ανατολικό παράθυρο
θρυμματίζοντας τη σιωπή
του δειλινού, φλυαρούν
τα βατράχια στη λίμνη
ενώ πολύχρωμο πράσινο
γράφει συγχορδία χρωμάτων
στον κήπο.
Με το φως του φεγγαριού
σχήμα δέντρου
αναδύεται μέσα από καθρέφτη
υδάτινο.
Και έτσι η νύχτα προχωρεί
με μια βουκεμβίλια κόκκινη
να συνομιλεί
με το άσπρο γιασεμί.
Φαίνεται πως απόψε
ο ονειροδίαιτος ποιητής
έχει και πάλι παραισθήσεις.

ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ

Τώρα που έφθασα
στην άκρη της σιωπής
και με το στιλπνό του φεγγαριού
τέμνω την απουσία
έμεινα να κοιτώ
μια τοιχογραφία που ξεκόλησε
από το θόλο της καρδιάς.
Αργότερα, ίσως μαζέψω
μερικά υπολείματα Αυγούστου
κοντά στη θάλασσα
ενθυμήματα ερώτων
με θεραπευτικές ιδιότητες
στο εκκρεμές της μοναξιάς.

ΣΤΙΣ ΓΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ (2008)

Γέμισε η ζωή
πράξεις ημιτελείς
όπως το χέρι
που έμεινε μετέωρο
να χαιρετά
τον αναχωρητή
που όλο μικραίνει
στον ορίζοντα.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

 
Σαν η ευχή
δεν προλάβει
ν’ ακολουθήσει το διάττοντα
αστέρα
μέσα από το χρώμα
της νύχτας αναδύεται
ένα ποίημα
κι έτσι όπως σβήνει
το περίγραμμα
της μέρας
τεντώνει τη σιωπή
μέχρι εκεί που δεν φθάνει
ο ήχος των λέξεων.

ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

 
Οι μέρες που έρχονται
στενά-χωρες.
Παχύρρευστη σιωπή
πίσω από κλειστά παράθυρα
χωρίς περσίδες
και πόρτες δίχως πόμολα.
Κι όμως,
δεν σε φοβίζει πια
ο ενικός
ούτε το πρώτο πρόσωπο
σε κλίση μοναξιάς
ίσως είναι γιατί,
με μάτια ανοιχτά,
μπορείς ακόμη
να ονειρεύεσαι…

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

 
Μήνες τώρα
κυοφορώ ένα ποίημα.
Το βγάζω βόλτα
στην αγορά,
το αναμοχλεύω
στην κουζίνα.
Σαν τα παλιά χαλιά
το αερίζω στο μπαλκόνι,
αποτινάσσω τη σκόνη της σιωπής
και των βουβών βηματισμών
τ’ αποτυπώματα διαγράφω.
Στιγμές χαράς
το ντύνω γιορτινά.
Κάποτε πάλι με τη δική του
συντροφιά
μαζεύω λέξεις
στην ακροθαλασσιά.
Κι όταν η νύχτα
προχωρεί
στους στίχους του
μια φέτα από πανσέληνο
εισχωρεί.
Το ποίημα
κυματοθραύστης
της οργής
αγκαλιά
της θλίψης
λάμπα θυέλλης
στο σκοτάδι.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ

 
Δεν έχει σημασία
αν άφησες μια χαραμάδα
πόρτας ανοιχτή
ή μια υποψία φως
στο μπαλκόνι.
Εσύ λαθροβατείς ακόμη
στο όνειρο
άυλε ιχνηλάτη των αισθήσεων,
αφουγκραστή
της νύχτας των εκμυστηρεύσεων
σκοτεινής περικοκλάδας.

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

 
Στο ράφι,
σ’ ένα μαυρόασπρο κουτί
πριν φύγεις άφησες
την εικονογραφημένη ζωή
που τακτοποίησες
σε διαφάνειες έγχρωμες
και ταξινόμησες
με αύξοντα αριθμό απελπισίας.
Τώρα, σε σκοτεινό
δωμάτιο κάθομαι
και οι προβολές
στον τοίχο συνεχίζονται
μέχρι να ξεθωριάσει
η εικόνα ή εγώ
να φύγω.

