Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ












Η Αθηνά Τέμβριου σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία στο State University of New York at Stony Brook στις Η.Π.Α και συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο University of Sussex στο Ηνωμένο Βασίλειο, με κύριο θέμα τη λογοτεχνία της αγγλικής και της ιταλικής αναγέννησης. Έχει διακριθεί σε διαγωνισμούς ποίησης και έχει δημοσιεύσει ποιήματά της σε διάφορες ανθολογίες στην Κύπρο και στο εξωτερικό, σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Έχει επίσης αρθρογραφήσει ως δημοσιογράφος. Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου, μέλος του ΠΕΝ, του Συνδέσμου Ηνωμένων Εθνών Κύπρου και του Συνδέσμου Χαρισματικών Παιδιών Κύπρου. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, Της Πατρίδας και της Νιότης (1997) και Μετάβαση (2009) παι Ανάμεσα στους ήχους (2017). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά και στα Γερμανικά. Είναι καθηγήτρια αγγλικής λογοτεχνίας και γλώσσας.



ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ (2017)

Για την έμπνευση

ΠΟΙΗΣΗ

Χτύπα, τον στίχο με το σφυρί
να πάρει τη μορφή του κόσμου.
Σπίθες να πετάξουν τα μάτια
να καεί το ξερό δάσος της μνήμης
ν’ αναστηθούν τα κομμένα
δέντρα που αγαπήσαμε
και τα χέρια να σκάψουν τη γη
ώσπου ο σπόρος σου, Ποίηση,
να καρπίσει και να θρέψει
τους πεινασμένους.

ΤΟ ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΟ

Η σύναξη των ποιητών μοιάζει, συχνά
με τραγούδι της θάλασσας
πότε θρηνητικό, πότε ελπιδοφόρο
σαν κύμα οργής ή σιωπής,
χειμώνα ή καλοκαίρι.
Τον στίχο νύχτα μέρα πλάθουν,
μα κάποτε ξεχνούν πως ό,τι γεννιέται
δίχως φόβο ή ντροπή καλείται Ποίηση,
αντάρτισσα κυρά με τα λιτά
μαύρα ρούχα της επανάστασης.

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

Γεννιούνται άνθρωποί
με μία δάδα στο χέρι,
φωτίζουν δρόμους
και προχωρούν.
Μα άλλοι έρχονται με
μια χούφτα σκοτάδι
και το σκορπούν
κι ας γράφουν ποίηση.
Της απόγνωσης

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ

Σε στείρες στιγμές τί να γράψει κανείς;
Ξέφυγε ο στίχος πάνω από τις γραμμές,
πάνω απ’ ης συνειδήσεις ανθρώπων
κι όλοι αποκαμωμένοι, σκυμμένοι στη γη
μαζεύουν όνειρα μέσα στις λάσπες του χθες.
Αύριο, αν οι δρόμοι μας κλείσουν
στις καταιγίδες και απελπιστούμε,
ας μάθουμε πως οι τράπεζες της ψυχής
ήσαν πάντα ανοιχτές, μα δεν το ξέραμε.

ΕΝΑΛΛΑΓΗ

Τα βλέμματα σκάβουν τη γη,
φυτεύουν νάρκες,
σημαδεύουν παιδιά
στην ανάγκη του ελέους.
Οι σπίθες, εκρήξεις ρηχών συνειδήσεων
κι η αθωότητα, μορφή που έχασε
τον δρόμο ανάμεσα σε χαλάσματα
και σ’ όνειρα, χαραγμένα μ ’ αίμα.
Ένα παιχνίδι δεν φέρνει την ίαση.
Ένα κομμάτι ψωμί δεν χορταίνει
τα στόματα της αβύσσου.
Η ελπίδα δεν είναι βάλσαμο της ψυχής
στις ρωγμές των καταυλισμών.
Ο νόμος δεν ορίζει το δίκαιο της συμπόνοιας
κι είναι αργά να αλλάξει πορεία ο άνεμος.
Μα, ό,τι γεννιέται προλαβαίνει τον χρόνο,
με της φύσης το λιτό κέρασμα
εναλλάσονται οι εποχές.
Ψηφίδες ποίησης
A.
Να ’στε ιδεαλιστές
στον ρεαλισμό σας
για να μην γίνουν
απέναντι τ’ αστέρια
καταπέλτες ονείρων.
I.
Θα σε κρύψω πίσω απ’ τα χαρακώματα
μην σε βρει ο έρωτας τοξοβόλος γυρνώντας
απ’ το κυνήγι του φεγγαριού,
ως θνητή δεν κατέχω τη γνώση να τον γελάσω.
Ν.
Η εμμονή τον παραλόγου,
οι δηλώσεις δειλές, φοβισμένες.
Καθυστερείς να σχηματίσεις τον κύκλο,
να διασχίσεις την άλλη πλευρά.
Ρ.
ο στίχος δεν φοβάται ν’ αρμενίσει
στις ρηχές θάλασσες των κοινών θνητών.
Πνίγεται μόνο μες τους αιώνες
σαν δεν αντικρίσει την πανσέληνο της αγάπης.
Υ.
Σαν ταξιδεύεις για την Ιθάκη
η μοναξιά δεν σε πληγώνει.
Βρίσκεις ανθρώπους-λιμάνια
να ξαποστάσεις για μια στιγμή.
Του έρωτα

