Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ



«Περί ουσίας και περιουσίας»  (2010)


ΒΑΔΙΖΕΙ

Βαδίζει ο Αινείας σε πέτρες καυτές,
με τον παράλυτο γονιό στον ώμο.
Κρατά το μικρό Πατρίκιο που κλαίει:
'Ζ. ε ι ο παπάς μου. Να! Το χέρι του καίει!'
Πλάι γυναίκες ασάνδαλες τρικλίζουν
ως τον ορίζοντα, το διάπλατο κελί.

Βαδίζει ο πρόσφυγας προς την Ιταλία,
τους Τρώες μη στρέφοντας πίσω να δει,
καθώς έπεφταν απ’ τα βυζιά της Ελένης.
Βαδίζει, περνώντας απ' την Κύπρο να βρει
τη μάνα Αφροδίτη, μαζί της να ανασύρει
τη χαμένη κάρα του συζύγου της Χαρίτας,
να την αρμόσουν στο σώμα να 'ναι ακέραιο.

Πιο γενναίος απ' όλους ο πρόσφυγας
που του αρκεί ο ήλιος να βαδίζει εμπρός,
ένα κεραμίδι στο χέρι να το ξαναστήσει,
μια βάρκα να σωθεί για να επιστρέψει.

                         Λατσί, Παραλία Ττάκκα (Σεπτέμβρης, 2008)



Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ


Κανείς ποτέ δεν έμαθε, κανείς δεν είπε
από πού πηγάζει, πού επιτέλους εκβάλλει
ο άγνωστος ποταμός, ο Βώκαρος της Κύπρου.

Η Πυθία δαφνομίλησε στους προγόνους μου:
ποτίζει τα άγρια θηρία και μεμιάς ημερεύουν,
πλημμυρίζει κι έτσι πνίγει τους πολιορκητές,
διανοίγει δίνες να καταπιούν τις τριήρεις τους.

Να 'ναι αυτός που δροσίζει τους νεκρούς
που γλυκαίνει τα χείλη των νέων σαν φιλούν,
που ανακουφίζει τα μάτια των μανάδων;
Αυτός ανάβλυσε γλυκό νερό στην Αλυκή
και μυροβολεί την άγια κάρα του Λαζάρου,
του Ονήσιλου όπου μελώνουν μέλισσες;

Ποιος τον ονόμασε Βώκαρο; Πού ρέει; Πώς;
Να 'χει άραγε στο νερό μέταλλο που σφίγγει
τη γροθιά του λαού, το στήθος της εργάτριας;
Θα ποτίζει υπόγεια το στάχυ της Μεσαορίας
και πρέπει να ήταν ο συνοδός του Παύλου
να του απάλυνε τις πληγές των ραβδισμών.

Ήρθαν γεωλόγοι και τον ταξινόμησαν ρύακα,
Άλλοι τον είπαν χαράδρα που δεν κελάρυσε.
Μα οι νεκροί μας του οφείλουν πολλά
αφού πότιζε δενδροστοιχίες οραμάτων
να ρέουν μέσα μας, πανώριος μύθος.


Φικάρδου (Φθινόπωρο, 2007)



ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ


Στην τάξη ο θεολόγος εξετάζει
«τι είναι αγάπη» και βαθμολογεί:
άριστα, ο εύπορος πομπώδης,
πενιχρά, ο άπορος λιγομίλητος.

Κάτω απ' τον ήλιο ουδέν κρυπτόν
και ιδού στο διάλειμμα αντικρίζει
ο πλούσιος μόνος με τα γλυκά του,
ο άπορος μοιράζει κουλούρι σε άπορη.

Εκών άκων ο διδάσκαλος διδάχτηκε
και τώρα στην τάξη αλλιώς διδάσκει:
‘Αγάπη είναι η τυφλή που βλέπει,
η χωλή που τρέχει σε μαραθώνιο,
η κουφή που ακούει σαν Μπετόβεν.’
Τη βλέπει να θηλάζει τον Πολιτισμό
με χλωμό, βυθισμένο ένα στήθος.

Λευκωσία ( 16 Γενάρη, 2oo7)



0 ΤΥΦΩΝΑΣ ΚΑΤΡΙΝΑ


Με παρέσυραν νεόπλουτες σε γλέντι
απ' τη Disneyland στη Νέα Ορλεάνη
σε Καρναβάλι με φτερά σε πισινούς.