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

 
Βιβλία
ασφυκτικά συμφιλιωμένα
συνομιλούν αθόρυβα
με του τοίχου το εκκρεμές.
Σελίδες
σε στάση αναμονής
συντροφεύουν τους αφουγκρασμούς
νυχτόβιας σιωπής.
Ένα άνοιγμα προσμένουν,
έστω μια ανάσα ζωής
στιγμιαίας, ασήμαντης.
Άγγιγμα φευγαλέο
το φυλλομέτρημα.
Από τον αποξηραμένο
μίσχο ενός ρόδου
κρέμεται η υπόσχεση
για μια επίσκεψη
που όλο αναβάλλεται.

ΠΕΔΙΟ ΒΟΛΗΣ

 
Φλύαρες ματιές
Ματιές λοξές
Ματιές κενές
Ματιές ασήμαντες
Ματιές σημαντικές
Ματιές με νόημα ή και χωρίς
Ματιές εκπορνευμένες
Ματιές ρηχές
Ματιές βαθιές
Ματιές σπαθί
Ματιές φωτιές
Λαθραίες ματιές
Ματιές βουβές.
Αναρωτήθηκες ποτέ
αν διασταυρώνονται σωστά
όλες οι διάφορες ματιές;

ΠΡΑΣΙΝΟΒΕΝΕΤΟΣ

 
Ανέστιος περιφέρεται
σε απαστράπτοντα σαλόνια.
Γονυπετής
σε σκοτεινούς διαδρόμους
σέρνεται.
Λεχρίτης συνεπής
της κάθε εξουσίας
Κάποτε Πράσινος, άλλοτε Βένετος
συχνά Πρασινοβένετος.
Το χρώμα δεν έχει σημασία
μόνο η Σημαία Ευκαιρίας.

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΧΗΓΟΣ

 
Την πολυθρόνα αυτή
πρόσεξε μην αγγίζεις.
Είναι από στόφα πορφυρή
με κρόσσια της Ανατολής
ραμμένα με κλωστή χρυσή.
Κειμήλιο ιερό
Κομμάτι μουσειακό.
Εδώ κάποτε κάθισε
ο Μέγας Αρχηγός
άλλως γνωστός
ως μη κοινός θνητός.
Όσο για σένα, αν κουραστείς,
ένα πτυσσόμενο σκαμνί αρκεί.
Έχεις ακόμα περιπλάνηση πολλή
και η ανάπαυση αργεί να ‘ρθει.

ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΝ

 
Από του ύπνου το παράθυρο
ξεφεύγει ο στίχος
ο μοναχικός.
Περιδιαβάζει στην πόλη
ανενόχλητος.
Κάθεται σε παγκάκια
ερωτευμένων,
κλείνει το μάτι
στις μικρές εφημερίδες,
κλεφτά κοιτά
και τις γυμνές φωτογραφίες.
Σε σκουριασμένης αρχοντιάς
μπαλκόνια αναρριχάται
γαντζώνεται σε πέτρες
προμαχώνα
κρύβεται πίσω από
βαρέλια δίχρωμα
κι έπειτα προχωρεί
στου Αγίου Κασσιανού
την αγρυπνία – ίσως ανάψει
ένα κερί, έτσι για την ευλάβεια
της στιγμής –
Ο στίχος ο μοναχικός
σε αναζήτηση
του ποιήματος περιδιαβάζει
στην πόλη ανενόχλητος
σφυρίζοντας
έναν άηχο σκοπό
κι ύστερα χάνεται
στις διακλαδώσεις του ονείρου.

SYLVIA PLATH

Από καιρό τα μάτια της
δεν ταξιδεύουν πια.
Στριφογυρίζουν στο κενό
διαγράφουν κύκλους αδειανούς
κι επανέρχονται βουβά
κάπου στο κέντρο
της καρδιάς.
Το πρωί τη βρήκαν
να κοιμάται
με δύο στίχους αγκαλιά.
Η αγγελία θανάτου
έγραφε «Ποιήτρια».