ΕΙΚΟΝΕΣ

Η φωνή σου σμίγει γλυκά με τον άνεμο,
αθόρυβα σαν τον Άριελ στην Καταιγίδα
του Σαίξπηρ, φιγούρα άυλη.
Τρεμοπαίζεις στο φως της σελήνης
με το κρασί της αγάπης
και το χρώμα του έρωτα.
Η ποίηση σε καλεί
για μια στιγμή εναγκαλισμού,
μα εσύ δειλά αποποιείσαι τ όνειρο.
Σε μαγνητίζουν τ’ αστέρια.
Είναι φάροι που φωτίζουν
χρόνια φευγάτα.
Σ’ ονειρεύομαι σαν χαιρετώ την ελπίδα
κάθε φορά π’ ανταμώνει
γλυκά καλοκαίρια, χαμένους κόσμους.
Αφουγκράζομαι άδειες λέξεις με νόημα,
η αναμονή επιστρατεύει τη μνήμη.
«Ο ίσκιος στην αυλή με το κυπαρίσσι.»

ΕΡΩΤΑΣ

Ξεπροβάλλει ο έρωτας στις αμμουδιές του κόσμου
με το φεγγάρι συνοδοιπόρο,
απλώνει το χέρι στις πονεμένες ψυχές,
τις παίρνει μαζί του στα βάθη της θάλασσας
να πνίξουν τον φόβο,
μα τις γυρνά ξανά με τα κύματα
και το χαιρέτισμα του ήλιου.

ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Είπες θα περιμένω
το καλοκαίρι στον πρωινό ήλιο
ν’ αντικρίσω αγάπη.
Είπες θα περιμένω πιστός
στα σημάδια στην Άμμο
καθώς βηματίζεις.
Είπες θα περιμένω
τον πρωινό στίχο στο άκουσμα σου,
στο άνοιγμα του ουρανού.
Είπες θα περιμένω
τη θύμηση να μιλήσει για βόλτες
στη θάλασσα, μήνα Αύγουστο.
Είπες θα περιμένω
στην απουσία σου,
στην απουσία μου.
Μεταφυσικοί στοχασμοί

ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ

Σαν έγειρα στη γη να πάρω δύο στίχους
είδα τα κόκαλα τους άσπρα στον ήλιο.
Η σάρκα χαμένη όπως ετάχθη,
μόνο η ψυχή φτερούγιζε στον άνεμο
με της βροχής το άσμα το γνώριμο,
πριν ταξιδέψει στο τέλος του Χρόνου,
πριν η Εικόνα να ξεθωριάσει,
αντίκρισα το αίνιγμα στο φως
καθ’ ομοίωση της αρχαίας πνοής
με συνάντησε ο τρίτος στίχος,
στους ήχους της σιωπής του κόσμου.
Ήταν ο μόνος τρόπος να αναληφθώ.

ΣΚΕΨΕΙΣ Β’

Είναι οι σκέψεις άσμα ασμάτων
την ώρα που η ψυχή μετρά τους ίσκιους,
την ώρα που ο άνθρωπος αργά βαδίζει.
Όσο ο χρόνος τον περιγελά,
οι φιγούρες μπροστά του χορεύουν,
παράλογα τον στοιχειώνουν,
πλάθουν τον κόσμο μες στη σιωπή,
γρίφους γράφουν στους άδειους τοίχους.

ΦΩΣ

Την ώρα που το φεγγάρι υμνούσε τον άνθρωπο
εμείς δειλά σκεπάσαμε το φως, μη μας τυφλώσει.
Έτσι απλά αφανίσαμε τον ήλιο,
αφού δεν ξέραμε τους νόμους,
τι είναι μέρα και τι νύχτα.
Κι όταν τα πρώτα σύννεφα
χαθήκαν με την βουή τ’ ανέμου
στίχοι και μουσική αδράξανε το φως
να ζεσταθούν οι άνθρωποι ξανά
αφού δεν ήξεραν τον τρόπο.
Παρορμήσεις

ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ

Είμαστε σαν τα δέντρα
κάτω απ’ τον ήλιο
ούτε μια στάλα νερό
τα δρόσισε μέσα στο καλοκαίρι.
Όμως οι ρίζες άπλωσαν
βαθιά μέσα στη γη
καλά κρατάνε τα κλαδιά
τα φύλλα σαν ψυχές
γρικούν πρωί και βράδυ.
Είμαστε σαν τα δέντρα.
Η ανάσα, το όνειρο ενός παιδιού
την ώρα της ανάπαυσης
κάτω απ’ τον ίσκιο μας,
μέχρι να διανύσει ο χρόνος
τις μέρες της σιωπής
για να γευτούμε τη δροσιά
του κόσμου.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Σαν δεν σπάσει τα τείχη ο άνθρωπος,
μονολογεί δίπλα σε ένα παράθυρο
με την πόρτα ανοιχτή.
Ίσως έτσι τον συναντήσει η ζωή
σαν περνά.
Είναι κι αυτός ένας τρόπος.

