Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ





Η Άννα Κακουλλή γεννήθηκε στη Λευκωσία. Μεταξύ το 1983-1990, σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών Μόσχας "Σούρικωφ", απ’ όπου απεφοίτησε με μεταπτυχιακό τίτλο στη Ζωγραφική και τη Μνημειακή Ζωγραφική. Μέχρι στιγμής πραγματοποίησε έξι ατομικές εκθέσεις στη Λευκωσία, μία στη Λάρνακα, ενώ δουλειά της έχει εκθέσει και σε Αθήνα, Φιλανδία και Νέα Υόρκη. Έχει επίσης λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις σε Κύπρο, Ελλάδα και Γαλλία.
Τα τελευταία χρόνια συγχρόνως με τη ζωγραφική αφιερώθηκε και στη γραφή.

Διηγήματα της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους.





Στο βιβλίο της  Παράλληλες ζωές η Άννα Κακουλλή  περιγράφει τη ζωή τριών γυναικών, της Χλόης, της Μαρίας και της Αλίνας που τα συναισθήματα τους τις οδηγούν σε παράλληλες ζωές.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ


     Ενώ έπληττα, νιώθοντας τύψεις που περνούν οι ημέρες μου χωρίς να κάνω τίποτα, χάζευα αφηρημένα ένα κομμάτι καμένο χαρτί που ξέμεινε ποιος ξέρει από πότε σε μια γωνιά της κουζίνας. Φυσικά ξέρω πως αν άκουγε κάποιος τη σκέψη μου, σίγουρα θα διαμαρτυρόταν. Μόνο εγώ ξέρω ποιο είναι αυτό το τίποτα. Τίποτα είναι οτιδήποτε δεν έχει να κάνει με ζωγραφική. Δεν ζωγραφίζω, άρα χάνω τον καιρό μου, άρα συγχύζομαι, πανικοβάλλομαι και ψυχοπλακώνομαι.
     Πιάνω το καμένο χαρτί στο χέρι και το μελετώ. Η καθαρή άσπρη και σταθερή επιφάνεια, σ’ αντίθεση με την καμένη και τρύπια. Αφήνομαι στη μαγεία αυτής της εικόνας. Βρίσκω μια πένα στο συρτάρι κι αρχίζο3 να τραβο5 γραμμές. Ψάχνω τα ντουλάπια, μαζεύω ό,τι παλιόχαρτο βρίσκω μπροστά μου. Τα βάζω στο τραπεζάκι μου δίπλα στο υπολογιστή. Τρέχω στο διπλανό περίπτερο κι αγοράζω κεριά.
     Ανάβω το κερί και παίρνω το πρώτο χαρτί. Το μεταφέρω σε σταθερούς κύκλους πάνω στη φλόγα Τέλεια. Παίρνω το επόμενο. Αλλάζω κίνηση. Αυτό είναι πιο λεπτό και παίρνει φωτιά. Το ρίχνω στο πάτωμα και το πατώ για να σβήσει. Κοιτάζω το παπούτσι μου, ευτυχώς δεν έχει καεί η σόλα. Συνεχίζω με τα υπόλοιπα χαρτιά. Το κάθε χαρτί ανάλογα με το πάχος του αντιδρά διαφορετικά. Όταν τελειώνω, τα τοποθετώ ένα ένα στο πάτωμα. Ξεχωρίζω τα τρύπια. Αυτά πρέπει να κολληθούν σε χρωματιστό χαρτί. Ανοίγω όλα τα ντουλάπια χωρίς να ξέρω τι ψάχνω. Χαμογελώ. Ένα χοντρό ρολό με καφέ
χαρτί περιτυλίγματος. Να δούμε από πότε είναι εκεί. Τώρα πια τα χαρτιά περιτυλίγματος είναι μικρά και πολύχρωμα.
     Ταιριάζει τέλεια. Αυτό το συγκεκριμένο καφέ μοιάζει με απόχρωση του καμένου χαρτιού. Κολλώ μερικά. Ευτυχισμένη με το αποτέλεσμα, σταματώ και κάθομαι στον υπολογιστή. Καλύτερα να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό για το υπόλοιπό της μέρας και να επανέλθω την επόμενη με φρέσκο μάτι. Συνεχίζω με τη Αλίνα.



Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΑΝΝΑ ΚΑΚΟΥΛΛΗ























Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

ΘΕΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ







Γεννήθηκε στη Λευκωσία, κι έζησε τα μαθητικά της χρόνια στην συνοικία της Χρυσαλινιώτισσας,  στη πράσινη γραμμή.


ΤΗΣ ΘΕΣΙΑΣ


Γεννήθηκες στην οδό Αγαμέμνονος
σ ένα σπίτι στο χρώμα της ώχρας
που σήμερα το ξέφτισε ο χρόνος. 
Μέσα οι τοίχοι βαμμένοι χαμόγελο
από το κοριτσάκι με τις κοτσίδες
που μεγάλωνε παίζοντας με νότες
και μάθαινε γραφή στις παρτιτούρες.

Κι όταν έφτασε πια ο καιρός
άπλωσες τα φτερά και πέταξες
πέρα απ’ τις ακτές του νησιού 
να απλώσεις παντού τη μουσική
που οι Μούσες σε ευλόγησαν
κι απλόχερα να μας χαρίζεις
τραγούδια που αγγίζουν τις ψυχές.











Σπούδασε στη Μουσική Ακαδημία Κύπρου, στο Εθνικό Ωδείο Βορείου Ελλάδος, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (Νομική), στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Πολιτικές Επιστήμες). 

Δίδαξε «Φωνητική Έκφραση στο Αρχαίο Δράμα» στους επαγγελματίες ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου. Σύμβουλος για το Αρχαίο Δράμα στο Εθνικό Θέατρο του Όσλο, Νορβηγία (Μήδεια, Ηλέκτρα). Δίδαξε επίσης , ενορχήστρωσε και διασκεύασε και δισκογράφησε πάνω από 600 τραγούδια της ελληνικής παράδοσης (δημοτικής και αστικής).

Βραβεία: Καλύτερη Μουσική για τον Κινηματογράφο (Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1989, για την ταινία «Ω Βαβυλών» / Καλύτερη μουσική για τον κινηματογράφο, (Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Άγκυρας 1992, για την ταινία «Rosa je t’ aime» της Ουσούλ Οζγκεντούρκ.

Κινηματογραφικά soundtracks: «Η λογική των θυμάτων» του Βάσου Γεώργα / «Ω Βαβυλών» του Κώστα Φέρρη / «Electra» του Jay Raskin / “Rosa je t’aime” της Icil Ozgenturk / “Kayikci” της Biket Ilhan.

Μουσική για το Θέατρο
«Γυάλινος Κόσμος» του Tennessee Williams (Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος), «Πειρασμός» του Γρηγορίου Ξενόπουλου (Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος), «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του William Shakespeare (Θέατρο Συντεχνία), «Όταν έσβησε το καλοκαίρι» του Alexei Arbouzof (ΕΡΤ), «Ξαφνικά πέρσι το Καλοκαίρι) του Tennessee Williams (Θέατρο Γκρανγκάντα), «Ονείρου Ελλάς» μουσική παράσταση (Παλιός Διογένης), «Μη μου πατάς το Πάγκαλο» Αθηναϊκή Επιθεώρηση (Θέατρο Ορφεύς), «Ρεμπέτικο Μυστήριο» λαϊκή όπερα, με λιμπρέτο/στίχους Κώστα Φέρρη [1983 Θέατρο Σμαρούλα / 1984 Κούρειον Κύπρου, Λευκάδα / 2001 ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ρόδου / 2002 Δημοτικό Θέατρο της Χάϊφα / 2007 Κρατικό Θέατρο σε σύμπραξη με την Όπερα της Άγκυρας] κ.ά.