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 
Θυμάμαι το παιδί
που με κομμάτια κουρελούδες
έφτιαχνε κάποτε μια μπάλα
……………………………………………….
Ανάμεσα στη γραμμή του ήλιου
και την καμπύλη της νύχτας
πλάθω ένα ποίημα
σαν στρογγυλεμένο παραμύθι.
Είναι οι λέξεις του χωρίς γωνιές,
καιρό πολύ τις στίλβωνα
μέχρι να γίνουν λείες.
Ύστερα αφαίρεσα
όλες τις οξείες.
Η πιθανότητα τραυματισμού
έχει σχεδόν εκλείψει.
Τώρα ανενόχλητα
φυλλομετρώ τα λήμματα
του λεξικού της λήθης.

ΜΕΤΕΩΡΑ ΛΟΓΙΑ

Το Ευαγγέλιο μας
αρχίζει με της
«ασυναρτησίας το ανάγνωσμα»
Προχωρεί
στην παραβολή του άσωτου υιού
που δεν επέστρεψε
και καταλήγει στην προσευχή
χωρίς αντίκρισμα.
Κάθε πρωί
γίνεσαι όλο και πιο χθεσινός
Κάθε βράδυ
γίνομαι όλο και πιο απούσα
Κάποτε
στη διασταύρωση της μνήμης
ίσως διακλαδωθούμε
Δεν ωφελεί
ν’ αναμοχλεύεις
στάχτες
Οι γκρίζες σκιές
στα μάτια
σε τυφλώνουν
Στου έρωτα τη ροή
η άμπωτη
την παλίρροια
ακολουθεί.
Στα μάτια σου
βουλιάζει μια θάλασσα
τρικυμίας
κι αναδύεται
ένας ωκεανός σε νηνεμία
Δάνεισέ μου τον ύπνο σου
για μια νύχτα
κι εγώ
θα επιστρέψω τα όνειρα
που επιμένουν να επανέρχονται
Ανάμεσα στα σύννεφα
η πανσέληνος
τρέχει να προλάβει
τ’ αδικαίωτά μας όνειρα
Ένα χαμόγελο
καθορίζει
το στίγμα της μέρας
Ένα χάδι
Το σχήμα της νύχτας
Ο Αστεροσυλλέκτης Ποιητής
Αλιευτής ονείρων
Ασκητής του ελάχιστου
Χορευτής του διάφανου
Μύστης της άχρονης στιγμής.

 

ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ (2000)

Ανεπιστρεπτί

Η σχισμή τ’ απείρου
Ο προορισμός.
Ημερομηνία αναχώρησης
Το απρόσμενο.
Αποσκευές ανάλαφρες.
Υποσημείωση:
Δε σου χρειάζεται παρά μόνο
Ανάμνηση από γέλιο που γητεύει
Απόσταγμα από δάκρυ που ξεθώριασε
Λίγη φλούδα μυρωδιάς από άνοιξη
και μια ντροπαλή ανεμώνα
που ξεχάστηκε.

Ιεροτελεστία

Κάθε δέκατη τρίτη
μέρα του φεγγαριού
με του Μορφέα την αγκαλιά
ερμητικά κλειστή
και με οδηγήτρια σκιά
την τελευταία πυγολαμπίδα
στο διάδρομο των μικρών ονείρων
ψηλαφητά αποκρυπτογραφώ
τα ιερογλυφικά της μνήμης.

Αδιάγνωστος Άγιος*

Της αίθουσας το αχανές
πλημμύρισε χλιδή
φανφάρες και χειροκροτήματα.
Παρόντες οι εκατόνταρχοι
και οι του δήμου εκλεκτοί.
Μες στην οχλοβοή
μια χειραψία εδώ
ματιά που προχωρεί εκεί.
Με περιδέραια στο λαιμό
αυτάρεσκα χαμόγελα
και οι πιγκουίνοι στη γραμμή
τελετουργούν υποτελείς.
Αυτοσκοπός η παρουσία,
τα τιμαλφή εκθέματα η αφορμή.
Κι εσύ, Άγιε Αδιάγνωστε,
το πορφυρό της παπαρούνας ντύθηκες
διέσχισες αιώνες και ταξίδεψες
για να μας συναντήσεις.
Κι όμως γιατί;
Δεν άκουσες;
Στη μνήμη μας ξεθώριασε
ακόμη κι αυτή
η πράσινη γραμμή.
*Αδιάγνωστος Άγιος Τίτλος αγιογραφίας του 13ου αιώνα
στην έκθεση Βυζαντινή Μεσαιωνική Κύπρος, Δημοτικό Κέντρο Τεχνών,
Λευκωσία, Μάρτης ’98.