ΑΚΡΟΒΑΤΕΣ

Ακροβατούμε σ’ ένα σχοινί
ατενίζοντας τον ορίζοντα
πάνω από τις θάλασσες,
πάνω από τα βουνά’
συναντώντας μικρούς θεούς
η διαδρομή χαράζει, το αίνιγμα,
προδιαθέτει άσκηση
για να μην πέσουμε,
μην διακοπεί το ταξίδι και
συναντήσουμε το κενό
ακόμη μια φορά
σαν πριν απ ’ τη γέννησή μας,
απ’ το σκοτάδι στο φως,
αιώνια, σφαιρικά, με στιγμές
π’ αγαπήσαμε.

ΜΕΤΑΒΑΣΗ (2009)

Να πιω το μεδούλι της ζωής,
να ιστορήσω
το μύθο και το πέρασμα
στο φως, στο σκότος, στο άνοιγμα της ψυχής
μέχρι που λέξη να μη μείνει μακρινή,
μέχρι που της ο κύκλος να αλλάξει. 

ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ

Ο χτύπος στον τοίχο με προσκαλεί
να κάνω τη σκέψη έρμαιο
τον χρόνου και της αγάπης
που δεν καθόρισαν θεοί μα άνθρωποι
άθλιοι και χαμένοι.
Όσο χτυπά ο δείκτης θα μου θυμίζει πως
τρέχουν να αρπαχτούν σ’ αυτά που δε
φέρνει ο λογισμός…
γλυφά, απρόσιτα κομμάτια της ζωής
αιματηρά και πικραμένα.
Είναι αίνιγμα η πράξη;
Όπως ο έντονος χτύπος στον τοίχο,
ίσως σαν δεν την καθορίζει ο νους,
σαν δεν την κοιμίζει η αγάπη,
με τόσες ελπίδες σίγουρα δεν είναι γρίφος.
Θέατρο στημένο θάναι.
Γραμμένο
μέσα στη σύγχυση, μέσα στης αφροσύνης
τον παλμό… 

ΦΙΛΟΜΕΛΑ

Η χώρα μου μάτωσε.
Τα δάκρυα ξεχασμένες
σταγόνες σιωπής.
Μες την κρούστα της κίτρινης γης
σπέρνει ο θεός
λευτεριά.
Στον πυρήνα της θάβει
την Άθλια σκλαβιά του αιώνα.
Η χώρα μου μάτωσε.
Είναι πια μοιραία γυναίκα
με τα χέρια κομμένα
μα τα πόδια γερά.
Οι κραυγές, ήχοι σπαραχτικοί
χωρίς λέξεις.
Τι να ‘χει να πει;
Η χώρα μου μ’ αίμα
είναι πια μια Λαβίνια ή Φιλομέλα. 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Σκυφτός γράφει μια ιστορία,
στίχο με στίχο τα αχνάρια της αλήθειας
να χαράξει
Όταν αποκοιμάται
πλάθει την καληνύχτα της ζωής,
ώσπου να ανταμώσει το πρωινό
τη συνείδηση να περπατά.
Σαν δεν τη χαιρετήσει με τα πρώτα
χτυπήματα,
τη συναντά ξανά στους δρόμους σαν κλαίει…
για μια σταγόνα παρηγοριάς,
να ξεδιψάσει.

ΖΩΗ

Α.
Κάθε στιγμή που η γη γυρνά
γράφω ένα ποίημα,
για να επιβεβαιώνω την ύπαρξή μου,
να δικαιολογώ τη ζωή χωρίς εμένα …
Β.
Σήμερα πεθαίνουν τα γιασεμιά,
τα πλήγωσε ο κρύος νοτιάς,
τα γύμνωσε ο έρωτας,
τα σπάραξε η αγάπη…
Γ.
Ναυαγοί είμαστε
σε νησάκια του κόσμου
πριν να ανασάνουμε
άνθρωποι,
πριν να χύσουμε αίμα αθώο
σε γη, θάλασσα,
ουρανό και φωτιά.