Φιλάς βυζιά αν δωρίζεις κολιέ ακριβά,
εκατό Μονρόε σου ανεμίζουν τη φούστα,
ένας Ιταλός με μια αναπνοή είκοσι λεπτά
στο νερό, δύο γιάνκηδες ντυμένοι Αττίλες,
πέντε Χουντίνι ν' αλυσοδένουν ένα τυφώνα.

Παραμερίστε! Να, η Κατρίνα στο άρμα της,
σφίγγει βρέφη που άρπαξε από καλύβες,
πλημμυρίζει και γκρεμίζει και χασκογελά.
Στο άρμα ο Πλανητάρχης σχεδιάζει χάρτες
και προκαλεί αρχηγίσκους στην παλαίστρα,
σύνορα χάος, ο στρατός κερνά κι ελέγχει.

Ο θεός Διόνυσος αρνήθηκε να παραστεί,
θα 'χάνε το αθάνατο, του έρωτα το κύρος.
Η Κασσάνδρα με τραντάζει για ό,τι ξεχνώ:
τα ερείπια που άφησε η Κατρίνα πέρυσι,
τη μήνι, που μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει
και ξανά προς νέο γλέντι τραβά, ξανατραβά.

            Λας Βέγκας (Ιούλιος, 2οοο) - Αμστερνταμ (4.8.2009)



ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ


Το χεράκι του παιδιού δεν ξέρει
πως είναι χέρι· ονειρεύεται
να γίνει λουλούδι ή πουλί.

Το αγόρασαν για ώμο πλούσιου.
Τώρα μοιάζει ερπετό αόμματο,
τριγωνικό κεφάλι σκουληκιού,
τα μαλακά νύχια λέπια θολά,
ψαύει, αιωρείται, πίσω, έξω,
μετρά κέρματα, πιέζει κουμπιά,
με σπυριά μικρά ηφαίστεια,
ασφυκτιά σε γάντι σαλονιού,
δεν χαϊδεύει, ούτε γράφει,
ούτε λουλούδι είναι, ούτε πουλί.

Πεθαίνει το πλούσιο, το θάβουμε
και βλέπουμε ενεοί στο χώμα μέσα
το χεράκι του παιδιού μικρός Ηρακλής
να πνίγει δυο φίδια, λες κι εκδικείται
την απώλεια του δικού του Παραδείσου.



 Η ΑΡΙΑΔΝΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


Αναθεματίζεις τη μοναξιά σου, μα δες,
την Αριάδνη δες, που ξέχασε ο Θησέας
κι ας τον διέσωσε, ας τον έστησε ήρωα,
ας τον ακολούθησε τυφλά, δίχως μίτο,
για χάρη ας πέταξε το στέμμα της Κνωσού.

Σπαράζεις; Η Αριάδνη πιο πολύ από σένα,
παρατημένη στις αιχμηρές ακτές της Νάξου,
όχι σε πέλαγος πνιγμένη μα σε στεριά.

Μα ήρθε ο Διόνυσος να την πάει στην Κύπρο,
η αύρα να της ανοίξει τα βαριά ματόκλαδα,
ο ήλιος να της ροδίζει τα μάγουλα άδοντας:

Ποταμός ρέω στη θάλασσα σου,
δρόσος στη φυλλωσιά σου,
μαζί κι οι δυο ένας ναΐσκος,
ήλιος με φεγγάρι, ένας δίσκος.

Μην κλαις. Ο φλοίσβος θωπεύει την ελπίδα,
ο νέος έρως ελαύνει νεκτάριος λυτρωτής.
Αν δεν μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία,
τουλάχιστο σε φυγαδεύει απ' τη δυστυχία.

  
  

ΧΡΟΝΟΥ ΠΥΚΝΟΤΗΣ


-Με τον χρόνο εικόνα του αιώνιου
ποια να 'ναι του χρόνου η πυκνότης:

-Των πενήντα χρόνων,
ρώτησε και θα σου πει ο ισοβίτης
ίων τριάντα, θα πει ένα ζευγάρι,
των δεκαπέντε, ένας γιατρός,
των τεσσάρων, μια φοιτήτρια,
των δύο, ένας απόστρατος,
των εννέα μηνών, μια λεχώνα.