Καβαφικό

Κι αν δεν μπορέσεις
ν’ αναχαιτίσεις
το συρμό του διασυρμού
προσπάθησε τουλάχιστον
στου αναχρονισμού σου
αυθεντικός
να παραμείνεις.

Πορτραίτο

Φυλλομετράς τις μέρες
με τ’ αποκόμματα
εφημερίδων.
Ταξινομείς τα γεγονότα
Μετατοπίζεις ημερομηνίες
Οριοθετείς συνάξεις.
Μ’ ανύπαρκτες αποδράσεις
σκηνοθετείς
φανταστικές επαναστάσεις.
Προσθέτεις κι αφαιρείς
αισθήματα
στην εκλογίκευση
της πράξης.

Διαδίκτυο

Με μάτια φωσφορίζοντα
μετροφυλλώ ιστοσελίδες.
Κυκλοφορώ στο χώρο
απρόσκλητος — με κυβερνά
τον κυβερνώ —
Είμαι ο δέκτης
κι ο πομπός.
Με μόνη συντροφιά
τα στίγματα,
τα τόξα,
τ’ αρχικά νοήματα
κλείνω τη μέρα
ανοίγω τα Παράθυρα.
Διακεκομμένα τα μηνύματα
κι ανάμεσα αναπάντητα
πληθαίνουν τα ερωτήματα.
Μια κίνηση αρκεί
Στο www…com.
δικτυώνεται
η ψυχή.
Στη φλύαρη οθόνη
εικονογράφηση ζωής.
Απόψε,
κάπου φτιάχνουν πόλεμο
χωρίς πολυβολεία
ενώ οι βόμβες ξαγρυπνούν
σε μια γωνιά τ’ ουρανού.
Στο σεληνόφως, κάπου αλλού,
7] ορχήστρα παίζει
ουβερτούρες.

Ασκήσεις τον καλοκαιριού

Το κύμα
ερωτοτροπεί
Χρωματογραφώντας
το πέλαγος.
Στην αντίστροφη μέτρηση
του ανέμου
λωρίδα από ροδόχρωμα
έτσι όπως βυθίζεται
στο αιώνιο
του ορίζοντα
ταξιδεύει
στο ράμφος του γλάρου
μέχρι την ανατολική
ακτή του έρωτα.
Το νησί
μ’ άσπρα χαμόγελα
στα σπίτια
σ’ αποχαιρετά
ενώ εσύ κλείνεις
τη φλυαρία του φλοίσβου
αιχμάλωτη στις εσοχές
των κοχυλιών
για συντροφιά
τις αφέγγαρες βραδιές
κάποιου χειμώνα.

Σαντορίνη

Παλιά καράβια
αβύθιστα
στο υπόσκαφο
μετοίκησαν.
Μέταλλο και μετάλλαξη
Βίδες βουβές
Σπασμένες αλυσίδες
Κομμάτια από σκουριά
Σιωπή και δημιουργία.
Μια παρτίδα τάβλι
με τον Ποσειδώνα
μετρά το χρόνο
που δραπέτευσε
μέσ’ από ένα φιλιστρίνι.
Κάπου κοντά κοιμάται
ο Εγκέλαδος.

Γυναίκα

Μία σπασμένη καρέκλα
δυο βιβλία για δεκανίκια
κι ένα κομμάτι σπάγκο
σφικτά δεμένο.
Απόψε,
ο αγέρας βρέχει κουκουνάρια
με νυσταγμένα μάτια.
Κλωνάρι ιτιάς γυμνό
κτυπά τα κεραμίδια.
Κλάμα της γάτας μακρινό
διασχίζει το σκοτάδι.
Οι δείκτες κινούνται
από φθινόπωρο σε φθινόπωρο
καθώς η εικόνα επιστρέφει
στο ίδιο πάντα δωμάτιο.
Η γυναίκα
με το βλέμμα βιδωμένο
στο πόμολο της πόρτας
και την παλάμη
ν’ ανοιγοκλείνει αναποφάσιστα
κάθεται στη σπασμένη καρέκλα.
Δυο βιβλία για δεκανίκια
κι ένα κομμάτι σπάγκο
σφικτά δεμένο.
Έτσι δισταχτική παρθένα
κι άτολμη,
θα μείνει ως το πρωί.
Αύριο,
ίσως σκεφτεί
να γράψει ιστορία…

