Τρίτη 30 Μαΐου 2017

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΣΩΝΗ











ΛΑΠΗΘΟΣ ΜΟΥ  (2016)



 




Οι λεμονιές σου Θ’ ανθίσουν και πάλι


Λάπηθος, ανθισμένο λουλούδι
στην πανέμορφη γη του Πράξανδρου!
Ακονίζουν ακόμα τα μαχαίρια
οι Λαπηθιώτες τεχνίτες σου.
Πλάθουν ακόμα τον πηλό
οι δικοί σου αγγειοπλάστες,
καθώς έμαθαν από πάππου προς πάππου
γενιά με γενιά...

Τα υφαντά σου, ζωγραφιές, θυμητάρια
κεντημένα από χέρια γυναικών
που τις γέννησες,
στέλνουν ακόμα το μήνυμα της παράδοσης
που ποτέ δεν προδώσαμε.

Τα κυκλάμινα ανθίζουν ακόμα
στις παρυφές του σκλαβωμένου Πενταδάκτυλου,
απείραχτα κι ανέγγιχτα απ’ τον χρόνο
κι απ’ του ξένου βαρβάρου το κούρσεμα,
φυλακές της δικής μας άνοιξης
που για χρόνια προσμένουμε
κι όπου να’ ναι θε να ’ρθει.

Οι λεμονιές σου θ’ ανθίσουν και πάλι
σκορπώντας απλόχερα μυρωδιές
που μεθούν την ψυχή
και μεστώνουν τον πόθο
για τον γυρισμό...

 

  

Το ταξίδι της προσφυγιάς


Βγήκαμε στον δρόμο
και πήραμε το τρένο για τη δύση,
γιατί ο ήλιος βασίλεψε πια
κι ο ορίζοντας δεν θα ροδίσει.
Ατενίζοντας για λίγο την ανατολή,
μείναμε έντρομοι
για το ταξίδι μας στη δύση.
Αναποφάσιστοι
ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας,
το άμοιρο ταξίδι μιας μοίρας πικρής,
με τη θλίψη στην ψυχή
και την πίκρα στα χείλη...




Στης πίκρας τ’ αχνάρια


Ακολούθησα της πίκρας τ’ αχνάρια
και βγήκα σ’ απάτητη περιοχή.
Παράξενο όμως, πολύ παράξενο!
Η ποδοπατημένη αμμουδιά
τι να ’ναι άραγε;
Ή μήπως έχασα
την ακτίνα ορατότητας;
Παράξενο, πολύ παράξενο!
Της πίκρας τ’ αχνάρια
ποτέ δεν τα βρίσκουμε
σ’ απάτητη περιοχή...



Εμμονή


Κουρνιάσαμε σε ιδέες
κουρσεμένες από βαρβάρους.
Οι πλεκτάνες των βαρβάρων
δεν μας τρομάζουν.
Επιμένουμε
σε φωτεινές ιδέες,
εμμένουμε
στις δικές μας ιδέες.



Χωρίς προσανατολισμό


Είπα να ξεφύγω για λίγο
από τούτο τον όμορφο σκοπό
του αηδονιού,
που μου’ χε πλανέψει τη σκέψη
κι είχα βρεθεί κατά λάθος
σε άλλο ημισφαίριο.
Είπα να ξεφύγω για λίγο
γιατί τα φτερά του
με είχαν ταξιδέψει
σε άλλους ορίζοντες
κι έχω μείνει
χωρίς προσανατολισμό...




Ελπίδα


Ζωντανέψαμε στο πέρασμά μας
το νεκρό φως του καντηλιού.
Δώσαμε λίγο ψωμί στον ζητιάνο
να κορέσει την πείνα του.
Βγάλαμε λίγο νερό
απ’ το πηγάδι
και δώσαμε στον ξένο διαβάτη
να ξεδιψάσει.
Αφήσαμε τα πουλιά
να κελαηδούν στα κλαδιά
και τα πρόβατα να βόσκουν
στο λιβάδι.
Πήραμε το σακί του οδοιπόρου
κι αρχίσαμε
ν’ ανεβαίνουμε στην κορυφή
με μια ελπίδα μόνο...