Και τι είναι η πυκνή πυκνότης του

-Της βδομάδας, θα πει η εργάτρια,
των οκτώ ωρών, ένας χειρουργός,
της μισής, ο μάγειρας ταχυφαγείου,
του λεπτού, ο τελευταίος επιβάτης,
του δεύτερου, ο επιζήσας ναυαγός,
του τριτόλεπτου, ο δρομέας στο νήμα

Τότε τι σημαίνει 'αραιή πυκνότης ζωής;

-Είναι του κατακτητή που μένει ακτήμων
(από ελονοσία, μέθη, έλκος ή αρσενικό)
χωρίς να γίνει ο ίδιος η αλλαγή που ήθελε,
ενώ του ξέφυγε το ωραίο που δεν αγκάλιασε



Η ΑΝΘΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΙΩΑΝΝΟΥ


Βρέθηκα στο νησί το καλούμενο Πάτμος
για το λόγο του Θεού, τη μαρτυρία του Ιησού
και υπομένω και βαστάζω, για τ' όνομά Του
δεν αποκάμνω, ξέρω την τύχη, τη φτώχεια μου
όμως είμαι πλούσιος. Ο άλλος είπε 'πλούτισα'
και δεν ήξερε πως ήταν ταλαίπωρος, φτωχός,
και ακόμα ελεεινός, τυφλός και κατάγυμνος.

Πταίσμα μου, το που αφήκα την πρώτη αγάπη,
με ονομάζουν ζωντανό κι εγώ νιώθω νεκρός.
Μα δεν φοβάμαι τα πάθη που μου μέλλονται,
τα στερνά μου έργα πιο πολλά απ' τα πρώτα,
το νικητή δεν θ' αδικήσει ο θάνατος ο δεύτερος.

Μ' αγαπάς; Δοκίμασέ με, παίδεψέ με.
Εγώ πλένω τα φορέματά μου
τα λευκαίνω στο αίμα του Αμνού
κι αυτός κάθεται στο θρόνο,
θα με ποιμάνει, θα με οδηγήσει
σε πηγές νερών της ζωής
και θα σκουπίσει τα δάκρυα
απ' τα μάτια μου
ο Θεός.






ΔΙΑΔΡΟΜΗ Β (2003)
Σι βόλε


ΠΟΙΗΣΗ


Είδες εκείνο το δύτη το δεινό
που καταβύθισε το σώμα του
και αναβάπτισε την ψυχή του;
Τον είδες που έπλασε υποβρύχιες αρχιτεκτονικές
κι αγάλματα από χίλια μέταλλα
και ζωγραφιές με μύρια χρωστικά του υγρού
μέσα στη μουσική των ενδοθαλάσσιων ποταμών;
Η ποίηση είναι, που ξέρει
τι είναι πλούτος του άδυτου.
Αυτή είναι, που βιώνει όσα δε φαίνονται
από το ύψος του στεγνού αέρα
και μπορεί, σαν καλεστεί,
ν' αναδυθεί στην επιφάνεια
και να σώσει
όσους πνίγονται στα ρηχά.
Κι ακόμα να τους φανερώνει
μέσα στην ανταύγεια της ματιάς της
τον ήλιο που γεννιέται στο βάθος
της αποκάλυψης.





 ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ ΘΕΑ


Άλλα ζήταγες, Αθηνά, με τον Ηρακλή σαν μας έσωζες
απ' τις Στυμφαλίδες Όρνιθες. Ούτε τιμές, ούτε εκατόμβες.

Σε βλέπω αθόρυβα να αφαιρείς την πανοπλία, χαμαί
να ακουμπάς την ασπίδα, το δόρυ σαν τούφα χιονιού,
να κυματίζεις με τη διάφανη χλαμύδα, αύρας χάδι,
να ξεγλιστράς νεράιδα, για να τον βρεις στο βράχο σας.

Σας ατενίζω απ' εδώ: ο αγαπημένος σου, φεγγαρολουσμένος
σου προσφέρει τα νεκρά πουλιά, μα εσύ τα βλέπεις άνθη,
την αγκάλη του βρίσκεις ουρανό να σε χωράει ολόκορμη.

Σε περίμενα μα αποκοιμήθηκα... βλέπω όχλο απ’ το μέλλον,
ανάστατο γιατί έδωσες παράδειγμα κακό σε εστεμμένους
να ρίχνουν το στέμμα για θνητούς: για μια κυρία Σίμσον,
για ένα Τόντι Αλ Φαγιέτ... για ένα Ντι Μάτζιο η Μονρόε.