Συνθηκολόγηση

Στην υγρασία της νύχτας
μούλιασαν τα όνειρα.
Το πρωί
σα βγήκε στην αυλή
βρήκε στα χέρια της
να μπλέκεται
μια μάζα άμορφη, λευκή.
Είπε να φτιάξει
ένα ψωμί.
Μέχρι το μεσημέρι
θα ψηθεί.
Ξέχασε όμως η άμυαλη
πως δεν είχε προζύμι
κι αρκέστηκε στο πρόσφορο
και μια ευχή
για τη γιορτή την Κυριακή.

ΑΤΙΤΛΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ

Συγκάτοικοι του ορίζοντα,
γυρεύαμε
ένα άστρο
να κρεμάσουμε
τις προσδοκίες μας
ένα μονοπάτι φως
να χωρέσει
το όνειρο
ένα φυλλόδεντρο
να κρύψουμε
την αγάπη.

Οι άλλοι
δε μας πρόσφεραν
παρά ένα φύλλο πορείας
για το τέρμα.

Την αφρογέννητη
δε θα βρεις
εκεί όπου ανεδύθη.
Πλύθηκε, στολίστηκε
και ύστερα μετοίκησε.

Μόνη παρηγοριά
απέμεινε
η επίσκεψη την άνοιξη
στ’ άνυδρα λουτρά.

Σκηνοθεσίες, χειρονομίες.
Συντεταγμένες γνωριμίες.
Αχρείαστες στιχομυθίες.
Κι εσύ ακόμη διερωτάσαι
πώς γέμισε ο πίνακας
αδιόρθωτες ανορθογραφίες.

Στη χοάνη
της ρουφήχτρας μέρας
όλο βυθίζομαι
Στόμιο από φως
και προχωρώ…
Σκοτάδι στιλπνό.
Πού και πώς
να γαντζωθώ
προτού πνιγώ;

Ελπίδα μόνη
διαφυγής
οι ζωγραφιές
από παράθυρα
στον τοίχο.
Ίσως γι’ αυτό
τα σχέδια απόδρασης
να έμειναν μόνο
στο χαρτί.

Ο ανυποψίαστος Απρίλης
άνοιξε τα βλέφαρα
στον έρωτα
και τυφλώθηκε.
Τα μάτια του
δεν είχαν συνηθίσει
αυτή τη λάμψη.

ΜΕΤΕΩΡΑ ΛΟΓΙΑ

Ο χώρος κι ο χρόνος
χιαστί διαγράφουν
το σχήμα της αέρας.

Μη συμπληρώνεις φράσεις
στη σιωπή.
Μονάχα λέξεις
μ’ αποσιωπητικά…

Είμαστε όλοι
μελλοθάνατοι.
Ετοιμο-θάνατος
κανείς.

Μόνο τα περιστέρια
στην πλατεία
ικανοποιούνται με ψίχουλα.
Ίσως πια
ούτε κι αυτά ακόμη.

Φωνή
χωρίς φωνήεντα
η κραυγή.
Πώς ν’ ακουστεί;

Η μνήμη
δεν ξεχνά
Είναι εμείς
που δε θυμόμαστε

Δεν ωφελεί
να μετράς τις μέρες
με το μέγεθος του φεγγαριού
τα βράδια.

Φάρος που αναβοσβήνει
η καρδιά.
Υπάρχει;
Δεν υπάρχει;
Έπαψε πια
να έχει σημασία.

Απ’ όπου κι αν αρχίσεις
να μαδάς τις μαργαρίτες
στο ίδιο πάντα σημείο
καταλήγεις.

Αγάπη
Νότα που δραπέτευσε
από συγχορδία
παράφωνη.