ΑΠΟΨΕ

Απόψε θέλω να αποσιωπήσω κάτι φωνές,
να κατευνάσω σκιές αχαλίνωτες,
οργισμένες.
Πώς γίνονται οι μνήμες φαντάσματα
κυνηγοί;
Ας πάρω το πιο γλυκό τουφέκι να σημαδεύσω
μάτια που βγάζουν φωτιά,
στόμα που λέξεις ξερνάει
και τη θύμηση να σκοτώσω
μήπως απόψε μου πάρει την πένα
σ’ άγριους κόσμους ρηχούς.

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

Αναφορά στον Νίκο Καζαντζάκη
Δύο κορμιά απλωμένα σε ένα γαλάζιο πέπλο.
Πίνακας δοσμένος στο πρώτο, στο τελευταίο κύμα.
Ξεχασμένος σε εποχή που οι άνθρωποι
ξεκινήσανε τον παράδεισο,
μα χαθήκαν.
Ποιος παράδεισος σχηματίστηκε στο κορμί
στην ψυχή ή στην άβυσσο;
Είναι κάποια μονοπάτια που το φεγγάρι στάζει λίγο λίγο
τη θάλασσα,
πλημμυρίζει το σύμπαν.
Η νύχτα χωρίς αστέρια παραδίνει τους ίσκιους της
σε δρομάκια που το φεγγάρι δεν έχει φωτίσει.
Έχεις γράψει ποιητή αδικημένε πως
ο καθείς έχει πινέλα να ζωγραφίσει παράδεισο,
ο καθείς μπορεί να χωρέσει μέσα.
Θα ζωγραφίσω την κόλαση,
θα κλείσω την πόρτα.
Μήτε ζο μήτε άνθρωπος
να διαβεί, να περάσει.
Να γυρνά μοναχά τα στενά δρομάκια,
σαν το φεγγάρι ρίχνει τ’ άπλετο φως.

ΜΟΥΣΙΚΗ

Ένα φύλλο πρωί πρωί με χαιρέτησε.
Ήταν το σώμα τον ισχνό μα αγέρωχο.
Η αγάπη ακόμα μου <δείξε το δρόμο.
Ο άνεμος με βαρύφερνε ‘δω και ‘κει.
Χρυσές στιγμές τον Ντεπουσσί,
πρωί πρωί οι νότες…

ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Ό,τι και να γίνει στο λέω,
αυτή η ψυχή δε χάνεται.
Ό,τι και να γίνει στο λέω,
τίποτα δεν μπορεί να κλείσει τους πόρους της.
Αναπνέει ελεύθερα, μακριά από ‘σένα.,
μακριά από σύνορα.
Δεν τρέφει πάθη και προπάντων δε σκλαβώνεται.

ΦΥΓΑΣ

Είσαι κρυμμένος στην τελευταία
γωνιά του δρόμου.
Ο φόβος κυρίαρχος σε πνίγει.
Χαιρέτα τον άνεμο, σε προσπερνά.
Χαιρέτα την κυρία με το ψηλό καπέλο.
Σε ακολουθά κυρίως τις νύχτες,
σου θυμίζει τη γέννηση σου

ΣΥΓΝΩΜΗ

Είμαι μικρός.
Είσαι μεγάλος.
Απροσάρμοστος γίγαντας
των δώδεκα χρόνων,
με το δάκρυ μπροστά σε πρόσωπα
καθημερινά και ξένα.
Είμαι μικρός.
Είσαι σαν το παιδί που κάθεται
δίπλα… και σε περιφρονεί.
Το χτυπάς και απολογείσαι.
Θα θυμάσαι πάντα τα πρόσωπα,
τις φωνές και το χρώμα τ’ ουρανού απέναντι.
Η χειραψία δεν είναι αρκετή,
όσο και αν προσπάθησες με χαμόγελο
να τη σφραγίσεις.

ΠΟΙΗΣΗ

Είσαι η φλόγα μιας στιγμής.
Αυτή η φλόγα που ταξιδεύει τη σκέψη,
καίει τη θλίψη.
Αυτή που ζεσταίνει τα σύννεφα
στο γαλάζιο ουρανό,
να γεννήσει βροχή,
να δροσίσει τη γη,
να ομορφύνει τη θάλασσα.

ΕΛΠΙΔΑ

Ελπίδα είναι το γλυκοχάραμα
της νιότης,
τον φευγαλέου ταξιδιώτη ο σταθμός
και της γυναίκας η ζωή η ντόμπρα.
Ελπίδα είναι το ξανθό
προσάναμμα ανθρώπου
και τα γλυκά αναγγέλματα
τα βράδια τον Σεπτέμβρη.
Είναι βελούδινο άγγιγμα
στα πρώτα τα σκιρτήματα.
Είναι η δύναμη ψυχής τα χρόνια της ζωής μας. 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ

Νεκρό πουλί ανάστησες τη μέρα.
Νεκρό πουλί
σαν κείτεσαι στην ασφαλτοστρωμένη
της ζωής πορεία.
Νεκρό πουλί,
κομμάτια θρύψαλα
το φτέρωμα του κόσμου
σαν δεν κατόρθωσε στο πέταγμα
να φτάσει την αγάπη.
Πώς ήσυχα κοιμάσαι;
Απορώ… πώς τούτη τη γαλήνη
έπραξες μετά το θάνατο σου;
Μικρό πουλί μη μου χαθείς
σαν μες την σήψη σκλαβωθείς.
Στη θύμησή σου ο φόβος,
ο θάνατος και η ζωή.
Η μόνη ελπίδα,
μικρό πουλί,
το θάνατο για μια στιγμή ξεγέλασες,
νεκρό πουλί.