Μουσική για την Τηλεόραση
«Οι Δρόμοι του Αρχαίου Δράματος» σειρά ντοκιμαντέρ του Κώστα Αριστόπουλου, «Απόδραση» μυθοπλαστική σειρά του Κώστα Φέρρη, «Έλα στο φως» μουσικο-θεατρική σειρά των Μίνου Βολανάκη και Κώστα Φέρρη.
«Έλα απόψε στου Θωμά» μουσική σειρά του Κώστα Φέρρη. «Οι δικηγόροι της Αθήνας» μυθοπλαστική σειρά του Κώστα Μαζάνη. «Καίτη Γκρέϋ: Η ζωή μου» μυθοπλαστική σειρά του Κώστα Φέρρη. «Ονείρου Ελλάς» μουσική σειρά 60 επεισοδίων του Κώστα Φέρρη κ.ά.

Δισκογραφία
«Απόδραση», «Oh Babylon», “Έλα απόψε στου Θωμά”, “Ηλέκτρα και άλλα εγκλήματα”, “Ονείρου Ελλάς” live, “Το ρεμπέτικο στου Θωμά” 6 CDs box, 
“Ρεμπέτικο Μυστήριο” διπλό άλμπουμ, “Ονείρου Ελλάς” 32 CDs, 500 τραγούδια της ελληνικής παράδοσης, δημοτικά, ρεμπέτικα, ελαφρά, έντεχνα.
Σημαντικότερες παραγωγές ραδιοφωνικών σειρών στο Α΄,Β΄, Γ΄ και στην Φωνή της Ελλάδας, της ΕΡΤ Η Μουσική στο Θέατρο και τον Κινηματογράφο, Νυχτερινή Πτήση, Ρεμπέτικη Καληνυχτιά, Τα Ρω της μουσικής, Οι μεγάλες ροκ συναυλίες, Το Καραβάνι της τζαζ, Προ Πενταγράμμου (Από τον Μεσαίωνα ως την Αναγέννηση), Ανατολικά της Εδέμ, Ονείρου Ελλάς, Πριν απ’ όλα Μουσική κ.ά.
Ρεμπέτικο: Το τραγούδι της φτώχειας – Ε΄ Μέρος: Από τη Δόξα έως την Πτώχευση

Ρεμπέτικο: Το τραγούδι της φτώχειας – Δ′ μέρος

Ραδιόφωνο
Το 1998 πέτυχε την υψηλότερη ακροαματικότητα των Κρατικών Ραδιοφωνικών Σταθμών με τη σειρά εκπομπών «Προ Πενταγράμμου» (Από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση) του Γ΄ Προγράμματος 









Μουσική/Στίχοι: Παναγιώτου Θέσια/Φέρρης Κώστας


Είδα στον ύπνο μου πως ήτανε βροχή

κι ήταν το σύννεφο μικρό σαν ένα αστέρι

Ήσουν μικρή και σε κρατούσα από το χέρι

κι είχαμε πιάσει το τραγούδι απ' την αρχή



Ένα αστέρι, το παιχνίδι κι η βροχή

για να πούμε το τραγούδι απ' την αρχή

σε μια πράσινη του ονείρου μου γραμμή να ακροβατώ

η νεράιδα μη με βρει και ξεχαστώ



Ήταν φθινόπωρο στην Πάφο το πρωί

και στην Αμμόχωστο το βράδυ καλοκαίρι

Στη Λευκωσία είχες χαθεί το μεσημέρι

κι εγώ περίμενα, ν' αλλάξει η εποχή



Όταν ξυπνήσω την αλήθεια μη μου πεις

πως στην Κερύνεια ακόμα έχουμε χειμώνα

Σου 'χω φυλάξει στ' όνειρό μου μια κρυψώνα

μ' ένα δρασκέλισμα στην άνοιξη να βγεις
































ΗΛΕΚΤΡΑ


            στις νότες της Θέσιας Παναγιώτου


Λικνίζεται στην κόψη
της μνημοσύνης
κρατά το αρχέτυπο ποτήρι
της εκδίκησης
αναζητά το φως
στην ηδονή των δακρύων
και βάφει το σκοτάδι
με κόκκινες αστραπές
από αίμα
Σε χρόνο άχρονο
την ονόμασαν Ηλέκτρα


Α. Καρακόκκινος










Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ





Αποχαιρετισμός


 (Απόσπασμα 1)

(Ο Γρηγόρης Αυξεντίου αποκλεισμένος στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά)

ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ πια τα ψέματα-δικά μας και ξένα.
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δε μπορείς πια
να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.

Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ-(για ποιόν; Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατο μου μια ύστατη γνώση,
ή γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.

Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία –
Σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας και περιμένεις
ν’ ακουστεί  μια πελώρια κραυγή (ή του παιδιού ή του Θεού), μια κραυγή πιο τρανή       απ’ τη σιωπή
 που θα ρίξει τα τείχη του πριν, του μετά και του τώρα, να μπορέσεις
να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μιαν άχρωμη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.

Μαρμαρωμένη ησυχία,- μ’ όλο που ακούγονται
οι ντουφεκιές κ’ οι φωνές-πόσο ξένα, δεν ακούγονται, χαράζονται
στεγνά σαν σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν πέσουν
και μένουν σ’ ένα ξένο χώρο, σταματημένα κ’ αιχμηρά. Τι ησυχία,-
μ’ όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω-

Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα της πέτρας, μπροστά
ένας μικρός  ή ο ατέλειωτος θάνατος, στη μέση
(στη μέση;) εγώ.-Ποιός εγώ;-Τι είναι
ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος:
ένας τμηματικός ή ολόκληρος θάνατος; Πρέπει να τον γνωρίσω. Δεν προφταίνω.

ΙΣΩΣ  και να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα
Ν’ αντέξω την καταφρόνια ή τη συγνώμη ή και την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα
να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας; Θα μπορούσα
να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα
σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη
που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της;

Ίσως μπορούσε, κι έτσι ακόμη, νάταν όμορφα-
μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθίσει στα κάγκελα  του παραθύρου
παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυμη λεπτή σημαιούλα της
μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ’ τη χαραματιά της πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης
που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου.
Η φωνή ενός παιδιού-δε μπορεί- θ’ ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα
Κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας-η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ’ άγγιζε,
η ματιά μιας γυναίκας που δε σε είδε και την είδες.
Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ’ άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου
μες στο  ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως
τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς, θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα
σαν τα μικρά καΐκια σ’ ένα λιμανάκι του νησιού μας.

Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.
Μονάχα η τελευταία ακινησία : αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω.
Δε χωρούσα. Ήταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος
Μήπως και δεν μπορέσω να πεθάνω. Συγχωράτε με.
Ίσως οι τέσσερις σύντροφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα-δηλαδή πιο ειλικρινείς.
Εγώ ήμουν  αδύναμος : Ντράπηκα. 
  


  (Απόσπασμα 2)


ΠΟΤΕ δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς
Μπορούσε νάχει τόση ευρυχωρία, μπορούσε να χωρέσει
την πατρίδα με τις ελιές της, τα’ ακρογιάλια της, τα βάσανα της,
με τα καΐκια της μ’ ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιο αγέρα της,
τον κόσμο με τα φλάμπουρα του, τα όνειρα του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα.
Ανασαίνω, μέσα σ’ αυτή τη πέτρινη σήραγγα που η έξοδος της
είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω :
από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.
Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.

Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια-
μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας,
μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου,
μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη
σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο,
σαν άσβηστη δάδα μέσα σε όλες τις νύχτες των σκλάβων, φλεγόμενη η σημαία μας
σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ λοιπόν να επαναλάβω :
«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα  και το αίμα μου
- το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου,
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη  ε λ ε υ θ ε ρ ί α»
και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά
και σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο – μην το ξεχάσετε, σύντροφοι –
στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,
γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης. 



Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Γ τόμος] (1978)