Οι ποιητές
τις νύχτες
μεταναστεύουν
στη συνοικία του ορίζον
Μόνο έτσι μπορούν
να υπομείνουν
τη μέρα.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΖΑΦΕΙΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΗΙΝΟ (1996)

Μας ειδοποίησαν
και μας προειδοποίησαν
να μην επιμένουμε
γιατί εδώ επιτρέπεται μόνο
η εγκεφαλική ποίηση,
η ερωτική απουσία,
η ασυνάρτητη πεμπτουσία
και η συναισθηματική ανομοιοκαταληξία.

Φυγή

Τα παιδιά του Δευκαλίωνα
δεν κατοικούνε πια εδώ.
Άδειασαν την αρχέγονη ψυχή τους
στην ακροθαλασσιά,
Φόρτωσαν την τεμαχισμένη τους ζωή
σε τροχοφόρα πολύχρωμα
και πριν προλάβουν τα σπίτια να σφαλίσουν
αλαφιασμένοι έφυγαν κατά τη δύση.
Εκείνοι, οι λίγοι, που έμειναν πίσω
-πεισματικά ή κατά τύχη —
γίναν παρελθόν από μάρμαρο,
Τώρα τους μνημονεύουμε
τα καλοκαίρια.

Μνημόσυνο

Στο συναξάρι του 7 Αι Γιάννη
η χώρα αιμάσσουσα
μας καταδιώκει
κι η μνήμη αναδιπλώνεται
σ’ ανάταση ψυχής.
Τούτος ο τόπος
δεν λέει να μας εγκαταλείψει»
Εργολαβικά λαξεύει την καρδιά
και το μεδούλι τυραννεί
σ’ ένα σημείο απόγνωσης τρελής
Μια ανακύκλωση ελπίδας
η πορεία μας,
χωρίς πυξίδα κι ορόσημα.
Κυνηγοί έως τυχοδιώκτες
προχωρούμε
στο σχήμα του οράματος.

Αρχαιοκαπηλία

Δρασκελώντας προμαχώνες
από θρυμματισμένα αγγεία,
συνεπιβάτες τραγικοί
σ’ αλλότριες πολιτείες
ανερμάτιστα οδεύουμε
ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο.

Διαπίστωση

Κοινά ορόσημα
μας περικύκλωσαν.
Ασφυκτικά δεμένοι
παραδοθήκαμε
σε γενικούς αφορισμούς
και μαζικούς χρησμούς.
Κατάλοιπα διαλύονται
σε μια αλλαγή,
αντίλαλο του χθες
προοίμιο του αύριο.

Νοσταλγικό

Κάθε Αύγουστο
νοικιάζεις ένα ζευγάρι κιάλια
τα βάζεις στα μάτια
κι ονειρεύεσαι…
την πολιτεία
πέρα από τα γκρίζα δέντρα,
την πολιτεία
που απλώνεται μέχρι τη θάλασσα.

Το σπίτι με τα συνθήματα

Νύχτα καλοκαιριού
το σπίτι ορθάνοιχτο
χασκογελάει.
Οι μάσκες προχωρούν
χωρίς ειρμό και συνδυασμό κυμάτων.
Λίγο πιο κάτω ο μιναρές
κι η ηχώ του μουεζίνη.
Βραδιά ποιητική
στο σπίτι με τα συνθήματα
«Δεν ξεχνώ»…
«Δεν είναι εδώ τα σύνορά μας»…
και το βουνό — ορόσημο
κρυμμένο στο σκοτάδι.

Οι γυρολόγοι

Μ’ ένα σακίδιο νεκροψίες
οι γυρολόγοι πάντα επιστρέφουν
αγγελιοφόροι θριαμβευτές.
Μονομαχούν,
δαμάζουν θηρία,
σκοτώνουν δράκοντες.
Κάπου – κάπου αγκαλιάζουν
κι αγγέλους.
Ύστερα γυρνούν τη ράχη
και με τραγελαφικά προσωπεία
σφηνωμένα σε ημίκυρτους αυχένες
περιφέρουν την έγκλειστη μνημοσύνη τους
κάτω από το πορφυρό φεγγάρι.
Στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας
η παράσταση
αναβάλλεται επ’ αόριστον.