ΕΡΩΤΙΚΑ

Α.
Μην είδατε πού πήγαινε η αγάπη,
όταν ξυπνούσαμε;
Ήταν κρυμμένη κάτω απ’ τα μάτια μας
ώσπου να την καλέσει πάλι ο αυγερινός
Ε.
Τα μάτια σου δρόμος, για να περάσω
στην άλλη άκρη τ’ ουρανού,
χωρίς επιστροφή
με τον έρωτα συντροφιά,
με την ποίηση να γυρνά αδίστακτη.
Χίλιες λέξεις, αν είναι να με ανταμώσουν
στο απέραντο της ψυχής, ταξίδεψα…
Ζ.
Ήταν τόσο διαφορετικοί
και τόσο όμοιοι.
Τόσες φορές χαμένοι
τη σκιά μιας λέξης.
Φλέρταραν τη σιγή μήπως μιλήσει
ο έρωτας.
Ήταν τόσο διαφορετικοί
και τόσο όμοιοι.
Αυτός έμαθε να αγαπά…
και εκείνη;
Εκείνη κρατάει τον έρωτα
μην της ξεφύγει,
ο χρόνος δεν είναι πιοτό
να μεθύσει.
Πάει καιρός που έψαχνε στην ψυχή του
ελπίδα και απόγνωση. 
Θ.
Μεσ’ τη βουή τ’ ανέμου πρωτάκουσα
για ‘σένα και ‘μένα.
Αν άφησες τις λέξεις να σκορπιστούν
κομμάτια χιλιάδες,
τώρα σκύβεις και τα μαζεύεις
με τόση αγάπη
και μ’ άλλη τόση
τον έρωτα σκαλίζεις.
Θα σου κρατώ το χέρι,
όταν με χρώματα τους ίσκιους
αφανίσεις. 
Κ.
Ήταν θυμάμαι μια μέρα αλλιώτικη
καθώς περπατούσες με τους ώμους γυρτούς
και τα μάτια χαμηλωμένα στην σκέψη.
Ήσουν ωραίος.
Έτσι απλά σ’ αγάπησα,
στη ζέστα του μικρού καφέ
με τον Ντα Βίντσι στον τοίχο,
τον καφέ, και το γλυκό που μοιραστήκαμε.
Έτσι απλά σ’ αγάπησα…
Λ.
Χάθηκα μέσ’ το γαλάζιο.
Νόμιζα ήταν θάλασσα, ή τ’ άπλετο φως
τον ήλιου.
Ήταν όμως τα μάτια σου…
καράβι της ψυχής, για να σαλπάρω.
Ο.
Σ’ αυτό το ποίημα τι να πω;
Να κλέψω θέλησα απ’ τον ήλιο την ελπίδα,
ολημερίς να πλάθω στίχο στίχο τη ζωή.
Μα όταν βραδιάζει, ο λογισμός παγίδα μοιάζει…
Παλεύω, χάνομαι, γυρνώ, αναζητώ. 
Π.
Σκέφτομαι για ‘σένα και για ‘μένα,
άνθη είμαστε κι αγκάθια.
Πότε ομορφίζουμε τον κόρφο του έρωτα
κι άλλες στιγμές
ματώνουμε ελπίδες.
Να σε χαρώ για μια στιγμή μπουμπούκι ανοιχτό
μέχρι να ξανανθίσεις…

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Με τα μάτια στραμμένα σε ‘σένα και ‘μένα
πήρα το δρόμο τον χωρισμού.
Ό,τι ονειρεύτηκα
μένει σε τούτο τ’ άσπρο χαρτί.
Ό,τι γύρεψα στης ζωής τον
πολύστιχο μύθο βάλλεται
με σημάδια, μηνύματα…
Δεν είπες πως αν δε
γνωρίζει κανείς τι θα ειπεί θάνατος
δεν πεθαίνει ποτές;
Σαν λαλήσει ο χρόνος τρεις φορές
πλένεται ο νους φως και σκοτάδι.
Πώς να βρω τον νήματος άκρη;
Θησέας δεν τάχθηκα στην Κνωσό.
Η αγάπη δεν πορεύεται εις τον Άδη,
αναπαύεται αιώνια
εις το φως τον αυγερινού…

ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ (1997)

Ανάπαυλα μεσ’ στο τραγούδι
των πουλιών και στο μουρμουρητό των δέντρων
Και ευφράνθηκε η στείρα η καρδιά
την νεκρική σιγή
που φέρνει ο νους τ’ ανθρώπου. 