Ξυπνώ, ξαναδιαβάζω Σοφοκλή, Έρως ανίκατε μάχαν,
και Ευριπίδη, έρας' τι τούτο θαύμα; συν πολλοίς βροτών,
και πάλι Δάντη, l’  amor che move il sole e l’ altre stelle.

Ομολογουμένως τη φύσει ζην, μπλε με κίτρινο για πράσινο,
ενώστε κασσίτερο χαλκό να χαρείτε μπρούντζινο άγαλμα.

Και μια θεά δικαιούται να αγαπά με ανθρώπου καρδιά
χωρίς φραγμό και νόμο. Αφήστε τους ενωμένους σ’ ένα
αγκάλιασμα. Μα αν τους χωρίσεις σε τείχος σινικό

το δρασκελούν με το επί κοντώ κοντάρι της αγάπης,
ανταμώνουν σε σάρκα μία, και σας αφήνουν άφωνους
ψηλά στις πολεμίστρες, κι άποτους στη fontana amorosa..





MEMENTO MORI


Για να κυβερνώ τη Ρώμη, απερίσπαστος στο φαγοπότι,
τις έγνοιες φόρτωσα στους λεγεωνάριούς μου.
Φυσικά τους μοιράζω δημόσια χτήματα και λάφυρα
(αν και στους εγκάθετους κάτι δίνω, μη γκρινιάζουν).

«Δεν κυβερνάς με αρετή και αγιαστούρα», λεν οι αυλικοί,
(μα λαγοκοιμάμαι, μη μας φάει κανένας από δαύτους).

Όσο για το λαό... ε, λοιπόν, έμαθα να τον παραμυθιάζω.
Μερίδα άρτου του προσφέρω να επιζεί, όμως θέαμα πολύ.
Με παρελάσεις, μονομαχίες, γιορτές, του παίρνω το νου.
Για να εξουσιάζεις στα αρπαχτά, τέτοιο μεθύσι να κερνάς.

Μαεστρία πολλή μηχανεύτηκα, δεξιότεχνα πλοκάμια,
κι έτσι τώρα αναπαύομαι γαλήνιος και σίγουρος,
στα δάκτυλά μου παίζοντας λαό και λεγεωνάριους.
Τη Ρώμη δεν την έχτισα σε μια μέρα. Όπως την έφτιαξα,
δε σας φτάνει μια ζωή, όλοι εσείς, να μου τη χαλάσετε.

Έτσι νόμιζα... μέχρι πριν λίγο, όταν με μαχαίρωσε ο Βρέτος.
Ξανακούω το 8ούλο στη στέψη μου να μου φωνάζει στ' αυτιά
memento mori, μην ξεχάσω πως θα πέθαινα κάποια μέρα.
Η σωτηρία της ψυχής 8ε θα στοίχιζε πολλή φαιά ουσία, μα 
δεν αντιληφθηκα το μεθυσμένο στον καθρέφτη εαυτό μου,
ούτε το χάρο που βρήκε καρέκλα άδεια στο τραπέζι μου
κι έκατσε κι έφαγε και μ ’ έντυνε φορεσιά για τη χωματερή.

Στα λοίσθιά μου προλαβαίνω να μάθω: τέτοια Ρώμη
της φτάνει και μία μόνη μέρα για να μου γκρεμιστεί.

Αύγουστος του 1991, Βατικανό, Ιταλία -
- Ιούλιος του 1996, Εσκοριάλ, Ισπανία





Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ


Με ρώτησαν: ποιο θα ήθελα επάγγελμα
με τόσα προσόντα και πόση αμοιβή
και σε ποια περίοδο
και τα λοιπά και τα λοιπά...

Τη νύχτα σαν κοιμήθηκα, θαρρώ
με ξύπνησε ο άγγελός μου και μου λαλεί:
«Σαν έφυγες, τους είπα την αλήθεια.
Τους δήλωσα για σένα
πως η ψυχή σου ορίζει να ’σουνα :

Αρχηγός της Πυροσβεστικής στην Αλεξάνδρεια
τη μέρα της άθλιας πυρκαγιάς
να κόβεις οδηγίες βροντερές,
ή έστω ένας απλός πυροσβέστης
να ’χεις καρδιά ατσάλινη αντλία,
πυρίμαχες παλάμες,

ή τελοσπάντων ένας δάσκαλος με τα μαθητούδια σου
στο σχολείο δίπλα στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας
να τύχαινε να ποτίζετε τους κήπους
με κουβάδες στο χέρι
να τρέξετε λαχανιασμένα να προλάβετε...».

Καλοκαίρι του 1970, Αρχαία Έφεσος -
- Ιούνιος του 1993, Κάιρο, Αίγυπτος



ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ


A

Η μορφή που είδατε στις οθόνες σας, η σκελετωμένη,
στα κλαδιά του δένδρου που κρατιότανε σφιχτά,
που ’χε δεμένο απάνω της ένα κουβάρι και το χάιδευε,
είναι η μάνα της Αφρικής και εκείνο το βρέφος της.
Περιμένει να καταλαγιάσει η χάρυβδις της πλήμμυρας,
να στεγνώσει το χώμα, να μετρήσει ζημιές,
και να σπείρει τον κάμπο ως πέρα, απ’ την αρχή.


Β

Εκείνο το αγγελούδι που φτάνει τρεχτό απ’ το σχολείο,
που βυθίζεται στην αγκαλιά της, τη φιλά, τη χαϊδεύει
βελούδινα, που της λέει «σ’ αγαπώ», είναι της Λουτσίας
αυτής, που διανοήθηκε να το ρίξει έμβρυο στον Καιάδα
σαν τη χτύπαγαν, ώρα κακή, της ζωής τ’ αστροπελέκια.
Όμως αυτής, που τώρα δακρύζει από χαρά σαν το φιλά,
που πια τρέμει, μη χάσει τέτοιο θείο δώρο και χαθεί.


Γ

Εκεί στο Σπιτάκ, στο υπόγειο των ερειπίων του σεισμού,
λυγρή και ημίγυμνη, το βρέφος της σκεπάζει με τα μαλλιά,
κουλουριασμένη, διώχνοντας νυφίτσες και νυχτερίδες. Νύχτα
μέρα ονειρεύεται συνεργεία να σπάζουν την παγίδα του μπετόν.
Άκου, ανάσα μισή. Δες, ξεσχίζει τα δάχτυλά της με τα δόντια-
στραγγίζει το αίμα της να προσφέρει στο μικρό της ζωή,
ή θεία μετάληψη, πριν της το πάρουν τα σωστικά ή οι άγγελοι.

Σαν χτυπήσει σεισμός, αναβλύζει αρτεσιανό και μάννα,
αλλά μονάχα απ’ τα έγκατα της καρ8ιάς της Μάνας.

Δεκέμβρης του 1989, Φοινικούδες, Λάρνακα, Κύπρος
19-25 Ιουλίου του 2001, Σάμος-Αθήνα, Ελλάδα



ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ


Άπλωσε το χέρι κι άνοιξε το παράθυρο,

ίσως το δρασκελίσει μια αχτίδα,
τεθλασμένη, από αντανάκλαση,
ένα άστρο που υπόσχεται αλλαγή.
Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως κοιτάξει μέσα ένας βιαστικός,
μια ωραία που τη ραίνει η βροχή,
μια χελιδόνα που ’χάσε το μικρό της.

Άνοιξε το παράθυρο,
ίσως φανεί η μπάλα των παιδιών
η φωνούλα τους ίσως σκαρφαλώσει
ένα κλαρί που λυγίζει, ένα γατί.

Άνοιξε το παράθυρο,
κι ας εισβάλει κύμα σκόνης, χαλαζιού,
μια σκιά ή η σκιά της, δύο που γίναν μία,
ή έστω μια σκιά που σκιάζει μιαν άλλη.

Άνοιξε το παράθυρο,
ακόμα κι αν η πόλη αποκοιμήθηκε,
ακόμα κι αν η πόλη αποδήμησε,
ακόμα κι αν δε φαίνεται ποιο απ’ τα δυο.
Άπλωσε το χέρι κι άνοιξέ μας το παράθυρο.
Στη θέση του θα υπάρχει μια ζωγραφιά
κρεμασμένη, κι ας μας κοιτάζει αμίλητη.
Τουλάχιστον θα γεμίζει τον άδειο μας τοίχο.

Καρλοβιβάρι-Πράγα, Αύγουστος 2002

Το ποίημα διαλέγεται με το ποίημα «Η πόρτα» του Τσέχου ποιητή Μφοσλάβ Χόλοφζ