Μικρές ώρες

Αραχνοΰφαντη θεά
των μικρών ωρών,
εσύ που όλο ταξίδευες
πάνω από δώματα
κι αετώματα
με δυο φτερούγες έρωτα
για συντροφιά,
απόμεινες τώρα μετέωρη
να μαζεύεις τα λαμπυρίσματα του σκοταδιού
σ’ ένα στεφάνι εκμυστηρεύσεων.

Αερικό

Το λευκό της απόλυτης σιγής
σπίλωσε αναπάντεχα
η σταγόνα της βροχής.
Ύστερα ήρθε η καταιγίδα
μέσ’ από το θρόισμα κουρτίνας,
απλώθηκε στα ψιθυρίσματα
του αιωνόβιου ξύλου,
έσβησε τη λάμπα
και προχώρησε
στο ελικοειδές μουρμουρητό
της σκάλας.
Το κραχ στον καθρέφτη
δεν τ’ άκουσε κανείς
ως το επόμενο πρωί.

Επιβίωση

Η εκπνοή του σκοταδιού
διαλύει τ’ όνειρο,
ταριχεύει
την τελευταία ρανίδα
ακρωτηριασμένων συναισθημάτων
και προχωρεί
σε πονηρούς συσχετισμούς
κι ανήθικες δοσοληψίες.

Ανία

Το λίκνισμα της τζιακαράντας
τα βράδια της σιωπής.
Νωχελικά τα όνειρα κυλούν
και κάτω απ’ την ελιά
ξυπνά ο κήπος με τ’ ασφόδελα.
Άργησες πάλι,
το φως στ’ αντικρινό παράθυρο σβηστό.
Μια υπνηλία μακρόσυρτη
βαραίνει τα βλέφαρα
και δεν ξέρεις, αν είναι τα μάτια σου
κλειστά ή ανοικτά,
δεν ξέρεις, αν είναι τα μάτια σου…
Τα τριζόνια της Έγκωμης
κοιμήθηκαν νωρίς απόψε,
είναι κι αυτό μια σκέψη.

Εμπλοκή

Σαν τ’ άσπρο χαρτί
καταβροχθίζει ΐις λέξεις.
Το χέρι μετέωρο
αδυνατεί να χαρτογραφήσει
τ’ όνειρο.
Ψηλαφώντας το σκοτάδι
προχωρείς κι όλο επιστρέφεις,
γλιστράς κι όλο ανεβαίνεις
κι η σκέψη σου [Βυθίζεται
σε κύκλους μεταποίησης.
Η έμπνευση
κραυγή απελπισίας σε αντίλαλο.

Ψυχο-βορά

Τους στίχους που δεν έγραψες
κρύψε καλά μες στα σεντόνια.
Μετά να τα διπλώσεις όμορφα
κι αφού προσθέσεις δεντρολίβανο
για μυρωδιά στις κόγχες,
να τα τοποθετήσεις στοργικά
μες στο μπαούλο της γιαγιάς.
Να το κλειδώσεις ύστερα διπλά
και να πετάξεις το κλειδί
όσο μακρύτερα μπορείς.
Στα χρόνια τα πολλά
οι στίχοι αυτοί—να θυμηθείς
θα έχουνε γίνει ένα με το σαράκι της ψυχής.

Η Ερμιόνη

Στη Νίσυρο
δεν έφθασε ποτέ
η Ερμιόνη.
Από καπρίτσιο
έμεινε στα μέσα του πελάγους.
Να διαφεντεύει ουρανούς,
να χαιρετά τους γλάρους
και ν’ αλιεύει στο βυθό
τις Ατλαντίδες.

Της θάλασσας-Νυχτερινό

Όταν η νύχτα τέμνεται,
οι μεθυσμένες μέδουσες
βγαίνουν στη στεριά.
Αστερισμοί ιχνογραφίες
στην αμμουδιά.
Σελήνη που στιλβώνει
την άκρη του βράχου.
Καθώς το κύμα σπάζει
τη διαφάνεια της στιγμής
– η ισορροπία των στοιχείων
διαταράσσεται.