ΣΤΗΝ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΤΣΑΛΙΔΟΥ

Τη φωνή σου δεν άκουσα ποτέ
τη φιγούρα σου γνώρισα
σε ένα παλιό άλμπουμ σε κάποιο
ερμάρι κλεισμένο
και γίνηκε η σκόνη χρυσόσκονη
και στόλισε δυο ωραία μαύρα μάτια.
Και πως τα θαύμασα τα δυο μαύρα
σου μάτια, τις λίμνες της ψυχής
γαληνεμένα μάτια.
Η σκιά σου, γλυκιά δασκάλα μιας
σκληρής εποχής
μεσ’ στην ψυχή της νιότης του σήμερα
που με μια πένα καμώθηκε να γράψει
το όνομα σου σε ένα χαρτί.
Κι η καρδιά γεννοβόλησε μια φλόγα αγάπης
μνήμης σταθμό ή ποίησης δώρο.
Μια στάλα απ’ το αίμα σου πήρα
και της ρίζας τ άσπρα σου γράμματα.
Για να αφήσω την σκέψη μετουσίωση ενός
λουλουδιού σε μια άσπρη πλάκα.
Σαν ένα αεροφύσημα μια μέρα του Νιόβρη
που πήρε τη σκέψη μου βόλτα σε ένα άδικο χαμό
σε σύντομο ταξίδι.
Πως της μοίρας καράβι μπαρκάρισες
για γλυκιά ουτοπία.
Σαν καλός ναυτικός απαρνήθηκες
ένα κομμάτι γη στη στεριά
για τη θάλασσα, σε ένα καράβι παράδεισο

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

Τον δρόμο στη γη που με γέννησε να πάρω
να αφήσω τον πόνο, ανάσταση του ονείρου μου.
Θέλει η ψυχή να αρμενίσει στο πέλαγος της θύμησης,
τότε παιδί που αγνάντευα την θάλασσα.
Κοχύλια μάζευα σε λεύτερη αμμουδιά
κι αφουγκραζόμουν τις φωνές στα βράχια.
Θα ήτανε ήρωες που μούγκριζαν σαν τα θεριά
-προμήνυμα του τόπου- και μάχονταν στις Θερμοπύλες.
Εκεί σ’ αυτή τη θάλασσα έσμιξε ο Άρης στ’ ακρογιάλι
και γίνανε όλοι ένα, άντρες, παιδιά, γυναίκες
μια μορφή.
Παλεύανε τα κύματα κι όταν πια ο κάματος της πίκρας
κόπασε, καθίσανε στα βράχια
να στραγγίξει το αίμα τους.
Κομμάτια τα κορμιά στην αύρα του καλοκαιριού
κι όσοι απομείνανε να ψάχνουνε τη ζωή
που έφευγε σαν το πουλί στα ξένα
μαζεύανε τα δάκρια απ’ τη γη και πίνανε νερό
της λησμονιάς.
Αποσπερίτη φως δε φάνηκε εκείνες τις μέρες.
Έτρεχαν όλοι για να βρουν ένα κομμάτι ουρανό
για να κρυφτούν, ένα κομμάτι γη να ξαποστάσουν
να δώσουνε στο κορμί φυγή
και στη ψυχή το γυρισμό, όνειρο ματωμένο.
Νησί της ομορφιάς, νησί τραγουδημένο
την Αφροδίτη έψαχναν μεσ’ στις κορφές του
Ολύμπου και στις ακτές της θάλασσας
τη φώναζα να ‘ρθει.
Νύχτα να τραγουδήσει τραγούδι τελευταίο
και να χαθεί σαν τις ψυχές που ανάδευαν στον Άδη. 

ΦΑΝΑΤΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Μικρέ πολεμιστή ποιος είσαι;
Πιόνι σε τρελό στρατό.
Στα χέρια όπλα και κραυγές
σε ώρες σιγαλιάς
σε πληγωμένες μέρες
φιλιώνουνται το άγνωστο.
Μικρέ πολεμιστή ποιος είσαι;
Ίσως πουλί που σπαρταρά στο μαύρο.
Εσύ γελάς, αυτό πονά, πεθαίνει.
Ο θάνατος κοινό ρολόι που χτυπά
και ξεμακραίνεις στα βήματα δειλός.
Μικρέ πολεμιστή κρυφές ελπίδες ψάχνεις.
Στο δίλημμα ταυτότητα και σίδερο.
Ανύποπτα στα περασμένα βλέπεις
απεγνωσμένους οδηγούς
φαντάσματα οι όμοιοι σου δείχνουν
εχθρούς της γης,
αυτούς που παίζουν φτιάχνοντας
μικρούς πολεμιστές. 

1974

Λήθη στους χειμώνες που περνούν
αν ζητά η καρδιά ή το παράπονο
πικρού καλοκαιριού ή ένα καράβι που αρχινά
ταξίδι στα βαθιά,
μα όλο κινά και πνίγεται
μαζί με ξένους ναυτικούς
σε ξένες θάλασσες.
Έρχεται ο χρόνος, γυρολόγος
κρυφά να εναγκαλίζεται
ώρες πικρού καλοκαιριού
και κυνηγούμε τ* όνειρο
τ’ όνειρο της λευτεριάς.
Πατρίδα πολυτάραχη το βιος
σου πάει και χάνεται.
Σε γέλασε το πράσινο σε μια γραμμή
και ορθώνεται σαν τείχος.
Βάρεσε της σκλαβιάς ο πόνος
στα χρόνια της παρηγοριάς, στα χρόνια της ελπίδας
μα η νοσταλγία της σιωπής το δρόμο σου χαράζει.

ΑΡΜΟΝΙΑ

Αν είναι το τραγούδι
της ζωής μικρό
θα τραγουδώ στιγμές
από ένα ποίημα.
Είναι η ζωή με λόγο
ερωτικό,
σκέψη, ειρμός
κρυφή μου ηλιαχτίδα 

ΑΓΑΠΗ

Αγάπη είναι το τραγούδι τ’ αηδονιού
το δειλινό,
το απρόσμενο βλέμμα του προσώπου
είναι το χάδι της καρδιάς
και του χεριού το σκίρτημα.
Αγάπη είναι η άνοιξη που χαμογελά
στα παραθύρια,
είναι τα αναφλογισμένα νιάτα
στις δύσκολες μέρες,
στα χρόνια της πυρηνικής και του διωγμού.
Αγάπη είναι το μικρό παιδί που αναγέρνει τα μάτια
σα ζωγραφίζει της ψυχής, μαγεμένα αστέρια.
Είναι το δειλό κυκλάμινο με το βαρύ κεφάλι,
είναι θερμό χαμόγελο και ελεύθερη καρδιά. 

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΟΥ

Το πρωινό που ανταμώνει ο ήλιος
στην κορφή των βράχων, τις ψυχές
αποθέτεις τα χέρια στη θάλασσα
σα χρωματίζεις μάτια
παραγάδια του σύμπαντος.
Παράξενη που είναι η θάλασσα
την ώρα που η ψυχή γεννά τον οίστρο.
Παράξενα πως μασουλά τον ύπνο
των γενναίων.
Να πιστεύεις στο παραμιλητό του κύματος
και στης χαράς τη στέρνα όλο να πνίγεσαι.
Και να διψάς την παράδοση του κορμιού
στα νερά που ξέπλυνε το πέλαγος,
στο τέλος της χώρας σου. 

ΕΙΡΩΝΕΙΑ

Ταξίδευες στον ίσκιο της ζωής
με την χαρά στην κωμική της φάση.
Μπροστά στην άπιαστη ευτυχία
λαμπρά τα αισθήματα
κι οι χειρονομίες.
Ονειρευόσουν γλυκά τον ήλιο
και χάριζες ολάκερο φεγγάρι
στον πρώτο σκλάβο της ζωής
σαν έπινες τις πρώτες πίκρες
σ’ ένα ποτήρι αδειανό
κι αχρωμάτιστο.
Μικρές οι μπόρες της φετινής σου
Άνοιξης,
μικρές κι οι καταιγίδες.
Άπιαστες κι αυτές οι αβρόντητες
ελπίδες που μαζεύεις δειλά
απ’ την πρωινή βροχή.

ΑΛΛΑΓΕΣ

Μεταβολή τ’ ανθρώπου το γλυκό ξημέρωμα
σαν πρωτοβγεί στο μύθο και κραυγάζει,
βαρύ το τίμημα,
στις σκέψεις λύγισμα ακολουθεί
κι όμως δε σκοτεινιάζει.
Στις λύπες κύματα μαίνονται
στο συναπάντημα χαράς
ήλιοι σαλεύουν.
Έρχονται μέρες ζοφερές
κι αργοκυλούν με δέος.
Να πως τρομάζουν ισχυρούς, φαταλιστές
γηραιούς.
Ένας ο ίσκιος αυτοσκοπός
παραμιλά στο δρόμο οπαδός
ιστορικής σελίδας προσιτής
στο κόσμο π’ ανασαίνει.

ΑΠΛΗΣΤΙΑ

Πλούτο και δόξα στο κατώφλι της ζωής
ζητά να ξεδιψάσει
σαν το θεριό, που όλο πεινά
κι ο χορτασμός αργεί να φτάσει.
Πικρή ζωή,
άγριο παιχνίδι που αρχινά
χωρίς σκοπό.
Άχρωμη κόρη σθενικιά
δεν θα ξυπνήσει το πρωί
νύχτα στο παλατάκι.

ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ

Δεν υπάρχουν λόγια να
γραφτούν στις σελίδες.
Δεν υπάρχουν λόγια να
στολίσουν τη ζωή ή να πνίξουν
το θάνατο.
Δυο χέρια απλώνουν, μαζεύουν τον πόνο
κι εμείς τα σταυρώνουμε.
Να πάρουμε τ’ άστρα,
κρυφά σα φωτίζουν τον δρόμο.
Καυτές συνείδησες στα στόματα μας.
Πιοτό το φεγγάρι σιγά σιγά μεθάμε
κι αλαλιασμένοι νοσταλγοί γινόμαστε.
Ειν’ το κατώφλι του σπιτιού
μακρύ κι ατέλειωτο.
Ας είναι η σκέψη μας γλυκιά
ήμερη ταξιδεύτρα.
Χρόνια μας πάει στις θάλασσες,
κάποτε βλέπει και στεριά. 

ΜΙΚΡΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Μικρή φωτογραφία, κι εσύ στη μέση να κοιτάς
μικρός κι ανήμπορος
δίπλα σ’ άλλες μικρές φωτογραφίες.
Θα πεις μια ιστορία
κι αν είσαι τυχερός κι αν πείσεις
θα πάρεις την τύχη στα χέρια
ν’ αρπάξουν ήλιο κι αγάπη.
Μη μας κοιτάζεις, λύπες δεν είναι για μας
δάκρυ δε χύνουμε για μεγαλεία
έχουμε θάρρος να λέμε αστεία
και να γελάμε σαν τα παιδιά.
Δυο μάτια χρόνια ζητούν πολλά
λεπτά και ώρες στο κουτί
την σκέψη μου τρομάζουν.
Δεν είναι τα μάτια του μικρού παιδιού
στους υπονόμους και στα υποστατικά
θάλασσες μολυσμένες.
Δεν είναι δηλητήριο το χρώμα της αλήθειας.
Σφραγίζει η θλίψη το χαρτί
γίνεται το μελάνι δάκρυ
κι εσύ μικρή φιγούρα φεύγεις πια.
Η ματιά παραλείπει να πει
ότι οι άνθρωποι μένουν. 

ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Σκυφτός, μικρός συλλογισμένος μέσα στου δρόμου
τ’ αδιέξοδα περνά.
Κρατά γερά το μέτωπο που ‘γινε σίδερο
και το βαραίνει.
Λίγα τα χρόνια, γέρικα χρόνια
όλα σα στάλες της βροχής
που γεύτηκε τις νύχτες του χειμώνα
Το δάκρυ στη στεριά δε φαίνεται
ο πόνος των μικρών μια θάλασσα δακρύων
Κλάμα, γέλιο στον ήλιο, ψυχρά θερμά αισθήματα.
Πνιγμένοι μεσ’ το νέφος του αιώνα
ψάχνουν το τρένο της φυγής.
Μικρά παιδιά πεθαίνουν φίλε μου.
Εγώ, εσύ πως βολευτήκαμε ωραία!
Με θαλπωρή θα ζήσουμε στο χρήμα
με ψευδαισθήσεις βιώνουμε το ψέμα
Τα ‘δαμε σήμερα, χτες τα διαβάσαμε
ήταν περίπου δυο χιλιάδες
στα μάτια τους ο θάνατος μια απειλή.
Εσύ, εγώ πως κοιμηθήκαμε μικρέ μου φίλε;
Μεσ’ το βαθύ μας ύπνο ούτε ανασασμός.
Αυτά τα κλάματα στα χέρια των τρανών
αλίμονο οι αλυσίδες τους τα πόδια καίνε.
Εμάς δε μας τα δένουνε, οι αλαφροΐσκιωτοι
τα νήματα κρατάνε. 

ΙΣΤΟΡΙΑ

Να διψάς την ιστορία σου
σαν κραυγάζεις στο παρελθόν μη γίνει παρόν,
και το παρόν σου μέλλον.
Να σταματάς το χρόνο, γιατί γίνεται το λεπτό
μια ώρα και η ώρα μια ημέρα
και η ημέρα μια ζωή.
Ποτέ να ξέρεις δεν γυρνάς στο πρώτο το λεπτό.
Κάθε στιγμή να λαχταράς να γευτείς το ποτό
της γαλήνης.
Και το μεθύσι του Διόνυσου χαρά να την πιεις
κρυφά σαν θνητός.
Ξεχασμένε εσύ νιε, στα ντουλάπια του τρελού καιρού
του συρμού και της λήθης, του νοθευμένου κρασιού
και της γεύσης του ψεύτικου ονείρου.
Και αν το κυνήγι του ξεχασμένου λαγού στις μέρες
της πείνας σου άγριο και δειλό, να βλέπεις από
κάποιο παράθυρο την μοίρα να τρέχει.