Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΠΕΡΤΗΣ






Καρτερούμεν μέραν νύχταν


Καρτερούμεν μέραν νύχταν, να φυήσει ένας αέρας
σ' τούντον τόπον πόν' καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν,
για να φέξει καρτερούμεν το φως τζείνης της μέρας,
πον' να φέρει στον καθέναν τζαι δροσιάν τζαι ποσπασιάν.
Την Μανούλλαν μας για πάντα μιτσιοί μιάλοι καρτερούμεν
για να μας σφιχταγγαλιάσει τζαι να νεκραναστηθούμεν.

Η ζωή μας εν για τζείνην τζαι ζωή μας τζείνη ένι
τζαι πως τρώμεν δίχα τζείνης τζι είμαστιν βασταεροί
εν γιατί με τ' όνομάν της είμαστιν ποσκολισμένοι
πον' το βκάλλουν που τον νουν μας μήτε χρόνια με τζαιροί
ξυπνητοί τζαι τζοιμισμένοι εν για τζείνην η καρτκιά μας
που διπλοφακκά για να ρτει τζαι να μείνει δα κοντά μας.

Τα λαμπρά μας ούλλον τζι άφτουν τζι οι καμοί μας εν σιούσιν,
εν' συμπούρκισμαν φουρτούνας των τζυμάτων του γιαλού
ετσ' οι λας εν' που παθθαίνουν όντας ξένοι τζυβερνούνσιν
έχουν μέσα τους φουρτούναν τζι αν τους έχουν προς καλού
τζι όσον τούτοι τζι αν καρδκιούνται που την Μάναν χωρισένοι
η αγάπη τους περίτου γίνεται δρακοντεμένη.

Πκοιος αντίκοψεν ποττέ του, τον αέρα για το τζύμμαν
τζι έκαμεν το για να αλλάξει φυσικόν τζαι να σταθεί;
Ομπροστά στον Πλάστην ούλλοι εν είμαστιν παρά φτύμμαν,
εν' αβόλετον ο νόμος ο δικός Του να χαθεί
τζαι για τούτον μιτσιοί μιάλοι για την Μάναν λαχταρούσιν
εν' η γέννα, εν' το γάλαν, εν' τα χνώτα που τραβούσιν.

Είντα γάλαν ήταν τότες τζείντο γάλαν που βυζάσαν
ας αμπλέψουν να το δούσιν, είμαστιν ούλλοι εμείς.
Αν περνούσιν μαύρα χρόνια σγοιαν τζαι τζείνα που περάσαν
'Πο μας ένας έντζε βκαίνει που την στράταν της τιμής
Μητ' επλάστρηκεν ποττέ του, τζι αν πλαστεί τζι ανοίξει στόμαν
νεκρόν εν να τον ξεράσει τζαι του τάφου του το χώμαν.









Βούττημα ήλιου


Άρκον ποννά με παίρνουσιν οι τέσσερις κ̌ι εμέναν,
μέσα σ’ κ̌ειν την ανακατωχ̌ιάν
έλα κ̌ι εσού στην εκκληχ̌ιάν,
μεν αντραπείς κανέναν.

Αγάπουν σε εξωψυχ̌ής κ̌ι εννά σε καταχνώσουν·
αν είσαι κόρη σπλαχνικ̌ή,
μεν περαρκήσεις, έρκου κ̌ει,
πριχού να με λουκκώσουν.

Τους ζωντανούς εν πόχουσιν μάχ̌ην κ̌ι εν τους χωνεύκουν,
τους πεθαμμένους συγχωρούν·
εν φούχτα χώμαν κ̌ι εν μπορούν,
κόρη, να τους παιδεύκουν.

Ππέφτει τους πκιον μακάριση κ̌αι ψυσικόν διούσιν,
γιατί ‘πού τον ψεματινόν
πηαίνουν στον αληθινόν
κόσμον, κ̌ι εννά κριθούσιν.

Αν μεν μου κάμουν κόλλυφα στες τρεις, με σαραντάριν,
μήτε στον χρόνον λουτουρκάν,
πάρουμουν για παρηορκάν
κάμε μου τουν την χάριν.

Βούττημαν ήλιου κ̌ι ύστερις τέλεια ποννά σιγράσει
κ̌αι πόνν’ αδκειάσουν τα στενά,
πον έχ̌ει πλάσμα να περνά,
για να σε ξηφαράσει,

έλα κ̌ι εσού στο μνήμαν μου κ̌αι μες στον μπότην άψε
αϊταφίτικον κ̌ερίν,
κάπνισε, κόρη, νακκουρίν
νομάτισ’ με κ̌αι κλάψε.







H φτώχ̌εια


Φτώχ̌εια, που κάμνεις τόσους λας να πκιάννουσιν καλάθιν,
να καρτερούν ‘πο ‘κει ‘πο δα έναν βούκκον ψουμίν,
φτώχ̌εια, που η χαρά ποττέ κοντά σου εν εστάθην
κ̌ι όσοι σε δούσιν, κλώθουσιν κ̌αι βρίσκουν αφορμήν
να μεν σε χ̌αιρετίσουσιν, με να σου κοντοφτάσουν,
φτώχ̌εια, πον έχουσιν καρτκιάν να σου χαμογελάσουν.

Φτώχ̌εια, που νιάτια κοκκαλιείς κ̌αι που τα μαρανκιάζεις
κ̌αι πον τ’ αφήνεις να χαρούν μήτε μιαν σταλαμήν,
που φευκατίζεις κ̌αι πολλούς κ̌αι που καταρημάζεις
κ̌αι ‘που την πείναν καταλυείς τ’ άχαρόν τους κορμίν,
που τους βωβώννεις κ̌ι εν μπορούν τα θέλουσιν να πούσιν,
πον τους αφήνεις να καμμούν, μήτε να κ̌οιμηθούσιν.

Φτώχ̌εια, που ‘σαι πάντα χ̌χ̌υφτή κ̌αι παραπονημένη
κ̌αι που σε τρώ’ η μισταρκά κι η βαρετή δουλειά,
που παρπατείς με το κονκ̌ιόν κ̌αι βαρυκαρτισμένη,
γιατί εν εδοκ̌ίμασες με χάδιν, με φιλιά,
φτώχ̌εια, κ̌ι αν τρων το δίκ̌ιον σου οι λας οι παραπάνω,
ποττέ μεν απορπίζεσαι κ̌ι έχ̌ει Θεόν ‘που πάνω.

Εσούνι κάμνεις την τιμήν περίτου τιμημένην,
την αθρωπκιάν ψηλόττερα ακόμα να σταθεί,
κ̌ι αν σ’ έχουσιν ποριψιμιάν κ̌αι τσαλαπατημένην
κ̌ι εν πλάσκεται μήτε ψυχ̌η για να σε λυπηθεί,
τούτα ούλλα τα κάστια, πον το μαρτύριόν σου,
σηκώννουν σε κ̌αι βκάλλουν σε ψηλά πον ο Θεός σου.





Το στομόχ̌ειλόν σου


Έχεις γλυκύν στομόχ̌ειλον πολλά,
πον το ‘χει άλλη μια μέσα στην χώραν.
Όπκοιος σε δει το γαίμαν του χογλά,
λουβάρκα να ‘χ̌ει, δκια τα ‘πού καλά
να το φιλήσει κ̌ι εν θωρεί την ώραν.

Ίντα να πω κ̌ι εγιώ που καταυτίς
για σέναν κ̌αι το γαίμαν μου χ̌ιονώννω!
Μιαν σταλαμήν να μου φιαρευτείς
να σε φιλήσω κ̌ι ύστερις ευτύς
‘πο τουν τον κόσμον τότες ξηχρεώννω.




Θωρώ σε κ̌ι ούλλον έναν αρωτώ


Θωρώ σε κ̌ι ούλλον έναν αρωτώ
ίντα λοής η ομορτκιά σου ένι,
δέρνω τον νουν μου, χάχ̌χ̌ιω, πελλετώ
κ̌ι οι κόποι μου, του κάκου, παν χαμένοι.

Μέλλιμον είσαι όρωμαν, δροχ̌ιά,
για μυρωδκιά των φκιόρων είσαι; πε μου,
μεν κ̌ι είσαι τάχατες θεάς οχ̌χ̌ιά;
χ̌ιαστίζω, πον εχ̌ιάστησα ποττέ μου.

Ό,τιν κ̌ι αν είσαι, πε μου, να χαρείς,
γιατί λλιοψυχούν όσοι σου μπλάζουν,
βαστά σε η καρτκιά σου να θωρείς
μιάλους μικ̌κ̌ιούς για σεν ν’ αναστενάζουν;

Νεράδ’ αν είσαι τόπου κανενού,
φανέρωσ’ μού το πκιον να μεν σε λάμνω,
ανκ̌έλισσα αν είσαι τ’ ουρανού,
να μάθω κ̌αι να ξέρω ίντα κάμνω.



Η Γιαλλούρα


-- Βρα Γιαλλουρού, άκου, φακκούν.
-- Μανά, εν το καπρέτιν
Το γέριμον τζ΄είν το σ΄οιρίν,
Τζι άμα πεινάσει νακκουρίν,
Κάμνει το σπίτιν φέττιν.

-- Μμα, κόρη, ττακκουρούν πολλά.
-- Εν τ'αππαρίν αλώπως
Τζ΄ είν το συζίνιν τζιαί διψά,
Σκαλίζει τζιαί πορτοκλωτσά
Τζιαί σσ΄ειέται πκιόν ο τόπος.

-- Κόρη, ψίχου τζι εβ βούριστρον.
-- Εν το ταυρίν σιούρου
Τζι εσ σύγκοντα η κατσελλού
Πων την εσσ΄οινιασες αλλού
Τζι έβαλεν την πωβούρου.

-- Τούτον εν πλάσμαν, ττακκουρά.
-- Ούσσου πκιον τζιαί φοούμαι.
Μεν τζι έν το ζώδκιον του σπιδκιού
Του γέρημου τ' αλακαδκιού·
Βρίξε πκιόν τζι έν τζ΄ οιμούμαι.

Εβριξεν η μανούλλα της .......
Τζι εθώρες την γιαλλούραν
Να σ΄ονοστεί μεσ' την αυλήν
Τζιαί μάτσ΄ου μάτσ΄ου πκιόν φιλίν
Με τζ΄ είνον που 'ττακκούραν.

Πάνω σε τζ΄ είν την σταλαμήν
που κρούζει τζι ανασταίννει
Την μιάν τζιαί την αληθινήν
Τρεμουσ΄ασμένην μιάφ φωνήν
Ακουσεν να ξεβαίννει.

-- Α, που να σ' έχω στοθ Θεόν,
κόρη μ', αγκαλεμένην·
Εν τούτος ζώδκιον τζι αππαρίν
Τζιαί το σ΄οιρίν τζιαί το ταυρίν
Που σ' έσ΄ αγκαλιασμένην;




Στην ομορκιάν της


Τόμου’ φανείς, λαμποκοπά ο τόπος,
σπαγιάζουνται τζι οι λας που σε θωρούν,
που τους αντζέλους έφυες αλώπως,
τζαι κλαίουν, το στραφείν σου καρτερούν.

Κάθε σου κλώσμαν, γέλιον τζι αμμαδκιά σου
αννοίει στράτες πό 'χουσιν κρεμμούς,
παράδεισος έν' η κορμοστασιά σου,
μμά συμπουρκά τζαι πόνους τζαι καμούς.

Ο Πλάστης έβαλεν τα δυνατά του
τζι έκαμέν σε με τόσην μαστορκάν
τζι αν σ’ άφηκεν να φύεις που κοντά του,
έν' που το σκέφτηκεν στην υστερκάν.

Τζι είπεν: στον κάτω κόσμον ας την πέψω,
για να ξηννοιάσω πκιον, να ποσπαστώ,
μέμπα τζαι ξηστρατίσω τζαι μπερτέψω
τζι εγιώ, σγοιαν τους αθθρώπους, κολαστώ.

Τζαι πόφοα τζι εμείς εννά του πούμεν:
τους νόμους του για τέθκοιαν ομορκιάν
πως εν νέν' βολετόν να τους κρατούμεν,
γιατ’ έχουμεν τζαι γαίμαν τζαι καρκιάν 





Τ' αμμάδκια της


Τ’ αμμάδκια σου τζι η θάλασσα εν έχουν δκιαφοράν
τζι όπκοιος τα δει τζειμέσα τζει πάει να ταξιδέψει,
ταξίδιν πον το έκαμεν καμμιάν άλλην φοράν,
γιατί μές στην παράδεισον ορπίζει να κονέψει.

'Μμα τόμου μεσοπέλαα χαλάσει ο τζαιρός
πόν' να δικλήσεις να τον δεις τζαι να τα πελλετήσει,
εννά του μείνει του φτωχού ορμός ποττέ γερός,
πον έσει ξέρην πκιον να δει τζι ορπίδαν ν’ αρμενίσει!

Εννά τριχομαλιάζεται, να κλαίει μανιχός του
για το ταξίδιν πο' 'καμεν τζι εστάθην ο χαμός του.
Tζι εγιώ ο κακομάζαλος που χάσσω τζαι θωρώ τα
τζαι λαμπασμένος ύστερις τζαι λαωμένος πρώτα.



Το φιλίν σου


Αν ήτουν βολετόν για να ξηχάσω
πως είμαι ζωντανός τζαι παρπατώ,
τον Πλάστην μου να τον παραμερκάσω
που πάντα μου ποκούμπιν τον κρατώ,
τότες ξηχάννω τζείνον το φιλίν σου.
Αμμά τζαι φούχτα χώμαν να γινώ
μιαν τζι η ψυσή μου έν' τωρά μαζίν σου
εννά 'ν' τζαι τότες… Εν σ’ αλλησμονώ.




Καλώς τους, καλώς ήρτετε


Χαιρετισμός στους αδελφούς απ' την Ελλάδα, που απαγγέλθηκε στους Πανελλήνιους αγώνες στο Στάδιο της Λεμεσού το Μάη του 1929.

Καλώς τους, καλώς ήρτετε, ψυχή, καρτκιά δική μας,
της Μάνας της αξήχαστης κ̌αι γέννημαν κ̌αι θρέμμαν.
Τώρα που μας εμπλάσετε, σιούσιν οι καμοί μας,
τωρά καταλαββαίννουμεν πως ζ’ιούμεν κ̌ι εν εν ψέμαν,
χίλια κακά σκουλλίζουν μας κ̌αι βάσανα μας τρώσιν
κ̌ι έχουμέν τα προχ̌χ̌έφαλον κ̌αι για κρεβατοστρώσιν.

Παιχνίδιν εγινήκαμεν της λύπης, συντροόλα.
Ορτοποδούν ξένα παιδτκιά της μητριάς κοντά της;
Μπορούν με διπλοπροσωπκιάν να ζ’ιούν, εν πράμαν κ̌ιόλα;
Τα στήθη της εν μάρμαρον, βυζάκα τα βυζ’ιά της,
κ̌ι αν έχουν γάλαν, πκοιος πελλός πά’ να τα πιππιλλίσει,
πον ομπυασμένον κ̌ι, άμα φά’, ποττ’ εν κ̌ι εννά λαχτίσει!

Τέθκοιαν ζωήν δκιαβαίννουμεν, που κόλαση λοάται,
συμπαλισμένη λαμπρακ̌ιά τα μέσα μας δκιαζώννει.
Ο καταρράχτης σιωπά, κοξ’ιάζει για κ̌οιμάται;
Έτσι κ̌ι ο σκλάβος εν καμμά, μήτε ποττέ μερώννει,
γείρνει κ̌αι πα’ στην Μάναν του μερόνυχτα ο νους του,
ούλα τον ήλιον πον βκαίνεει έξω ‘πο τους γυρούς του.

Η θάλασσ’ άλλαξεν ποττέ τον τόπον της, αλλάσσει;
Χ̌ίλιοι ανέμοι κ̌ι αν φυσούν κ̌ι αν την ανακατώσουν,
‘πού κ̌εια χαμαί που ‘πλάστηκεν ποττέ της εν ταράσσει.
Έτσι κ̌ι εμείς το ίδιον κ̌ι ακόμ’ αν μας σκοτώσουν.
Το γαίμαν, ποννά χιονωστεί κ̌ι η γη να το ρουφήσει,
εννά διψά την Μάναν του κ̌ι ακόμ’ αν ποστρανκ̌ίσει.

Είμαστιν κ̌είνοι που ‘μαστιν, κ̌ι εμείς κ̌αι τα παιδτκιά μας·
ο σπόρος εν ο ίδιος, το ίδιον χωράφιν,
όσον κ̌ι αν πολλυνίσκουσιν τες πλήξες, τα κακά μας,
εν μας λυούν κ̌ι αν μάχουνται με βόλιν, με χρυσάφιν·
αν άλλασσεν το φυσικόν εύκολα του πλασμάτου
κ̌ι ο Πλάστης ενν’ αντρέπετουν για τουν τα έρκατά του.

Εν μας εφοηκ̌κ̌ιάσασιν οι μαύροι κ̌ειν οι χρόνοι,
κάψιμον κ̌αι παλλούκωμαν, σφάξιμον κ̌αι κρεμμάλλα·
το γαίμαν εποστόμωσεν πολλούς κ̌αι ποστομώννει
κ̌ι αν πάθουμεν χ̌ειρόττερα κακά ‘πο τούτα κ̌ι άλλα,
γλιτώννουμεν ‘που την σκλαβκιάν, στέκεται κ̌ι η τιμή μας,
στιμιάζεται κ̌ι η Μάνα μας περίτου κ̌ι η φυλή μας.

Ας κάμουν μ’ ό,τι θέλουσιν κακόν αδερφοσύνην,
την γην πηγήν ας κάμουσιν, τον κόσμον να χαλάσουν
κ̌αι πολασέλα μέσα δα ας άψουσιν καμίνιν·
άλλους να ψήσουν κ̌αι πολλούς να κατακομμαδκιάσουν
κ̌ι ας φάσιν τα κριάτα μας ατοί κ̌αι χ̌χ̌υλλολόιν,
με πρώτον, μήτε ύστερον εν το μαρτυρολόιν.

Τώρα, σγοιαν είστε μέσα δα, ο τόπος χαροπκοιέται·
σγοιαν νεφικόν τα βάσανα φεύκουν ξηδκιαλυσμένα,
καθένας μας, που σας θωρεί τωρά, ξαναγεννιέται.
Γίνουνται τα πικρά γλυκ̌ιά, τα όξινα μελένα,
μυρίζουν κ̌αι τα κόκκαλα τους λας πον πεθαμμένοι
κ̌ι εν οι ψυχές μας ούλλες μια κ̌αι παρηορημένη.

Θαρκούμαστιν κ̌ι εν όρωμαν πως είστε ομπροστά μας·
δκιαλοϊσμένοι χάχ̌χ̌ιουμεν, ψήχου κ̌ι εν πελλετούμεν,
αλάφρωσεν, φτεροπετά η άχαρη καρτκιά μας,
αλώπως εν κ̌αι ξέρουμεν μήτε ίντα λαλούμεν,
πκιάννει μας το τρεμουχ̌ιαρκόν κ̌ι εν κι η φωνή πνιμένη,
εν παραπάνω ‘πού χαρά τούτον ό,τιν κ̌ι αν ένι.

Μήαρε η παράδεισος εννά ‘χει τόσην χάρην
κ̌αι κ̌είνοι πον κ̌ει μέσα κ̌ει χαίρουνται παραπάνω;
Εννά ‘χουσιν, σγοιαν έχουμεν εμείς, τουν το καμάριν
κ̌ι ας είμαστιν δα κάτω δα κ̌αι κ̌είνοι ψηλά πάνω;
Παράδεισος για λλόου μας εν η γλυκ̌ιά θωρκά σας,
να σας σφιχταγκαλιάζουμεν κ̌αι νά ‘μαστιν μιτά σας.

Με τες ευκ̌ες μας συντροφτκιάν αγκαρδτκιακά κ̌αι κνήχ̌ια,
αδέρτκια μας, στην Μάναν μας κ̌ει κάτω τόμου πάτε,
αρκήν ‘πού την κουρίδαν της ως στων ποδτκιών τα νύχ̌ια
να κάμετε ‘πού τα φιλιά να μεν την παραιτάτε
κ̌αι να της πείτε κλάμοντα ίντα κακά τραβούμεν,
να ‘ρτει το γληορύττερον, να νεκραναστηθούμεν.








Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

ΝΕΝΑ ΦΙΛΟΥΣΗ





νενα
.

Η Νένα Φιλούση, είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο της Έλενας Σάββα, γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1969 και είναι εκπαιδευτικός.
.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ
Μνημοροή (2002),
Υπόλοιπο Λογαριασμού (2008) 
Ακτήμων (2014) 
Σώματα ασφαλείας (2019)
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ας ρώταγες ποιόν Αγαπώ (2010) που πήρε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (2010) στη κατηγορία του Διηγήματος
.
.
ΦΙΛΟΥΣΗ
exofyllo mnimoroiexofillo ypoloipo
exofillo aς rotages1-ΑΚΤΗΜΩΝ.doc
.
.

Α’ ΠΟΙΗΣΗ

.

ΣΩΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ (2019)

.

ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Το απόγευμα βγήκαμε στο σφυρί.
Σαν να λέμε προσφορά ένα συν ένα
ή με κάθε δύο θλίψεις παίρνετε ένα σίριαλ
εντελώς δωρεάν.
Το τίμημα όμως ήταν για μια άλλη αλήθεια
που κάθισε ασυνείδητα
πάνω στα χνούδια των φύλλων
και στα κεντίδια μιας προίκας
κληροδότημα γενετικού κώδικα απ’ το παλιό μας σπίτι
όπου μελετώ την ειρηνική επέλαση των σαλιγκαριών
κάτι αδέσποτες γάτες
ένα ρημαγμένο τίποτα
συσκευές χωρίς καλώδια
πετσετάκια προγιαγιάς ξεδοντιασμένα
και σταυροβελονιά παντού.
Υπάρχοντα ακτημοσύνης που μπήκαν λαθραία
σ’ εγχειρίδιο ανάπλασης δέρματος.
Κι εμείς όμως, εκεί
ό,τι έχουμε και δεν έχουμε
όλα εντελώς δωρεάν.
.

ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

Ποίημα είναι όταν φοράς ένα ρούχο πολυκαιρισμένο
χαμένο απ’ όλες τις φρονιμάδες
και γίνεται δέρμα.
Το φοράς σαν πρωτόπλαστος
το βγάζεις σαν αθώος
και δεν είμαι καθόλου προληπτική.
Μ’ άξαφνα, βλέπω έναν εαυτό με προσδοκίες
συγκινήσεις, ευρυαγγείες
σχεδόν κοινωνικό
πασκίζει ο δόλιος να πιαστεί
από φανταστικές ασκήσεις θάρρους
υγιεινή διατροφή και πατατάκια στη ζούλα
έναν εαυτό που περιθάλπει εξεγερμένα βλέμματα
και υποδύεται τον άστεγο πάνω από φλεγόμενα βαρέλια.
Ρούχα πολλά, της ελαφρότητας
και ποιήματα άνευ ουσίας
έτσι λέω στην τράπεζα
αλλά με αγνοούν. 
.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΣΩΜΑ

Πάω στους γονείς μου, είναι μεγάλοι
όταν γεράσετε λέω, επειδή φοβάμαι ότι τους φτάνω
πάω στα παιδιά μου, όταν μεγαλώσετε λέω
αφού ολοένα φεύγουν και δεν τα φτάνω
ακούμε μαζί μουσική αλλά έρχονται και φεύγουν
η μέση ηλικία μου τους πάει στο αεροδρόμιο
ενώ στο βάθος κλαίει σαν προσφυγάκι
πάω στο θέατρο, ξεχνώ εκεί το φουστάνι μου
σταθμεύω σε κάθετα τείχη
περνώ από μικρά νεκροταφεία
αλλά μυρίζω ωραία, ξεγελώ τους τροχονόμους
πάω στο φαρμακείο αγοράζω αλοιφές
εξωτερική χρήση γράφουν
για οσφυαλγίες, ρευματοπάθειες
επιμένω κάθε φορά: σίγουρα δεν τρώγονται;
πάω στη δουλειά μου κάθε πρωί νέα
με άλλο όνομα όμως
και φεύγω γριά.
Εν τω μεταξύ πλένομαι, νυχτώνει και τρομάζω
με τρομάζουν τα ποιήματα
δε θέλω να διαβάζω αλλά με κυνηγούν
πάω για ύπνο δεν ήμουν εγώ, δεν ήμουν εγώ σήμερα
φωνάζω
και από αύριο έχει ο θεός.
.

Η ΤΑΙΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Ανοίγω την πόρτα σε ξένο σπίτι
ανοίγει και μπαίνω και είμαι ένας ξένος άνθρωπος
μια ιστορία πρωτάκουστη
πάλι.
Στέκομαι στη μέση της ξενιτιάς με βιδωμένα πόδια.
Στον τοίχο μια τεράστια νεκρή φύση
μια ερυθρότητα που δεν επέλεξα
απειλεί να γίνει βούκινο.
Έξω η πολυκοσμία μυρίζει σάρκες
χιλιάδες πουλιά τσιμπολογάνε σκουλήκια που μάζωξε η σήψη.
Λιγόστεψαν τα χρόνια και τα ποιήματα
Βλέπεις νυχτώνει νωρίς πια.
Το ψυγείο μετακόμισε πρώτο.
Με το ηλεκτρικό κομμένο.
.

ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ

του A.
Αργά γυρίζω το φουστάνι μου από μέσα
το μακραίνω μ’ αλύγιστη κλωστή
όσο το φρόνημα στέκεται ορθό
και γυρίζω σ’ άδειους δρόμους όλο λάσπη.
Τι εποχή έχουμε;
0 γιος μου γελά με τον Αδάμ που σώζει το τομάρι του
είναι καλό παιδί όμως
έφυγε απ’ το σπίτι, δεν τον έδιωξα
αναλαμβάνει κάθε ευθύνη.
Φεύγουν απ’ το σπίτι σιγά — σιγά και κάποτε γυρίζουν.
Η παραμονή μυρίζει κανέλα, ροδόσταμο κι επιστροφή.
Έχουμε συχνά Χριστούγεννα βλέπετε.
Μεγαλώνω μαζί με το φουστάνι μου.
.

ΠΕΝΘΗ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ

Έκανα πολλά ταξίδια ανίας και περιέργειας
για να μάθω τη γλώσσα των σωμάτων
στον ήχο της βροχής – τίποτε
κανένα τραγούδι δεν μπορεί
πιο αφοσιωμένα ν’ αντιγράψει
πώς πέφτουν οι ασάλευτες ώρες μέσα μας
οι χιροσίμες δίπλα μας
η σιωπή μετά την αναχώρηση
σαν νερό που ξέμεινε στις υδρορροές
και στα νεράντζια – έφυγε λέμε
τελευταία φορά που συναντηθήκαμε
μύριζε πούδρα παιδική
και το σπίτι αλμύρα και στάρι βρασμένο – έφυγε.
Οι θάνατοι βγαίνουν σε διάφορα χρώματα.
.

ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ

Η ποίηση σ’ ένα παράθυρο με ξύλο φαγωμένο
όπου στέκομαι για ν’ ανασαίνω φτερουγίσματα ρυθμού
ακούω τις εικόνες και αγγίζω τα θροίσματα.
Όταν σιγεί από μέσα η πλάση
τα δέντρα περιορίζονται στα καθιερωμένα:
φιλοξενίες πουλιών, αποδέσμευση οξυγόνου, τα γνωστά.
Έκανα ένα έτσι να πιάσω το ποίημα απ’ την ιδέα
αλλά έμεινα με φτερά στα δάχτυλα.
Αργά τη νύχτα, ότι είχα πλύνει σώμα και πιάτα
χτυπά η πόρτα και μπαίνει η κυρία αμίλητη
με τις άγριες ματάρες της υγρές
και κάθεται.
Είμαι πολύ κουρασμένη όμως
κι έτσι, αμίλητες και οι δύο τρώμε ό,τι έμεινε απ’ το μεσημέρι.
.

ΕΝΑ ΣΩΣΙΒΙΟ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΘΙΣΜΑ ΣΑΣ

Κάτι σινιέ πορνόγεροι που διεμερίσαντο τις περηφάνιες μας
ακόμα κυβερνούν τις παραισθήσεις μας
ψηφίζουν για τη δόξα και την τιμή μας
στο εντελώς κάτω της γραφής τι ήμασταν
αφελείς παιδίσκες
(να μάθουμε να οδηγούμε ανεμόπτερο
τι ζητήσαμε πια)
και μας εξευτέλισαν στα διεθνή φόρα
γελάνε ακόμα με τη χαμένη μας παρθενιά
«οι μικρές δημοκρατίες» λένε στα δελτία
οι μορφωμένοι μας βαριούνται
κάνουν ζάπινγκ να βρουν τηλεπαιχνίδι
μας βλέπουν μόνο οι μελλοθάνατοι
ατάραχοι πια
και οι βουβές γυναίκες.
.
.

ΑΚΤΗΜΩΝ (2014)

.

ΔΗΘΕΝ

Ήμουν πάντα αφοσιωμένη στην κυριολεξία
μ’ εμμονή που απογυμνώνει τις σιωπές
και θρονιάζει την αληθοφάνεια
στο τραπέζι το μεγάλο, το καλό.
Για παράδειγμα,
αν πετά χαμηλά ένα πουλί
λέω: πλησιάζει στη γη το φως.
Κι όταν μας απειλεί ο πόλεμος
λέω: τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
Υποψήφιες αγάπες ενίοτε γυρεύουν
αποδείξεις καλής θελήσεως
συγκεκριμένων προδιαγραφών:
Όσα εκατοστά χαμόγελο
τόσες προσκλήσεις για καφέ
πάρτι γενεθλίων ή Χριστουγέννων
εκδρομές με συγγενείς ή φίλους.
Θέλω να ξέρω τι εννοούν.
Ελάτε να πιούμε έναν καφέ μετά δακρύων;
Να φάμε μαζί μη βάλουμε τα κλάματα γιορτή που είναι;
Ή να καθόμαστε πολύ κοντά
να μην ακούγεται ο χρόνος;
Ήμουν πάντα μανιακή της όρασης
τόσο οικειοποιήθηκα τους οφθαλμούς των άλλων.
.

ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ

Πρέπει κάποτε να γίνει μια αρχή
να διηγηθούμε τη ζωή μας.
να τη μαζέψουμε από τις γωνίες
και τα δρομάκια
τις κακοφημίες και την έπαρση.
Να την κοιτάξουμε κατάματα
να παίξουμε τάβλι με το φόβο.
Αυτόν που περπατώ
και τον έχω στον ώμο μου
σαν παπαγάλο.
Ούτε τον κοιτάω βέβαια.
Αισθάνομαι μόνο τα νύχια του στη σάρκα μου.
Η γενιά μου βγαίνει και λιβανίζει τις μουσμουλιές
την κληματαριά, τα αδέσποτα.
Οι θόρυβοι που κάνουν τα πιρούνια
προκαλούν τ’ ασυγκράτητα κλάματα
του μεθυσμένου και του σοφού.
Ένα θαύμα θέλουμε, ένα θαύμα.
.

ΕΛΑΙΟΧΡΩΜΑΤΙΣΤΗΣ

Ο πατέρας μου είναι δάσκαλος σιωπηλός.
Κλείνει τρύπες και ρωγμές
με άσπρο, εύπλαστο πηλό «τον πιο καλό στην αγορά».
Βάφει πόρτες, παράθυρα, τοίχους
και πλένει τα πινέλα με νερό ή white spirit.
Δε μιλά. Ούτε γράφει. Μόνο κοιτάζει.
Τα καλοκαίρια βάφω κι εγώ
ό,τι βρω. Διάφορα χρώματα.
Δε ζωγραφίζω πια
μόνη μου γεμίζω τις τρύπες
και μπογιατίζω τοίχους αδιάκοπα.
Αλλά πάντα βγαίνει από κάτω
το λευκό του πατέρα.
.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Νερό που στάζει ρυθμικά
και πιπεριές πανύψηλες γεμάτες τιτιβίσματα
τα χόρτα της αυλής βρεγμένα
ποδήλατα της γειτονιάς πίσω από σχοινιές
φρεσκοπλυμένα δέντρα έτοιμα να δακρύσουν:
Αν λείψει κάτι, διαλύεται ο μύθος.
Αυτό δεν είναι σπίτι μου.
Η υγρασία κυρίως μας κράτησε μαζί.
Ταχυδρομική σύνδεση με τις ενδότερες περιοχές
έφερε αυτό που δε θέλαμε:
Την απάθεια με τσαντάκι κοραλλί
ιριδίζουσες χάντρες και θρασεία αρτιμέλεια.
Τι εμμονή κι αυτή να στολίζω μιαν αδειοσύνη ξένη!
Μόνο τριπλό καημό και ζάρες θέλω για το τέλος
και να φύγει ο καταραμένος φόβος
που σαν καυτός καφές πέφτει στον ύπνο μου
και ξαναπέφτει
να κάψει το δέρμα του αγέννητου εαυτού μου.
Δε θέλω στέγη. Θέλω ουρανό.
Έχω κι εγώ μια θλίψη να κοιμίσω
.

ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ

Εισέβαλε απροκάλυπτα στον ύπνο μου ο φαύλος
και με άφησε ως το πρωί ενεή
ν’ αναρωτιέμαι
τι είχα για να τα χάσω όλα.
Γιατί χτυπιόμουν στα κιονόκρανα τα πρωτοϊδωμένα
αφού δεν είχα καταλάβει τη γλώσσα του δαπέδου.
Αρχαία ελληνικά πλουσίων Ρωμαίων
ή προφητείες βραχύβιες για την εποχή μου;
Και πήρα λάφυρα από τη Σαλαμίνα.
Όχι της ναυμαχίας, την άλλη.
Και δέρμα -όχι μόνο το δικό μου-
που μυρίζει ξινό, βαρύ
πανανθρώπινο σκούρο. Έξω και πέρα από την ιστορία.
Πώς αγγίζει κανείς τη χώρα του
ξαφνικά στη μέση ηλικία
και του κόβεται η ανάσα
ακριβώς στα δύο; Έτσι.
Είπα θα πεθάνω εδώ
κι ακόμα ζω αλλού.
.

ITINERARIUM

Κάθε φορά που κοιμάμαι γεννώ το λευκό σου κεφάλι
και ξυπνώ βίαια μέσα στην ανομοιογένεια.
Αιώνες σοφίας και έρωτες ανομολόγητοι
αναδεύονται στα πέτρινα μαλλιά σου.
Αγγίζομαι τότε από φόβο
μήπως δεν υπάρχω
μήπως έγινα το σώμα που σου λείπει.
Μάρμαρο, χιτώνας με πτυχώσεις
ερυθρές εκλάμψεις ενοχής
κι όση αλήθεια αντέχουμε.
Τι άλλο μου είσαι;
Σελίδα σχολικού βιβλίου που ξεχάστηκε
γέφυρα σε τουριστικές εικόνες
δρόμος που πλημμύρισε μια νύχτα φως
γνώριμη μυρωδιά
βαριά ανάσα από την αλητεία μας
στην Αλεξάνδρεια
την Πόλη
το παλιό Βαρώσι
μπαχάρι απαλό, ροδόνερο και καπνός
που έμεινε στο ρούχο μας από χρόνια.
.

ΔΙΑΧΡΟΝΟ

Στον τόπο που ζω τα ποτάμια στέρεψαν
από μια παλιά κατάρα
η στεγνή γη μας γεννά μόνο αγκάθες
οι παλιοί νεκροί μιλούν αλλόκοτα
κι οι ποιητές τρέχουν να προλάβουν
η μουσική ποικίλλει αναλόγως του ορίζοντα
-είναι αυστηρός, έχει τέσσερα σημεία.
Στον τόπο μου λεν άμα φύγεις δε θα γυρίσεις ποτέ.
Οι εποχές εξάλλου –πάλι τέσσερις– καθορίζουν τη μνήμη μας
«την άλλη μέρα» λένε όσοι θυμούνται
χρόνος σαν των μικρών παιδιών
πριν πέντε αιώνες, ένα μήνα ή πέρυσι
έγινε αυτό ή το άλλο κακό.
Οι μεγάλες συμφορές γίναν η ιστορία μας.
Κι έτσι ζω σαν τη χώρα μου
γριά στη λύπη
έφηβη στη χαρά.
.

ΜΕΤΡΟ

Κάνω συλλογή με υπόγειους χάρτες ταχείας μεταφοράς
λεωφορεία και τρένα σε μεγαλουπόλεις μοναξιάς
η κόκκινη γραμμή, η πράσινη, η μπλε
και τα μπαγάζια στην πλάτη
στους γυμνούς ώμους, στο σβέρκο
αφήνω ίχνη ενοχής παντού.
Η μέση μου πονά εκ γενετής.
Να φεύγεις λέει είναι σαν να πεθαίνεις λιγάκι.
Κουβάλησα βαγόνια φορτωμένα άλλους
αλλά φεύγω συνέχεια.
Ταξιδεύω κάνοντας λάθη
με τα εισιτήρια, τις βαλίτσες τον προορισμό.
Στις αναχωρήσεις γενικά είμαι χαρούμενη.
Μόλις δω τρένο χιμάω μέσα.
Με τόση αποταμίευση θανάτου ίσως τελικά χορτάσω τη ζωή.
.

ΤΡΙΣΑΓΙΟ

της Ν.
Ι
Μετά θάνατον ο αόριστος γίνεται παρατατικός
με την ανοχή των ζώντων
κι άμα τη αναχωρήσει σου
τα δέντρα τετραγωνίζονται για ευνόητους λόγους.
Γενικά δεν είσαι εδώ.
Η απορύθμιση όμως κρατάει το ρυθμό των άλλων
σε λευκές επιφάνειες ή
φωτιές που σφυρίζουν τάχα περνώντας γι’ αλλού
ανόητες μικρές φοβίες
ίσα ίσα για να ’σαι στον ύπνο μας μονίμως.
ΙΙ
Στο δωμάτιο που έγραφα για σένα
έπεσε μια διαφάνεια σαν την υγρασία της πόλης
οι τοίχοι θρυμματίζονται στ’ αυτιά μας
Κι η στέγη τρύπια να μπουν τα έντομα που ενοχλούν το
χρώμα, τη φωνή.
Ανοίγει η μέρα από μυρωδιά μπουγάδας και υπομονής
στο μπαλκονάκι γιασεμιά
από άλλους δρόμους, άλλη ζωή
μπροστά από το παράθυρο – το ίδιο παράθυρο
που ξέρει πώς να ανακατεύει μαλλιά
αεράκι, επιθυμίες από μνήμης
και συχνά μας φανερώνει έξω.
Σαν να ’μασταν τηλεόραση.
ΙΙΙ
Ειπώθηκαν όλα. Σε παλμούς καθορισμένων συχνοτήτων.
Κατά καιρούς άλλαζε το άλφα, το «λ»
το μικρό έψιλον.
Τελικά συνηγορήσαμε να γραφούν τα ρήματα
μόνο των αγαπημένων
και ανακοινώσαμε όσα ζευγάρωναν με τη λογική των ήχων.
Τα σώματα που θα πονούν στη μνήμη μας είναι
στο ένα χέρι (αυτό με το καλώδιο ή το άλλο;)
Άμα σε σκέφτομαι ο χρόνος χάνει τη φωνή του
σαν εσένα.
.

RESPIRO DEI MORTI

Ένα σώμα ολάνοιχτο
κυνηγημένο τρέχει προς τις καλαμιές.
Στα μαλλιά μουσικές αγριεμένες
κι ανάσες κάτω από σιδηρογραμμές.
Ό,τι είχα το ’χασα για σένα
τα χέρια μου τώρα τελειώνουν
και δεν προλαβαίνω να το φτάσω-
το σώμα μου λέω
που τρέχει αλλού.
Τα δέντρα που αγάπησα
έγιναν τραγούδια.
Αλλά οι ειδικοί θέλουν να κόβουμε
τα κλαδιά που βγαίνουν προς το φως
τάχα πως δυναμώνει ο κορμός
σαν τις επιθυμίες.
Μισός άνθρωπος μισός πουλί
πώς έφτασα εδώ κάτω
σε μια ιστόρηση παλιά
κι αληθινή όσο εσύ.
Δεν ήθελα να ξέρω την αλήθεια.
Δεν επεδίωξα να έχω αυτή την ευθύνη.
.

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΕΣΩΣΤΡΕΦΟΥΣ ΧΕΙΜΩΝΑ

Υπάρχουν στολές για όλους
και πορείες.
Τακτικοί καθαρά προδιαγεγραμμένοι δρόμοι
οδηγούν πουθενά.
Ωστόσο οι οδοδείκτες πλημμυρίζουν
ευδαιμονία.
Και τι καλή συ-γυ-ρι-σμέ-νη
που έγινε η ζωή μας
τάχα πως μόνο ο πόλεμος έμεινε
να στοιχειώνει τα όνειρά μας.
Μας κόπηκε όμως η μέση
μ’ αυτό το μέσα μας
που δε γίνεται αλλιώς
πρέπει να κουβαλάμε.
Κλειδιά κάναμε, η ενοχή γιατί επιμένει;
.

ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ

Πατρίδα μπορεί να είναι ένας δίγλωσσος χάρτης
ή ένα πράσινο βιβλίο συμβίωσης
φωτογραφίες με ακίνητες ευτυχίες
στημένη ησυχία από παλιά
σε διάφορες ερμηνείες.
Κι ακόμα, η ματιά των άλλων
των περαστικών
που μας έδειξαν πώς ξεγυμνώνεται κανείς
χωρίς αιδώ μόνο από πείσμα
και πώς κοιτάζεις με λαχτάρα ένα σώμα
το πλησιάζεις, το κατοικείς
γίνεται το σώμα σου, η πατρίδα σου.
Κάτι δηλαδή σαν αυτοστέγαση.
Αιώνες μετά πατρίδα γίναν τα παιδιά μου.
.

ΝΥΧΤΕΣ ΙΟΥΛΙΟΥ

Τη νύχτα η οργή κατακάθεται σαν τον καφέ
υποχωρεί αντιστρόφως της υγρασίας
ζώντες και τεθνεότες σιγομιλούν σε μικρές βεράντες
και υποσελήνιους κήπους
μονόλογοι βαρείς για την καρδία
μα οι απόντες είναι χαρούμενοι.
Κάποτε μάλιστα σωπαίνουν τα πολύχρωμα πέταλα
στα παράθυρα και αργά, νυσταγμένα τα υφάσματα
παύουν να ενδύουν τα κορμιά μας.
Μόνο έτσι μεγαλώνει ο τόπος.
.

Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ

Η πόλη μου ένας παράλιος δρόμος
γαζίες, υπαίθρια καφέ, νυχτερινοί ευκάλυπτοι
φωτογράφοι τουρίστες
διατηρητέα λήθη.
Η πόλη μου μια γυναίκα
που χουζουρεύει ανόητα
σε δανεικά σεντόνια
και κοιτάει αχόρταγα απ’ το τζάμι
στωικούς φοίνικες
και παραταγμένα καρποφόρα.
Η πόλη μου κάθε Κυριακή
πάει ποδηλατώντας στο δασάκι
κι αναπνέει για όλη τη βδομάδα.
Τα καλοκαίρια βάζει ένα καουμπόικο καπέλο
και φουστανάκι ελάχιστο
για να βρει το σώμα της που παίρνει
κάποια στιγμή φωτιά.
.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Όταν γυρίσω από τα δεσμά μου
θα με αναγνωρίσεις μητέρα
από μια ελάχιστη φαγούρα στο δεξί φρύδι
κι ένα ερυθρό σημαδάκι
στο αριστερό μπράτσο από μέσα.
Θα με αναγνωρίσεις ως αγνοούμενη που επανήλθε.
Με τα ίδια σημάδια μητέρα.
Κι ας μην έφυγα ποτέ.
.

ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ ΑΚΤΗΜΩΝ

Δεν έχω τίποτε δικό μου
ούτ’ εμένα
ούτ’ εσένα.
Για τίτλο ιδιοκτησίας ούτε σκέψη.
Εδώ και το πακετάκι του θανάτου
«οι καπνιστές πεθαίνουν γρήγορα»
και από την άλλη μεριά «το κάπνισμα σκοτώνει»
μου το αγόρασαν. Ένας φίλος,
η ευρωπαϊκή ένωση, εσύ
δε θυμάμαι.
.
.

ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ (2008)

.

Οι εποχές του έρωτα πάλι μπροστά

Ερυθρίασαν όλα μαζί σου.
Ήρθες από ταξίδι στις άνυδρες χώρες
την τελευταία στιγμή των κυβερνώντων.
Με τις φωτογραφίες και τα ρούχα των παιδιών που ξέμειναν.
Τόσα χρόνια λέει πονούσαμε το βιος μας.
Μα αν τ’ αγάπησαν οι ξένοι ας ριζώσουν
θα πούμε τέλος.
Η δροσερή καταγωγή μου φέρνει αέρα στην κοιλάδα σου
και μας πάει αλλού
και πέρα από δω που γέννησε ο ένας τον άλλο
με την οδύνη της γνώσης και της απώλειας.
Μας σώθηκε πρόσφατα η αγάπη
και μίκρυνε η ελευθερία
κι η μοναξιά η περίτρανη
κι η οργή η απελπισμένη.
Σε μέρες μαζικής απαντοχής για το ασχημάτιστο.
Το ποθούμενο επί τέλους
.

Σενάριο ταξιδιού

Ό,τι έμεινε στα βόρεια παράλια
χάρτες, φωτογραφίες άλλων
διηγήσεις και μυθεύματα
σαν πάμφωτα καράβια στην πόλη ετούτη
λευκής εισδοχής στο αδιαπέραστο.
Η ατέλειωτη νύχτα η αταξίδευτη
που προσδίδει στις περικοπές των κυμάτων
ένα αυθεντικό ρίγος. Αυτό που στη ράχη μας
καθέτως τώρα διαιρεί.
Πόσων μεσονυχτίων πτήση θα είναι άραγε
όταν έρθει αυτές τις ανέλπιδες μέρες
επιφώνημα και πιο ποίηση ερημιάς η οφθαλμαπάτη;
Δε βρίσκουμε δίκιο στην αυλή μας.
Κοντολογίς χίλια παράπονα
μα είναι αισθητός ακόμα ο κόσμος των ματιών.
.

Προφητεία

Στις παρυφές της αυτάρκειας
το αίμα που ξοδεύεται
έχει σημασία και έκταση
όσο να γίνουμε κυανοί ή ολοπόρφυροι
στο ποίημα που πάλιωσε και τη ζωή μας την τόση.
Ας έρθει όμως πρώτα φως και βλέπουμε.
Η δεύτερη εποχή των σωμάτων
αρχινά πρωί καλοκαιριού
θαρρείς πάμφωτο.
Αλλά οι βροχές αργούν.
.

Πάλι

Στο λίγο φως μου υπάρχεις πάλι
με φόβο μικρό και σκιές από χρόνια.
Αραχνιάζουν οι αγκαλιές μας
τώρα που ξόρκι δεν πιάνει
κι όλα ωριμάζουν άμα κινδυνέψουν.
Τα χέρια των φίλων που έφυγαν
δείχνουν την αδειοσύνη των χεριών μας.
Λέμε αυτοσχέδια τραγούδια
κι ανιδιοτελώς πια
ξαναρχίζει το υφάδι της ορθοτομής.
Εκεί ανασταίνονται τ’ αποθαμένα μας κι όλοι
καταλήγουμε στη θάλασσα που καλοσύνεψε
και πάλι.
.

Καημός

Μικρό συννεφάκι σαν το λευκό στον ύπνο
και γαλάζιο φορτηγό που κατεβαίνει
πατώντας αθόρυβα σε αλήθειες
ασυνείδητες
σαν άγγελος.
Αυτός που είναι καραβάκι μου
ζωντανός αλλού φέρνε μου
χαμένος τάχα
από το φως και άτολμος
φέρνε μου, άγγελος σ’ όλα.
Ας έκανα μια λέξη ωραία
ξελογιάστρα, ηδονικιά, να τον κρατήσω.
Όχι για πάντα
Για όσο ζω στο χρώμα.
.

Τρεις εποχές

Ι
Προχτές έτσι με μια λύπη γεμάτη
Έφυγα από δω που ήξερες
Για δρόμους στην πόλη υγρούς
Έφυγα χειμώνα γιορτής
Ο κόσμος πανηγύρι
Εσύ παράπονο
Ζουληγμένο απαλά
Όσο να μπουμπουκιάσει.
.
Ι Ι
Η άνοιξη φέτος στην πόλη μας
σκόρπισε μικρά κορίτσια και αγόρια
νερόλι και βανίλια.
Η θάλασσα τα κύκλωσε απειλητικά
σαν γυναίκα που ζήλεψε τη γέννα τους
μα τα έσωσαν οι γλάροι.
Τα καλοκαίρια μας ευτυχώς
δεν έχουν φως δικό τους.
.
Ι Ι Ι
Υπάρχει μια ουσιώδης ομοιότητα
Ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο:
Η τρίτη εποχή.
Ενώ εν πολλοίς διαφέρουν αισθητά στο προοίμιο
και στην κορύφωση
το τέλος τους δεν είναι πάντα τόσο οδυνηρό
όσο απελπισμένα ήσυχο.
Μνημοσύνη
Το ψυχοσάββατο η μάνα μου
δένει κόμπους ονόματα
κατεβάζει τους άκληρους νεκρούς
και τα προγονικά από αιώνες.
Τα σκεπάζει με σεντόνι που έσκισε
μη μείνουν φυλακισμένες οι ψυχές
και κλαίει
για να χαρούν κι αυτοί λέει τη μνήμη τους.
.

1989

Βρεγμένη η οδός Ανεξαρτησίας.
Οι τηλεφωνικοί θάλαμοι διογκώνουν την αγωνία
Τα ροζ μαλλιά μας υγρά, αρωματισμένα
θυμίζουν αλλοτινούς έρωτες
και ιστορίες που νομίζουμε ότι ζήσαμε.
Ας τηλεφωνήσουμε κάπου με το νόμισμα που ξέμεινε
Η εμπορική οδός ξημερώνει
και περιπολικά φροντίζουν αδιαλείπτως
για την τιμή της ασφάλειας.
Τ’ αγάλματα μεταμορφώνονται
μεταξύ δύο και τρεις ουρλιάζουν και σέρνονται στην πόλη
Μοιράζουν παράπονα, ενοχές αδιάφθορες.
Στο όριο της ενηλικίωσης μας αποδιώχνει ο νόμος
μας προσπερνά η θωπεία.
Από στενά δρομάκια διαφεύγουν
ανεξαρτησίες διάφορες
για να μας τρομάξει η ζωή.
Παράκαμψη μέσα από την Πλατεία των Ηρώων
Εφιάλτης το ταξίδι ως το σπίτι μας που ακόμα αχνίζει.
.

Επιμένω

Τότε που ήσουν ωραίος τρυγητής της νιότης
χαριτωμένος μια νύχτα φωτεινή
στη βεράντα της Λευκωσίας
μια στιγμή πριν το τέλος
ευλόγησες το απέναντι στρατόπεδο
κι έγιναν τα μάτια σου για πάντα ανθοφόρα.
Οι σημαίες ορκίζομαι έσκυψαν λίγο
αλλά δεν υπεστάλησαν. Μου φάνηκε τότε
όλα να ήταν φόβος
έτοιμα να βγουν ορμητικά
και κράτησα τον ελάχιστο ετούτο χρόνο
μυστικό από το κράτος.
Τώρα διασχίζω μιαν έρημο.
Δεν έχω ούτε πλεούμενο
ούτε πετούμενο όνειρο τώρα.
Γιατί λέει ακούω τις φωνές
και όλα ξέρω πώς κλαίνε
μα φιλία με το θάνατο δεν πιάνω.
Η πόρτα μου ανοίγει στη βροχή.
.

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται

Η Κύπρις η βασίλεια εκράτη τον ουρανό και το βυθό μας
μακριά από γνώση και πόνο ηδύν
ή αίματα.
Με τους αθώους δαίμονες εν καλλίστη πολιτεία
και το κακό σ’ αποκλεισμό, σ’ αναβρασμό σε κύκλο μόνο του.
Εμείς τότε γιορτές και θέρη του χρόνου γύρα
πανηγυρίζαμε.
(Χριστέ μου τι σου ζητήσαμε;)
«Βραδύς έρχεται η πτώση ( έφυγε η Αντιγόνη λευκή για τ’ αποθαμένα της)
ότι είχαμε βγάλει τα νυφιάτικα πρωί καλοκαιριού και πιάσαμε δουλειά
σε μια στάλα γη τάχα μου καρπισμένη.
Πάνω στον έρωτα μπαίνει η Ανάγκη την αυγή
και μου τον παίρνει
με καταριέται μ’ εκτοπίζει.
Σώζω όμως τη μήτρα μου και ανεβαίνω ερατή
χέρια ορθάνοιχτα, κεφάλι στητό.
Θα ’ρθει στην ώρα του από δρόμο λευκό
Από αντίθετες θάλασσες και δυνατός.»
Ο τόπος τελικά λεκιάζεται αυτόβουλα.
Κι η Ιστορία επαναλαμβάνεται
γιατί δεν έχει πλούσιο ρεπερτόριο.
.

Κανονισμοί ασφαλείας

Είναι πονηροί λένε οι καιροί
καθώς οι φίλοι των ανέμων αλλάζουν τη φορά μας.
ανίδεοι εντελώς κάθε σωματικής επαφής ή δικαίου
που ακόμα κι αυτό μεροληπτεί
εις βάρος του εαυτού του.
Όσο για τους δρόμους που κλείσανε
βγήκε ανακοίνωση:
Θα παίρνουμε την εκτροπή
και θα μιλάμε μόνο στο τηλέφωνο.
Για το καλό μας.
.

Αντινομία

Το πολύ πολύ διάφανο μπλουζάκι της Αικατερίνης
μοιάζει με την ψυχή σου
που ’κοψε τα μανίκια της να πάρει έναν αέρα.
Ξέρεις,
ακόμα κι οι ποιητές
κουβαλούν παντού εξαρτήσεις
και οργανωμένες καλοήθειες.
.

Αντινόμος

Στις μικρές νυχτερινές συναυλίες
και στα υπαίθρια θέατρα.
στις γωνίες των σχολείων
και στο ημίφως του έρωτα μόνο
επιτρέπεται το κάπνισμα.
.

Δίψα

Πάνω από ένα πηγάδι
σκύβουμε κουρασμένοι σε νερό διάφανο
και γίνονται όλα αβαθή
ελαφρά και αθώα
σε ρυθμό αργοκίνητων βλεφάρων.
Άλλοτε το νερό έχει μια γεύση ματαίωσης
όπως όταν είπαμε φτου κι ελευθερία
και μας είπαν όχι, παίξτε μόνοι σας.
Ωστόσο τίποτε δεν είναι όπως παλιά
ο Νοέμβριος τώρα κρύβει καλοκαίρια
που καίνε όλες τις μνήμες
όλα τα επίτηδες αφημένα χνάρια ατυχών ερώτων.
Πάνω από το πηγάδι
η ομορφιά του κόσμου πιάνει φωτιά
αγγίζονται τόσα σώματα
και τρέμει το νερό.
Επιπλέον είναι μοναδική αυτή η ιδιότητά του
να μας ενοχοποιεί για αφωνία
ή παιδικές εξομολογήσεις.
Ακόμα.
.

Επαναφορά στην ακεραία μονάδα

Σε κάθε καταβασία αστέρος
ευχηθήκαμε το ίδιο
σαν να ελπίσαμε βαθιά στο θαύμα.
Τι λέγαμε πριν ή μετά δεν έχει σημασία.
Φτάνει που ήμαστε μέτοχοι
στην ευθανασία του φωτός
στο περίπου του κρυφού έρωτά μας
και πέρα από τη διαφάνεια του ελάχιστου.
Με νερό και χώμα εισχωρήσαμε στο υπέρλογο
και στα ρηχά βαδίσαμε κάθε επιλογής.
Οπόταν έγινε το ανέλπιστο.
Τα δυο μέρη διασπάστηκαν στις μονάδες τους
κι ενώθηκαν μεταξύ τους
χωρίς να έχουν σώμα ή όνομα
ώστε από την καίρια στιγμή κι έπειτα
η λάσπη να’ χει οντότητα
χωρίς προσθαφαιρέσεις στη μαγεία του πυρήνα
ή στην ελευθερία της επιλογής.
Τα φέρνει έτσι η ζωή όλα να ξαναγίνονται.
Και ο πόνος και ο χρόνος
κι αυτή η ίδια ακόμα.
.

Αισθήσεις προς μνήμη

Αιχμάλωτος ο καιρός που εγκλωβίσαμε
μάτια και στόμα
στη λευκότητα του έρωτα
εδώ κι αλλού
αιχμάλωτος κι ο πόνος.
Τι πήραμε, τι δώσαμε σε ημερομηνίες λιτές
μικρές οδύσσειες στα φανάρια και στις διαβάσεις.
Αιχμάλωτος παραμένει ο έρωτας και πού τελειώνει
ό,τι θαρρείς πως πέρασε απ’ τη γεύση μας μονάχα
κι αλυσοδέθηκε στο νου.
.

Το κίβδηλο

Ήθελα να ΄χω κάτι από σένα στέρεο
να μη λιώνει στα δάκρυα
να μην αλλάζει όψη στο φως
κάτι αληθινό να παίρνει αιώνες.
Όμως τα χόρτα γύρω μας αφήνουν ίχνη
θερινής απελπισίας
εντελώς απαρηγόρητα.
Το τσιγάρο τελειώνει πάλι
κι όλα μένουν απαρηγόρητα ίδια.
Εδώ κάπου στο στέρνο
σβήσε ό,τι μπορείς
Να πάρω μιαν ανάσα
Για ν’ αγαπήσω πάλι.
.

Ενήλικη απορία

Η αλήθεια κάθεται πάντα σταυροπόδι
πλάι στο σκοτάδι
σχεδόν έτοιμη
και τα δέντρα μας αποχωρούν οικειοθελώς
όταν ταξιδεύουμε τη ζωή μας αναίτια.
Εσύ μπαίνεις συχνά στη μοιρασιά του δίκιου
Χωρίς ορμή κι αγάπη
Σχεδόν μεθοδικά.
Όλες οι αλήθειες γράφονται συμβολικά
με έννοιες τάχα μου αφηρημένες.
Άραγε έχουν όλα έναν παράδεισο;
Κι η ποίηση το δικό της;
.

Συνειδητότητα

Λοιπόν γυρίζω ηθελημένα πια
στην ίδια κάμαρη
με τα ίδια φτηνά τσιγάρα
ίδιο χαρτί και μολύβι
στο ίδιο ατέλειωτο ποίημα
που δε λέει ν’ αρχίσει.
σκιασμένο σαν την καλή μας νεότητα
την αγαπημένη από τον άνθρωπο του Θεού
με τα σποράκια επίτηδες αφημένα
στη θλίψη της υπομονής.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς κόβεται η φωνή μου.
Αλλά δεν είμαι μόνη. Η γλάστρα στο παράθυρο
έχει τρεις πολύχρωμους ανεμόμυλους.
.

Άκου:

Οι αισθήσεις σου δεν αφήνουν υπόλοιπα.
Τ’ αποτελειώνουν όλα
Εν μιά ριπή.
.
.

ΜΝΗΜΟΡΟΗ (2002)

.

ΕΞΟΔΟΣ

Ονειρεύτηκα να πέσω σαν να μην ήξερα
και με πρόλαβαν μέρες
που άγγιξαν το αυγινό το πρώτο σου
γύρισαν στο άλλο πρόσωπο του πόνου
και βογκήξαν
απανωτά μετρίου αναστήματος ερόδια
βγήκαν παντού και δη στα κατεχόμενα
η εκδρομή όμως τελειώνει
κι ας πέσω πάλι Θε μου σαν αθώα.
Εδώ που το ‘βαλες το μαχαίρι
γίνηκε νέος άνθρωπος
μα ίδιες αγάπες ίδιες οι ανομίες
που περισπώνται με τη ζέστη.
Εισχώρησα λαθραία σαν άμμος στα βιβλία σου.
Αυτό είναι το ελάχιστο της αγωνίας λες
ο εχθρός είναι παρών παντού
κι αιώνες τώρα ασελγούν οι βασιλείς
επί του ωραίου στήθους της γενιάς μας
ενώ πάντα οι ρήγαινες θρηνούν για τ’ άδικο
τάχα της μοναξιάς μας.
.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΩΤΟ

Στη σκοτοδίνη του έθνους
η ψεύτρα μητέρα μας ανεβαίνει
στο αυτοκίνητο του Αντρέα μ’ όλο το βιος
των Χριστιανών και κάνει γεια μοιραία.
.

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο μικρός νεκρός με τα χειμερινά φώτα
της ενέδρας και του κλοιού
γυρίζει πάλι στα μάτια μας.
«Ευρίσκομαι μεταξύ αγγέλων…» λέει
και τρώει σαν καλός νεκρός
το φαΐ που ετοίμασε η μάνα του.
.

ΑΓΙΟΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΞ

Τα τελευταία αγγίγματα ζωντανεύουν
το άδειο πρωί
όχι τη νύχτα της ερημιάς
που ευλόγησε να καρποφορεί
στις πλατεΐτσες και στα παλιοδωμάτια.
Πύρωμα είναι που γίνονται αληθινά
και ηρωισμός
που πρέπει να υπάρχουν.
Άλλως πώς ανεβαίνουν τα καλά νερά
στο φόβο
κι από την άκρη του αθώου
χύνεται βουβό αδιαλείπτως
το κλάμα της ποίησης.
Πυρώθηκε ο λόγος μας
εννιά παρά πέντε ηδονή
εννιά και πέντε θάνατος.
.

ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ «ΛΗΔΡΑ ΠΑΛΑΣ»

Ο τόπος είναι αυτόχειρας
και περπατά θηλυπρεπώς
πάνω στα πρηξίματα των αντρών στις φωτογραφίες
που γύρισαν λειψοί τάχα μου ελεύθεροι
τελευταία εποχή της ιστορίας εκείνης.
Έφηβη είναι και η λύπη μας που κλαίει στη φαντασία των αδήλώτων
οι ήρωες θαρρούν πως μπορούν να βγάλουν περίπατο
κάθε δικαίωμα ή ενοχή
χωρίς να τρομάξουν:
άσπρα φουγάρα οι περαστικοί.
Κι εσύ στη μνήμη μου.
Φωτιές δεν έχουν μείνει.
Οι εραστές μας πεθαίνουν κατ’ επανάληψη
στον ύπνο τους
Όλη μας η νιότη ένα οδόφραγμα
όπου κλάψαμε και ομαδικά και μόνοι
τα ταβάνια των ψηφισμάτων κινδυνεύουν
κι αυτά αδήλωτα
να χαθούν.
Όλη μας η νιότη ένα οδόφραγμα
όπου κλάψαμε και ομαδικά και μόνοι
.

ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ I

Στην οδό Σούτσου
η Φανίτσα της Διακαινησίμου
πλύθηκε, χτενίστηκε
κι ολόφωτη κάθισε στο κατώφλι.
«Αληθώς ο Κύριος
δεν έχω απόψε σώμα»
λέει σ’ αυτόν που μπαίνει.
.

ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΙΜΑΤΩΝ II

Καινοφανής αστέρας στο έμπα της άνοιξης
ο Μάρτης μου ψιθύρισμα
στων ελευθέρων ηθών καρπό
που πήραν όλοι από περίπατο.
Στα κορίτσια της Σούτσου οι φεγγαράδες
του Απρίλη κι η Λευκωσία δροσίζεται
Η Λευκωσία νυχτώνει
η Ανθούλα σφουγγαρίζει την πλατεία
Ελευθερίας και το χέρι μου
τι να το κάνω το χέρι μου.
.

ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ

Τότε που σηκωνόμουν με τις πληγές
έπαιρνα τη φούστα μου κι έφευγα
από νυχτερινά βλέμματα αθώων
δεν ήξερα ότι ακόμα ζούσες.
Οι άντρες των αιμάτων λέγαμε
στο μέλλον θ’ αποζητήσουν με πόθο
θάλασσα βαθιά για κάλυψη
και φίλους νεκρούς για λησμονιά.
Έλα εσύ έλα στην άκρη της πόλης
φώναζα που χάθηκα
κι αγκάλιασέ με.
Ώσπου σ’ αντίκρισα.
Σε μια στάση λεωφορείου πεθαμένο.
Πανηγυρίζοντα κι ερωτευμένο σαν μωρό.
Είη τ’ όνομα ευλογημένο.
Κι ούτε μια στάλα αίμα.
.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΕΣ ΛΕΝΕ ΔΙΑΦΟΡΑ

Εκεί που σε γύρευα λείπουν τα άνθη
περιμένω την οργή σου από μοναξιά
βήματα δικά σου από δάση υγρασίας
να περάσει γύρω και μέσα μου δροσιά
ως να μην είχα δάκρυα
που γύρισες.
Να μάθουμε τη γραφή μας
ή να φύγουμε
με τους ήχους τους απόηχους της Ελένης
έλεγες.
Κι ας παίρνει πάλι ο πόλεμος τον έρωτα
ας αφήνει στη θέση του σώματα ανοιχτά
που διογκώνονται στον παρατατικό.
Η γυναίκα με το βαρύ όνομα έφυγε πρώτη
χωρίς παιδιά κι απελπισμένη
από τις σιωπές μας.
Δε σε περιμένω πια
άλλαξα οδό και γείτονες
ονειρεύομαι μυρωδάτους κήπους κι αλήθειες
κληρονομιά που τάζει ο Θεός.
Μόνο τη νύχτα η ψυχή μου
ανεβαίνει στο σχοινί
και μετρά την ισορροπία της
που σ’ αναζητά ακόμα.
.

ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΩΣ

Των πεθαμένων φίλων τα χέρια μεγάλωσαν και μας
φτάνουν
συνέχεια του κακού ονείρου
μυρωδιά από εγκαύματα στα άκρα μας
και απελπισμένα επιφωνήματα
εδώ.
Τον κουβαλήσαμε μέχρι τον τάφο
παιγνίδι όλα για όλα μην πέσουμε.
Κι εκείνος σηκώθηκε αξιοπρεπώς
έσπασε πιάτο, έχυσε λάδι
και κατέβηκε.
Συνεχίζει να μου γράφει ερωτικά
και μετά θάνατον.
Εγώ πορνεύτηκα
γεννήθηκα
και γέννησα.
Κι αυτός να στέλλει ολοζώντανος
γράμματα αγάπης.
.

ΣΤΙΓΜΗ ΣΑΝ ΑΙΧΜΗ

Μικρές διαγραφές σε κάμπο αναχώρησης χαρταετού
ό,τι κουβάλησα μαζί μου
σχεδόν ξυπνάς εγώ τσιγάρο
οι κορυφές ολοένα ανεβαίνουν
εσύ ο διασταυρώμενος κόσμος
ανήμερα φέρεις ειρηνικά περάσματα
μα η χαραγματιά στο στήθος μένει
κάθετα
κι ό,τι μας κράτησε γράφει ανοχή
κατοχής, υπεροχής ή ένδειας
πως πρέπει να περπατάμε στον ουρανό και στη θάλασσα
με την ίδια ανθηρή ανωριμότητα.
Λιτά σ’ απλώνω τα κλαδιά μου
με την απρόσμενη βροχή που μας ξεπλένει
στη μικρή σου κοιλάδα
όπου η μέρα
είναι σχεδόν στο τέλος.
Σάββατο Αυγούστου βγήκαμε οι δυο μας
και φυτεύαμε πέτρες λευκές
τάχα μου ν’ αντιφεγγίζει το φεγγάρι
.

ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΥΛΗ

Εισαγωγή στο αίμα
αποχρώσεις μπλε σφαίρια
στον τοκετό της λέξης.
Στα περισσεύματα της αγάπης
εμείς φυγαδεύσαμε τις φωνές
και τα γαυγίσματα των θερινών δακρύων.
Η κυρία Μελίτα με τα πούρα της
(πολύ βαμμένα μάτια
πολύ μεγάλο σώμα
ζωή σε φωτογραφίες) γεμίζει ένα μπαλκόνι
χορεύει με το ραδιοφωνάκι της
που παίρνουν άδεια οι φαντάροι.
Καλά σου είπα.
Πόνο τοκετού
άμα γραφτεί σχεδόν η πρώτη λέξη.
.

ΑΚΡΟΒΑΣΙΑ

Άσε τα ύψη
σε φιλώ παντού με Λευκωσία και χωρίς
αποσιωπητικά στα λεωφορεία στα νοσοκομεία
και στα θέατρα
της επαρχίας που παίζουμε λίγο ηρωικοί
πιο πολύ θανατεροί
τάχα μου ελεύθεροι.
Ο τόπος μου είμ’ εγώ λέει η Βασιλική πριν την αυλαία.
Φοβάμαι ακόμα μισή
ερωτεύομαι πάντα ολάκερη κι είναι
γιορτή στα μνήματα πανηγύρι αθέατο
Τα λουλούδια της ενοχής μαράθηκαν
τώρα που θέλω χωρίς αναβολή ή περηφάνια
να πλαγιάσεις στην άκρη του τάφου μου να δεις
που αύριο θα πεταχτώ πορτοκαλιά
σαν από πάντα αξόδευτη και καρποφόρα.
Κιόλα βαραίνει μια τύψη για το ελάχιστο
τρέμει το μόνο μου ποίημα πάνω στο φως
.

ΣΑΝ ΚΟΜΜΑΤΙ ΑΠΟ ΤΑΙΝΙΑ

Μπαίνω απ’ τους πόρους σου
μ’ όση εφηβεία μου απέμεινε
μια κόκκινη γραμμή στο παράθυρο η άφεση και
στη διαδρομή οι λέξεις χάνουν το φύλο τους.
Όλα μαζεύονται στην κύστη της γλώσσας
σ’ επανάληψη ίδιος η ερημιά μου
ανήξερος και κάθοδος σαν νεροποντή.
Λες: Πονούν τα μάγουλα
κι ανατρέπεις το μυστικό της ωοθήκης.
μόνη αμαρτία μου και μόνη σωτηρία μου
Ποίημα
Να θυμηθώ να γεμίσω τις παλιές φωτογραφίες
με αίμα
.
.

ΕΝ ΤΕΛΕΙ

Οι ποιητές μάχονται ν’ ανέβουν στη λύπη
με τη χαρά στα σακίδια
να σώσουν τα θαύματα και τους αγίους
που αγάπησαν.
Δεν είναι νησί ο τόπος μας
ένα κουβάρι μόνο που μαζεύεται
τεντώνεται κι αναδιπλώνεται
αδιαλείπτως.
Η ποίηση ανεβαίνει στην άσκηση
εν πομπή
με κεριά και λαμπάδες
Κατεβαίνει στον πόνο μοναχή και λάμπουσα
με ένδυμα νυμφώνος καθαρό
από λογής-λογής αγνότητες κι ιδανικά.
«Η ποίηση είναι μνήμη, μνήμα, μνημείο»
και τα πουλιά του σκαλιστή
στ’ αμπέλια της Παναγίας
η νυχτερινή της μεταμόρφωση.
Γονυκλισία ατέλειωτη που καταργεί το τέλος.
Να τώρα μαζεύει τα ρούχα της
και κλείνεται στην ερημιά με πείσμα.
.

ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΟΝΕΙΡΟ

Θα βαδίσω εκτάσεις χιλιόμετρα άφωνες
με τη μοναξιά της πρωιμότητας
φορτωμένο βατόμουρα το ταξίδι ανάμεσα στέρνου γοφού.
Ανεβαίνω δε θα με πιάνεις
ούτε απ’ το χιτώνα
ούτε απ’ το βάρος που αποβάλλω
απ’ την αγχόνη και κάτω
θα γευτούμε ευδαιμονία
και μ’ ένα σεληνιακό ως ανένδοτο
θα συναντηθούμε φως
με παραθύρια ολάνοιχτα.
Ο πόλεμος θα μείνει απ’ έξω
με τις κόρες των ματιών μας
χάρτινες ασημένιες ή μαινόμενες
σε πέτρινους κήπους
κοντά στη θάλασσα παρήγορες
Εσύ ερωτοβάμων ακόμα ενοικιάζεσαι
κι εγώ επιρρεπής μελαγχολίας.
Δύει κοντά μου η θύμηση.
Θέλω να φύγω Κυριακή
Με το «δι’ ευχών…»
.
.

Β΄ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

.

ΑΣ ΡΩΤΑΓΕΣ ΠΟΙΟΝ ΑΓΑΠΩ (2010)

.

Η ουλή μου

Τα αγοράζω κρυφά. Δεν έχει σημασία η μάρκα, μα τούτα δω τα γαλάζια με την κίτρινη γραμμούλα μ’ αρέσουν πιο πολύ. Κάνω ένα πριν πλύνω τα πιάτα, ενώ ο Νικόλας διαβάζει εφημερίδα στο σαλόνι που το πιάνει κι ο ήλιος. Άλλο ένα άμα τελειώσω από την κουζίνα και δυο ή τρία το βράδυ, αναλόγως. Τη νύχτα αργά μ’ αρέσει πιο πολύ. Γενικά τα τσιγάρα πάνε με τις νύχτες.
Ο Νικόλας λέει πως δεν είναι μόνο οι αρρώστιες που κυνηγούν
τους καπνιστές, είναι και το ίμεϊτζ. Ειδικά της γυναίκας. «Μερικές καπνίζουν σαν άντρες», λέει σχεδόν με έκπληξη. Όχι ακριβώς ανήθικο, «μα τον καιρό που ήμουν εγώ νέος, κάπνιζαν οι αριστερές και οι ξετσίπωτες. Τώρα καπνίζουν όλες! Και το σινάφι της νύχτας βέβαια χωρίς εξαίρεση»
Κάθε του λέξη τονίζει την άρνηση και τη σιγουριά για την άποψη του. Μάτια, φρύδια, χέρια, στήθος, ρουθούνια, όλα προς τα πάνω, ένα τεράστιο όχι στο κάπνισμα, στις γυναίκες που καπνίζουν, στις γυναίκες γενικά.
Εγώ όμως καπνίζω. Είναι μια δική μου, μια κατάδική μου απόλαυση. Ίσως και η μόνη.
Ρουφάω και ξαναρουφάω και πια θαρρώ πως φεύγω εντελώς από δω που ανάγκασα την ψυχή μου να δεθεί. Συχνά καπνίζω εδώ, στο παράθυρο της κουζίνας και κοιτάω κάτω τις ελιές και μακριά τη θάλασσα. Άλλοτε πάλι βγαίνω στο μπαλκονάκι, μόλις που χωράει έναν άνθρωπο, εγώ, οι σκούπες και τα καλάθια για τα σκουπίδια.
Τώρα περιμένω να τελειώσει το πλυντήριο, ο Νικόλας πετάχτηκε να πάρει εφημερίδα, βρίσκω ευκαιρία να καπνίσω. Πάει δυόμισι. Πιο πολύ μ’ αρέσει ν αφήνω τον καπνό στο στόμα, να φουσκώνω το μάγουλο και να τον αφήνω κάμποση ώρα εδώ, λίγο αριστερά, μέσα από το πάνω χείλι μου, στην ουλή μου. Αυτό τη ζεσταίνει, την ανακουφίζει. Δεν έχω πόνο, αλλά αυτό πρέπει να ονομάζεται ηδονή. Ρουφάω, κρατάω τον καπνό εδώ ακριβώς και ξεφυσάω με κούραση, γιατί νιώθω μια ένταση μέσα στα μάτια. Το κάνω και τώρα.
Η πόρτα. Γύρισε. Πετάω το μισό, ανοίγω το παράθυρο. Κάποτε διερωτώμαι τι σκέφτεται. Του φτιάνω καφέ, τρίβομαι λεμονόκουπες και του τον πάω.
Μουρμουρίζει κάτι για τις ειδήσεις, μόνος του δηλαδή, πολιτικά και αθλητικά δε συζητούμε ποτέ. Είναι θέμα επιπέδου, λέει.
Πατάω την ουλή μου και φεύγω. Ακόμα μια ηδονή. Την πατάω, να έτσι, από ‘ξω το χείλι μου, πάνω στα δόντια και με πονάει παράξενα. Κάποτε το κάνω επίμονα και παίρνω τα δάχτυλα πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, σχεδόν ρυθμικά και με δύναμη και μ’ αρέσει. Αν με φίλαγε ο Νικόλας δυνατά στο στόμα, θα μ’ άρεζε. Θα πίεζε την ουλή μου που ούτε καν ξέρει ότι υπάρχει κι είναι ζωντανή κι άμα την πατάς πονάει, κι εγώ θα φχαριστιόμουνα.
Δε με φιλάει. Μάλλον το θεωρεί περιττό.
Όταν το κάνουμε, σκύβει πάνω μου, δε με κοιτάει, βγάζει μια μικρή φωνή, που του ξεφεύγει σκέφτομαι, βήχει λίγο και κοιμάται, αφού μου γυρίσει την πλάτη. Θα ήθελα να μ’ άγγιζε, να με φίλαγε λίγο αριστερά, εδώ που είναι η ουλή μου.
Παλιά όταν έβρισκα άρθρα ή επιστολές στις στήλες του γιατρού ή του ψυχολόγου, τα ‘κοβα και του τα διάβαζα, αλλά εκείνο το ύφος, πως είναι ανοησίες αυτά για ν’ ασχολούνται οι γυναικούλες κι οι ανώμαλοι, εκεί μόνιμο.
– Ορίστε, μορφωμένοι άνθρωποι τα λένε, η γυναίκα χρειάζεται στοργή. Δεν υπάρχουν ψυχρές γυναίκες, εκτός αν είναι οργανικό! Εξάλλου άτεκνες μπορεί να είναι και… οι θερμές!
Αυτό το βλέμμα του, Θεέ μου. Πώς κατακεραυνώνει.
Κι εσύ; Εσύ τι είσαι;
Εγώ φταίω που δεν κάναμε παιδιά. Χωρίς εξετάσεις, χωρίς αναλύσεις, τίποτα. Είναι σίγουρο ότι εγώ φταίω. Ούτε υιοθετήσαμε, γιατί δεν ξέρουμε πούθε κρατά το ντι εν έι του, λέει.
Η μήτρα μου δε χρησιμεύει απολύτως σε τίποτα. Μοιάζει με την ουλή μου, δεν εξυπηρετούν. Είναι ολόδικές μου και τις αγαπώ που με παιδεύουν. Κάποτε ονειρεύομαι πως είμαι μια τεράστια μήτρα γεμάτη ουλές. Μικρές, μεγάλες, ροζ ουλές σαν αυτή που έμεινε από το Δεκέμβρη που μου έβγαλαν το κουβάρι του στήθους. Ή μια ουλή ολόκληρη.
Το στήθος μου. Όταν έκανα την εγχείρηση, ήταν έξω και ίδρωνε. Συνήλθα γρήγορα, μπήκε μέσα κίτρινος και δεν έβγαλε λέξη για ώρες. Φοβάται τις αρρώστιες ο Νικόλας. Εγώ τις συνήθισα, τις κοροϊδεύω. Όταν σου κάνουν εγχείρηση, έχεις ουλές, αλλά δεν μπορείς να τις πατάς.
Η δικιά μου είναι διαφορετική. Άμα με πιάσει η μανία, την πατάω, τη γυρίζω, διπλώνω το δέρμα μου με δύναμη, ξανά και ξανά, πιο πολύ, κι άλλο, και πάλι, να τη ματώσω, να πω αμάν, δεν μπορώ άλλο τον πόνο της και τότε σταματώ. Με κομμένα λες τα μέλη μου, πονεμένα.
Τον ακούω που ετοιμάζεται να ξαπλώσει. Δεν κοιμάται όμως τα
μεσημέρια. Εμένα μ’ αρέσει ο ύπνος. Ξεχνάω, ησυχάζω. Μου λέει
πως ο ύπνος είναι φυγή. Σωστά. Αφού δεν ξέρω πώς αλλιώς να φύγω. Με βλέπει που πατάω την ουλή μου.
– Τι κάνεις εκεί;
Μου ‘ρχεται να γελάσω που δεν έχει ιδέα για όλα αυτά. Γέρνουμε κι οι δυο στο ίδιο κρεβάτι, ο καθένας στη μεριά του. Τόσο κοντά και τόσο ξένοι. Κάποτε ζήλευα τα ευτυχισμένα ζευγάρια που αγκαλιάζονταν και φιλιόνταν και μου ερχόταν τρέλα πώς τον παντρεύτηκα.
Με ζήτησε μέσα στην επισημότητα. Τότε δεν είχαμε λεφτά, τα είχε φάει στην τσόχα ο μακαρίτης ο πατέρας, τι σκέφτηκε και με πήρε άραγε; Όμορφη δεν ήμουν ποτέ. Είχα φακίδες και μεγάλα βυζιά. Μετά τα γεγονότα, έκοψα και τα μαλλιά μου, έβαλα παντελόνια. Τώρα δε ζηλεύω κανέναν. Αποκλείεται, λέω με το νου μου, άλλοι να περνούν καλύτερα. Μεγάλη διαφορά θα ‘ναι τα παιδιά,
εντάξει. Μα αυτή η σκέψη φέρνει πόνο πολύ και την αφήνω. Κατά τ’ άλλα παντρεύεσαι και τέλος. Εμένα είναι και δημόσιος υπάλληλος. Και το τόνιζε η θεια του. Αυτή που έκανε το συνοικέσιο.
Πατάω την ουλή μου, γυρίζω στο πλάι νευρικά, κάνει ζέστη. Από κείνα τα μεσημέρια που πρέπει να χτυπηθώ με τη μνήμη μου.
Το δρομάκι, το σπίτι μες στα δέντρα, η αποστολή μου, το χτυποκάρδι. Η εικόνα του άντρα στην άκρη του κρεβατιού κι εγώ να κοιτάω ανήξερη απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα.
Πήγαινα χαρτάκι στην Αγγελική, μήνυμα, δεν ήξερα τι ήταν, δεν επιτρεπόταν να ξέρουμε οι μικρές και περίμενα να μου δώσει άλλο. Εκείνη έφυγε αριστερά. Κοίταγα γύρω το δωμάτιο, τις γλάστρες, το χαλάκι, οπόταν κοίταξα τυχαία απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Από όσο φαινόταν, ξέκρινα ένα κρεβάτι κι έναν άντρα να κάθεται στην άκρη και να σκύβει λίγο σαν να πονούσε. Γυρίζει αργά το κεφάλι προς το μέρος μου. Χριστέ μου, δεν είναι να ξεχάσω, ένα πρόσωπο τόσο σκούρο μες στο σκοτάδι και την ησυχία, αλλά
και τόσο φωτεινό μες στη μνήμη μου. Νομίζω μου χαμογέλασε, έτσι ελαφρά, συγκρατημένα, αλλά με κοίταξε βαθιά, δυνατά, στα μάτια ολόισια. Και ξανάσκυψε. Ετοιμάστηκα χωρίς να το σκεφτώ, να πάω κοντά, να δω τον πόνο του, αλλά βγήκε η Αγγελική και με ξάφνιασε. Μου έδωσε οδηγίες, κοίταξε στο δρόμο και μ’ έβγαλε γρήγορα στην αυλή. Με το χαρτάκι της στην πλεξούδα των μαλλιών μου έφυγα σαν αλλοπαρμένη. Μ’ αυτή την εικόνα έβγαλα την
εφηβεία μου όλη, μέχρι που συνάντησα δεύτερο χρόνο της Ανεξαρτησίας την Αγγελική που δάκρυσε και είπε πως εκείνος ήταν ο ήρωας. Δε θα ξεχάσω τη μέρα εκείνη. Έκοψα τα μαλλιά μου κοντά και είπα ναι στο Νικόλα και στη θεια του που έκανε το προξενιό.
Τον αγάπησα πολύ, από τότε, ακόμα τον αγαπώ, ποιον, έναν πεθαμένο που τ’ όνομά του το ξέρει όλο το νησί. Στην επέτειο του θανάτου του βάνουν σημαίες, βγάζουν λόγους, τον αναφέρουν όπως μιλούν για ένα φίλο τους. Μου τον παίρνουν συνέχεια, πώς ν’ αμυνθώ; Κλαίω σαν παιδί, κλείνω τα ραδιόφωνα, απεχθάνομαι τον εαυτό μου, μισώ τον άντρα μου. Δεν είναι δικός μου, εγώ ήθελα τον άλλο που έσκυβε μες στο σκοτάδι κι ήταν πελώριος και
γλυκύς μες στα κοριτσίστικά μου όνειρα. Εκείνη η μισάνοιχτη πόρτα, αχ γιατί μου το ‘πες, Αγγελική, γιατί, εγώ θα τον έψαχνα ακόμα. Θα ζούσα με τη λαχτάρα να τον ξαναδώ…
Όταν ακούγεται τ’ όνομά του, νομίζω πως όλοι γυρίζουν και με
κοιτάνε, πως ξέρουν το μυστικό μου, το ‘μαθαν και τώρα θ’ αρχί-
σουν να γελάνε με την αλλοπαρμένη που αγαπάει έναν άγνωστο,
μια στιγμούλα μες στο σκοτάδι, ένα νεκρό.
Κι όλα τούτα χάνονται για να μείνει ένα παχουλό, άσπρο χέρι
με δακτυλίδι χοντρό που πέφτει δυνατά πάνω στο στόμα μου. Μόνη μου ανασέρνω τη θύμηση που με κατατρώγει. Συνειδητά.
Ξανά το χέρι, και πάλι, κι άλλη μια φορά. Το στόμα μου γεμίζει αιμα, ζεστό, το καταπίνω, ζαλίζομαι. Με βάζουν να κάτσω και με ξαναρωτούν τα ίδια. Δεν έχω ιδέα κι ευτυχώς, γιατί φοβάμαι. Τα μαλλιά μου, σκέφτομαι, τα μαλλιά μου ξέρουν μόνο. Όμως γιατί πιάσανε εμένα; Και γιατί επιμένουν;
Τέλος, μ’ αφήκανε για να με παρακολουθήσουν φαίνεται, και εγώ το τούβλο πήγα ολόισια στην Αγγελική να μου περιποιηθεί την πληγή, γιατί φοβόμουν τη μάνα μου. Ύστερα βέβαια την πιάσανε την Αγγελική και τη χτύπησαν πολύ, ήταν σημαντικός σύνδεσμος, δεν είπε όμως τίποτα, στο τέλος την πήγαν στα κρατητήρια.
Της μάνας μου της είπα πως χτύπησα στο σχολείο. Μετά μίλησα σ’ ένα θείο μου, μέσες άκρες δηλαδή, ήταν με όλους αυτός, είχε νταραβέρια διάφορα, τους εξήγησε, αποσύρθηκαν οι κατηγορίες, όλα ήταν συμπτώσεις, «μόνο που δεν απολογήθηκαν» είπε ο θείος.
Η πληγή έθρεψε, το δέρμα από μέσα έκανε μια ουλή που τη μάτωνα συχνά και ξανάνοιγε. Μέχρι που έπαψε από μόνη της ν’ανοίγει. Παλιότερα μια σταγονίτσα αίμα, τώρα τίποτε.
Μια πονεμένη ικανοποίηση μόνο. Κρατώ και τον καπνό εκεί.
Στον οδοντίατρο έκανε μεγάλη εντύπωση. Από παλιό χτύπημα,
του είπα. Παράξενο, είπε, φαίνεται πρόσφατη ουλή.
Με σπρώχνει ο Νικόλας. Θα επισκεφθούμε ένα συνάδελφο του
που γιορτάζει. Έναν ξιπασμένο, χοντρομπαλά που νομίζει ότι άγγιξε την τελειότητα. Τους βαριέμαι όλους αυτούς που θαυμάζει, τους τάχα σοβαρούς κι επίλεκτους. Είναι βαρετοί και νερόβραστοι.
Προλαβαίνω να κάνω ένα τσιγαράκι πριν φύγουμε;
Κλείνομαι στο μπάνιο και το καπνίζω με απόλαυση. Μ’ αρέσει που κιτρινίζουν τα δάχτυλά μου στην άκρη. Ύστερα τα τρίβω με σαπουνάδα. Αγαπώ αυτή την κιτρινάδα. Τα δάχτυλά μου γέρασαν. Όλα μου, μέσα κι έξω γέρασαν.
Μια μέρα σκέφτομαι, θα μπω στο σαλόνι, εκεί που διαβάζει εφημερίδα, με το τσιγάρο στο στόμα, θα σταθώ προκλητικά αναιδής μπροστά του και τραβήξω μια ρουφηξιά με δύναμη και αφοβιά. Αργά θα καπνίσω και ήρεμα. Θα το κάνω μια μέρα. Ίσως κι απόψε.
Κι ύστερα θα του πω: Νικόλα, έλειπες πάντα γι’ αυτό δεν ήξερες. Το μόνο πράγμα που ένιωσα μαζί σου είναι μια απέραντη μοναξιά, μια τεράστια θλίψη. Πόσο αστόχησα, πόσο άδειασα και κάκιωσα. Μπορεί να μη φταις εσύ καθόλου. Εγώ φταίω που σιωπούσα τόσα χρόνια, που δε σε ήθελα, όταν έμπαινες μέσα μου, που έμεινα ακίνητη την πρώτη φορά που πόναγα τόσο κι εσύ εκεί να
επιμένεις να με χαλάσεις με την πρώτη.
Φταίω που σου φτιάνω καφέ, ενώ δε θέλω, που άμα γυρίζεις τα
μεσημέρια απ’ τη δουλειά θα ‘θελα να ‘μαι μακριά να μη δω, να μην ακούσω πόσο κουρασμένος είσαι, πόσο πήχτρα είναι οι δρόμοι, πόσο καλά την κάνανε μερικοί ξαφνικά και άλλα τέτοια.
Αλλά πού να πάω; Δεν έχω τίποτα δικό μου. Δηλαδή εδώ που τα λέμε, μπορεί και να ‘χω τρελαθεί. Θέλει πολλά ο άνθρωπος να πάθει; Αν ήξερες τι σκέφτομαι και τι θυμάμαι τόσες ώρες μονάχη, θα μ’ έπαιρνες σηκωτή. Αν ήξερες για το χέρι του στρατιώτη που έπεφτε πάνω μου και πέφτει ακόμα, για την ουλή μου, για τον έρωτά μου τον τελείως παλαβό που ούτε όνομα ήξερα ούτε μιλήσαμε, ήμουν παιδί κι αυτός γίνηκε ήρωας για να μην ξεχάσω ποτέ,
μπας και λυτρωθώ, αχ, ας μην το ήξερα πως ήταν εκείνος, να μην
κοίταγα ποτέ από την πόρτα…
– Έλα, αργήσαμε.
Φωνάζει. Ξεχάστηκα και μιλάω στον καθρέφτη. Δεν προλαβαίνω ν’ ανάψω άλλο. Κοιτάγομαι και βγαίνω. Κλείνουμε την τηλεόραση και φεύγουμε. Στο δρόμο εύχομαι να γίνει κάτι, να γλιτώσω, από τι δεν ξέρω. Να πιάσει το σπίτι του εργατικού συνάδελφου φωτιά, να μην πάμε ή να φτάσουμε και να τα ζώνουν όλα φλόγες, μ’ αρέσει η φωτιά, ν’ ακούγονται φωνές, σειρήνες, υστερίες κλάματα, ωχ, κι εγώ να βγάλω να καπνίσω και να μη με νοιάζει για κανένα.
Ο Νικόλας όμως θα μείνει στον τόπο. Αν πεθάνει, δεν ξέρω αν
θα ελευθερωθώ ή αν θα χαθώ. Καλύτερα να ζήσει, δεν αντέχω άλ-
λη ενοχή.
Τον φαντάζομαι για μια στιγμή να μετανοεί και να κλαίει, να
ζητάει βοήθεια και κατανόηση… Θα τον συμπονέσω άραγε ή θα
σιχαθώ τελείως; Θεέ μου!
Τίποτα δε γίνεται. Φτάνουμε στο σπίτι του χοντρομπαλά, ούτε
μια φλόγα, μια υποψία κινδύνου, όλα ασφαλή, όλα καλά. Γρασίδια, φώτα, χαμόγελα, γνώριμα, όλα ίδια.
Χαιρετώ, χαμογελώ και μπαίνω. Ο Νικόλας κάνει θερμές χειραψίες με την οικοδέσποινα. Μου φαίνεται πως μοιάζει λίγο μιας ηθοποιού. Της το λέω και γελά.
Ο συνάδελφος φοράει δαχτυλίδι χοντρό. Και τότε γελάω εγώ.
Γελάω σχεδόν από φόβο.
.

Το σπίτι

Είναι χτισμένο ψηλά στο λόφο πάνω από τη θάλασσα. Όταν στέκομαι στο παράθυρο, είναι σαν να έχω το κύμα κάτω από ία πόδια μου. Η ιδιοκτήτρια έχει άλλα δυο, στη Χαλκίδα και στην Κα. 0 άντρας της είναι επιστήμονας, σκύβει όλη μέρα πάνω από χαρτιά κι εργαστήρια και αυτή, πλούσια κι αργόσχολη, παίρνει το παιδί της, ένα αγόρι γύρω στα τρία και γυρίζουν τα εξοχικά τους. Έχει και μια κόρη μεγάλη από τον πρώτο της γάμο, πολύ όμορφη, τη βλέπω στη φωτογραφία πάνω στο τζάκι.
Δεν είναι μεγάλο. Μονώροφο, λειτουργικό, ζεστό, γίνεται εύκολα οικείο. Ιδιόμορφο βέβαια, γιατί το κρατούν πολλές ανάσες ζωντανό, οι πιο πολλές άγνωστες μεταξύ τους. Η ιδιοκτήτρια με το παιδί της, η μεγάλη κόρη με τις παρέες της, εμείς…
Είναι σαράντα λεπτά από το κέντρο. Πηγαίνω αργά απόγευμα ή βράδυ. Οδηγώ και σκέφτομαι το σπίτι, τις ανάγκες, τις ελλείψεις του. Δε θέλω να σκέφτομαι εκείνον. Προτιμώ ν’ αγχώνομαι αν έχει νερό και ποτά, χαρτικά, καθαρές πετσέτες, τρόφιμα στο ντουλάπι, αν είναι εντάξει η θέρμανση ή το κλιματιστικό. Εκείνος μου φέρνει μα ταχυπαλμία που με αποδιοργανώνει.
Στέκομαι στο κατώφλι, πατάω το κουδούνι και στα δευτερόλεπτα που περιμένω, ο εγκέφαλος μου παγώνει, το σώμα μουδιάζει και η φωνή μου βγαίνει βραχνή, σαν μια άλλη να ήρθε εδώ πέρα, μια άλλη να μπαίνει στο σπίτι. Και παραμένω βραχνή ως την ώρα που θα φύγω. Ως τη στιγμή που κλείνει η πόρτα πίσω μου. Και κλείνει αμέσως. Καμία σχέση με τις ταινίες που στέκεται αυτός στο κατώφλι και την κοιτάει που φεύγει. Χώνεται βιαστικά μέσα, φτιάχνει τα πράγματά του και φεύγει μετά από μένα, το ίδιο προσεκτικά, γιατί δε θέλουμε να μας πάρουνε χαμπάρι.
Εκείνος έχει οικογένεια. Εγώ είμαι αναγνωρίσιμη. Ναι, είμαστε δυο κλασικοί παράνομοι, εννοείται. Ηθικά και κοινωνικά. Δυο κλέφτες που παίζουν επικίνδυνο παιχνίδι ηδονής κι επιθυμίας, ισορροπιών και αυτογνωσίας. Τους κανόνες όρισε εκείνος που δεν έχασε ποτέ τον έλεγχο. Εκείνος που γνωρίζει ότι δεν έχουμε δικαίωμα στον έρωτα. Εκείνος που ξέρει πότε και πώς θα συναντηθούμε ώστε να αισθανόμαστε ασφαλείς και ήρεμοι.
Πρέπει να ονοματίσεις αυτό το λίγο, το από καιρού εις καιρόν, το εύθραυστο, το σαφώς οροθετημένο χωροχρονικά. Αυτό έχω καταλάβει μαζί του. Πρέπει να διαχωρίζεις το περνώ καλά από το δεν αντέχω να μη σ’ έχω, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν έχεις κάτι πραγματικό. Το ερωτεύομαι από το σου δίνω γλύκα και τρυφεράδα να μη σου λείπει τίποτα. Όπως χωρίζουμε τις φακές από τα ξυλαράκια και τις πετρούλες. Όπως ξεφλουδίζεται το σιτάρι…
Σιτάρι και φρούτα στα κεριά που ανάβει περιμένοντάς με Κρασί ροζέ, αυτό που μ’ αρέσει. Τασάκι για να καπνίσω. Μόνη μου, γιατί εκείνος το’ χει κόψει. Αναμμένος ο θερμοσίφωνας, τραβηγμένες οι κουρτίνες για να μπω και να σταθώ πάνω από τη θάλασσα. Φρούτα πλυμένα στην κουζίνα, γιατί μ’ αρέσουν. Η καφετιέρα στάζει ρυθμικά. Ο καφές με άρωμα βανίλιας. Μ’ αρέσει, γιατί αρέσει σ’ εκείνον.
Χρησιμοποιούμε το σπίτι και τ’ αντικείμενά του με άνεση, λες ζήσαμε χρόνια εδώ, μαζί. Μπορούμε να συνεννοηθούμε μ’ ένα βλέμμα για το μπάνιο, τα μαξιλάρια, τα ποτήρια. Είναι η ενέργεια του χώρου. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε εκτός σπιτιού έτσι. Εξάλλου είμαστε άγνωστοι μέσα στα πλήθη γύρω μας.
Αν δεν ήμουν δύσθυμο άτομο, ίσως να λέγαμε πιο πολλά. Ξέρω πως αν μου πει λέξη κοφτή, θα φύγω, γι’ αυτό δε λέω τι σκέφτομαι στ’ αλήθεια. Αν δεν ήταν τόσο αυτάρκης, ίσως συναντιόμασταν και πέρα από τις αισθήσεις μας. Φοβάμαι τις μεγάλες συζητήσεις. Επιχειρηματολογώ όλο τον υπόλοιπο μου χρόνο, δεν μπορώ να το κάνω και με τον άντρα που μ’ αγγίζει.
Φοβάμαι ακόμα και να πω τη λέξη σχέση. Ο πρώτος κανόνας ήταν να μην αγκιστρωθεί κανένας. Το έχει τονίσει πολλές φορές. Ήσυχα, σχεδόν λυπημένα.
-Όχι έρωτες.
Το επαναλαμβάνω κι εγώ.
– Όχι, όχι έρωτες.
Δε γίνεται να ερωτευτούμε. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να πο-
νέσουμε, εξήγησε.
Το δέχτηκα. Ό,τι πει το δέχομαι. Είναι πολύ ακριβός για να τον χάσω. Απλά δεν απαντώ. Σιγά μην το πίστευα κιόλα πως δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια. Του χαμογελώ όσο πιο γλυκά μπορώ. Θέλει να τακτοποιεί τα πάντα. Εμένα, τον καφέ, το κρασί, τους
λογαριασμούς, την οικογένειά του. Το μόνο που ζήτησα εγώ, να μη μιλάμε για τις οικογένειες. Δε θέλω να στοιχειώνομαι. Μιλάμε για μικρά, απλά πράγματα. Και κάποτε δε μιλάμε.
Μας αρέσει πιο πολύ στο καθιστικό με τα μεγάλα τζάμια παρά στο
υπνοδωμάτιο. Δυο φορές το μήνα, ό,τι καιρό και να κάνει, και άρρωστη
και κουρασμένη, θα πάω. Δεν τη χάνω με τίποτα αυτή τη συνάντηση που
δικαιούμαι. Μπαίνω ανήσυχη και χαλαρώνω, όταν με κρατήσει αγκαλιά. Καταλαβαίνει πότε μ’ έχουν πιέσει στο κόμμα και πότε η εταιρία περιμένει από μένα νέες προτάσεις για έργα. Κι εγώ καταλαβαίνω πότε τον έχουν στριμώξει στο σπίτι, πότε αγχώνεται για το φοιτητή γιο του, για την έφηβη κόρη του, πότε πονάει πίσω στη μέση του.
Γνωρίζουμε την υγεία ο ένας του άλλου κι αυτό μας κάνει «δικούς». Μας έχει δέσει σαν… οικογένεια. Είναι μια δεύτερη ζωή, αληθινή όσο κι εμείς. Ζωή με δόσεις. Σταθερές, τακτές, ισόποσες. Αν χρειαστεί ποτέ ν’ απολογηθώ γι’ αυτήν, θα πω πως δε γινόταν αλλιώς, ήταν θέμα επιβίωσης. Είναι θεραπεία για να αντέχω την άλλη ζωή, με τους υπόλοιπους και κυρίως για να μην ονειρεύομαι αυτήν που ήθελα από παιδί.
Τις υπόλοιπες μέρες έχω μια νορμάλ, κουρδισμένη ζωή με γρήγορους ρυθμούς, γεμάτο πρόγραμμα, τόσο που δε βρίσκω χρόνο να σκεφτώ, να ρεμβάσω, να χαζέψω. Για να συναντήσω εκείνον, δεν αποφασίζω εγώ. Χάρη στο σχεδιασμό εκείνου η δοσολογία είναι αρκετή για να πεθυμιόμαστε και να μη βαριόμαστε.
Εκείνος είναι η πρώτη μου σκέψη όταν ξυπνώ και η τελευταία πριν κοιμηθώ. Δεν το γνωρίζει βεβαίως. Κι ούτε χρειάζεται να το μάθει ποτέ. Αν έμαθα κάτι στην πολιτική, είναι η προσαρμογή τακτικής για κάθε περίπτωση. Αν εκείνος τρομάξει, εγώ θα πρέπει να ζήσω χωρίς τη θωπεία του.
Θα μπορούσε ένας τρίτος να πει πως χρησιμοποιούμε ο ένας τον άλλο. Ναι. Ικανοποιούμε ανάγκες που μας προέκυψαν ακριβώς μετά την πρώτη συνάντηση. Ανάγκες πολυτελείας που δημιουργήθηκαν καθοδόν. Ωστόσο κάνουμε καθαρό παιχνίδι. Δεν έχουμε τρομάξει. Δεν απαιτούμε κάτι παραπάνω. Υπάρχει ευγένεια και διακριτικότητα. Ένας σεβασμός που αποσιωπά την εμπάθεια και ανακόπτει τις ακρότητες. Τα όριά μας είναι σαφή.
Λειτουργούμε με άγραφους, στέρεους νόμους απόλυτης αποδοχής. Παράνομες ερωτικές σχέσεις υπήρχαν από τότε που υπάρχουν οι νόμιμες. Ερωτικά τρίγωνα και φιλενάδες παντρεμένων υπάρχουν πάντα. Καθεμιά νομίζει ότι διαφέρει και κάθε τρίτο πρόσωπο πιστεύει ότι αξίζει η σχέση του πιο πολύ από τη νόμιμη του άλλου. Τη συμβατική τάχα. Επιφάσεις για συμβάσεις που θέλουμε να συγυρίζουμε ειδολογικά. Δικαιολογίες για να ξεφεύγουμε από πράγματα και τοπία που δεν αντέχουμε. Προφάσεις για να
γευτούμε το κοινωνικά απαγορευμένο. Όσοι έχουν θράσος ζητούν πολλά, αλλά ακόμα και το θράσος χρειάζεται στήριξη.
Κάποτε σκέφτομαι πως εκείνον μπορεί ν’ αντέξω να τον χάσω. Σίγουρα θ’ αντέξω. Υπάρχει ημερομηνία λήξης, μόνο που δεν την ξέρουμε ακόμα. Το σπίτι όμως; Τα σπίτια δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Πουλιούνται και αγοράζονται, κατεδαφίζονται, καίγονται. (Πρέπει να πάρω αγχολυτικό, πλακώθηκα πάλι.) Και το χειρότερο, αν εκείνος αποφασίσει να διακόψουμε, δε θα μπορώ να μπω ξανά στο σπίτι. Εκείνος είναι ο φίλος της ιδιοκτήτριας και κανονίζει τις συναντήσεις ανάλογα με τις διακοπές τους.
Δηλαδή, τελειώνει η σχέση, μα το σπίτι μένει εκεί. Σκέψου λογικά, λέω με το νου μου, ψύχραιμα. Το μόνο σχέδιο που φαίνεται εφικτό είναι να μαζέψω λεφτά και να το αγοράσω. Θα κάνω δάνειο. Αν το πουλάει βέβαια η ιδιοκτήτρια. Θα την πιέσω, θα της προσφέρω πολλά, θα την παρακαλέσω, θα… Όχι, όχι. Το σπίτι δεν πρέπει, δε γίνεται να το χάσω. Το δικαιούμαι. Και τις μνήμες του. Τις δικαιούμαι.
Θα πηγαίνω πάλι μόνη, απόγευμα, βράδυ και πρωί θα πηγαίνω.
Και θα μένω όχι τέσσερις ώρες, θα μένω όσο θέλω. Θα το κρατήσω μόνο για μένα και θα γίνει η αληθινή κατοικία μου. Στο άλλο σπίτι θα δέχομαι τους συναδέλφους και τους συνεργάτες, τους κομματικούς παράγοντες και τους παρατρεχάμενους του γραφείου τους συγγενείς που πασκίζουν ολοένα να επισημάνουν την ανεπάρκειά μου ως γυναίκας. Σ’ αυτό θα δέχομαι τον έρωτα και κανένα φιλαράκι που ξεκόβει για να πίνουμε τα Παρασκευοσάββατα. Όταν εκείνος δε θα θέλει πια να ‘ρχεται, θα βλέπω τη θάλασσα και θα κοιμάμαι εδώ στον καναπέ που ανοίγει και γίνεται κρεβάτι. Πάνω από τη θάλασσα.
Θα βάλω γλάστρες και γιασεμιά, δε θα ‘μαι κλέφτρα. Τα άλλα ίδια. Αγαπώ τα υφάσματα, τα ξύλα, τα χρώματα. Πράγματα που αγγίξαμε κι οι δυο μαζί. Θα λείπει η λαχτάρα του, αλλά θα μπορώ να κατεβαίνω το λόφο τ’ απόγεμα και να κολυμπώ ή να κάθομαι στα βραχάκια. Θα λείπει η μυρωδιά του, αλλά θα την ψάχνω στο αέρα, στα αντικείμενα, με το δέρμα μου.
Είναι κι η επένδυση που χρόνια μελετούσα. Όλοι στο κόμμα πήραν οικόπεδο, διαμέρισμα, εγώ όλο το ανέβαλλα. Ακόμα κι ο πατέρας μου θα πει: καλή κίνηση.
Πρέπει να σώσω τις ώρες που όλα έξω σιωπούν και μένω με το μέσα μου. Πρέπει οπωσδήποτε να πάρω το σπίτι! Το οποίο βέβαια θα προστατεύω από κάθε επιβουλή. Και τότε, α, τότε θα παίζω με δικούς μου κανόνες!