Της θάλασσας- Καλοκαιρινό

Κοχύλια στην ακρογιαλιά
τ’ αταξίδευτα καλοκαίρια,
βότσαλα στο βυθό
οι αγάπες μας
κι ένας ήλιος ατόφιος
να σημαδεύει την αλμύρα του κορμιού σου
Αποτυπώματα σιωπής
τα υγρά πέλματα στην άμμο
και στην άπλα της θάλασσας
η ανία της μέρας που χάνεται
την ώρα της απόχρωσης
από βαθύ μαβί σε σκούρο γκρίζο.

Της θάλασσας- Ερωτικό

Στης θάλασσας το άνοιγμα
σβήνει η αμμουδιά τη λυκαυγή.
Ο αστερισμός του Τδροχόου
ταυτίζεται με τους Ιχθύς.
Σαν αναδύεται τ’ όνειρο
με τ’ απονεκρωμένα χαμόγελα,
τις μύριες αχιβάδες,
τ’ απολιθωμένα μάτια,
κομμάτια από κογχύλια.
Τοπίο ρευστό κι αεικίνητο
η σύλληψη η ενδόμυχος,
ο πόθος ο αφρογέννητος.
Σε σχήματα πρωτόπλαστα
υγροί κυματισμοί.

Ανάμνηση

Αιχμαλώτισες τη χίμαιρα.
Χρωμάτισες το φως
με λάμψεις αιώνιες.
Γέμισες δελφίνια τις μέρες
και ξεσκίζοντας την ύπαρξη
έφυγες.
Ο κόσμος μικραίνει
για να χωρέσει
στις κόρες των ματιών σου.

Παραλλαγές

Σκιές ανέραστες
στο διάφανο της ειμαρμένης
αιωρούνται.
Η μνήμη
ανασχηματισμένη χάνεται
σε νυχτερινές περισυλλογές
παρωχημένης θλίψης.
Οι ψίθυροι
σταλαχτίτες σφηνωμένοι
στην αιχμή της μέρας.
Κι εμείς
μιας πληγωμένης κλεψύδρας
το χρονομέτρημα.

Γυμνό

Το σώμα σου
ανεστραμμένη παλάμη
σ’ αναζήτηση
αναμοχλεύει το όνειρο
στα ηδυπαθή κοιλώματα
του ιμέρου.
Με δάχτυλα ιριδίζοντα
υπογραμμίζω τη σιωπή σου
σε σχήμα αρχαϊκού χαμόγελου.

Αντίο

Σα θα φύγεις
πάρε μαζί σου
ανάμνηση από φεγγάρι που χλευάζει
τις τροπαιούχες νύχτες του έρωτα
κι άφησε πίσω
εικόνα νεκρής φύσης στο κρεβάτι
και μια τεθλασμένη μοναξιάς
στην άχνα του καθρέφτη.
Τότε που η εξουσία της απουσίας σου
θα στροβιλίζει στ’ αναπόκριτο δωμάτιο,
μέσ’ από ένα χαμόγελο νωπό
τα λόγια της φθοράς
συνωμοτικά θα συνθέτουν
μια συγχορδία σιωπής στ’ όνομά σου.

ΜΕΤΕΩΡΑ ΛΟΓΙΑ

Ο χρόνος έκθετος.
Η πορεία διακεκομμένη.
Αδιάβροχη πια η ψυχή
κι η καρδιά ασύμμετρη,
σχεδόν γεωμετρική.
***
Εδώ
οι άνθρωποι
ζουν σε χειμερία νάρκη,
ακόμη και την Άνοιξη.
***
Μην απελπίζεσαι.
Οι Ερινύες
πάντα προσπερνούν
τους σκοτεινούς διαδρόμους
με τα κυπαρίσσια.
***
Ζωή.
Ένα δέντρο
στα κλαδιά του
χάζεψε το πέρασμα του χρόνου
καρτερικά υπομένοντας
το τέλος.
Κάθε μεσάνυχτα
αδειάζει ο κόσμος
από ποίηση.
Κάθε πρωί
γεμίζει η μέρα
εύσχημα λόγια.
***
Κομμάτι πέτρα
ακατέργαστη
σμιλεύεις
μια ζωή
κι ακόμα δεν κατόρθωσες
να δώσεις



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου