Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

ΚΥΠΡΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ







ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ...


Ευτυχισμένος ο ποιητής που δεν ακρωτηριάστηκε
απ' την φορολογία των χειροκροτημάτων
και περπατά μέσα στο πλήθος δίχως αριθμό
απλή φωνή λαού
και χαίρεται τ' ανεπηρέαστα βλέμματα
χωρίς πληθυντικό αριθμό
απλά σαν της γιαγιάς μας τον χαιρετισμό
«ώρα καλή σου γιε μου!»





ΚΑΠΟΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ


Μ' αρέσουν κάποιες λέξεις που μυρίζουν γιασεμί
απλές σαν το κυριακάτικο πρωινό
δεν υποφέρουν από σημασίες και ιδέες
αρχάγγελους σοφίας δεν έχουν
σ' ευχαριστούν σαν χάδι παιδικό.



ΑΝΑΖΗΤΩ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


Αναζητούν την Κύπρο στα παλιά χειρόγραφα
στους χάρτες των παλιών ημερομηνιών
στα παραμύθια των παντάνασσων γιαγιάδων
 και στα οδοιπορικά περιπαθών προσκυνητών.
Ωστόσο εγώ θα κάθομαι στα σύνορα του φεγγα­ριού
και τα μεγάλα μάτια της σαν τα τοπία της ευτυχίας
θα καρτερώ να με κοιτάξουν.




ΧΑΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ


Χαμένες μέρες του καλοκαιριού κλεισμένοι στα δωμάτια
ν' αντιπαλεύουμε τον άχρηστο εαυτό μας
και να μετράμε τις παλιές οδοιπορίες των πανσελή­νων
στα δολοφονημένα δάκτυλά μας
μικρή μου Ευτέρπη, Ρέα εργόχειρό μου,
κι εσύ αφροδίτη ελευθερία των άλλων ιδεών μας
τότε π' ανθούσε η άνοιξη στα βλέφαρά μας.
Γιατί περνά σαν το νερό η ζωή
και φράζεται στην ηλικία των άμισθων καιρών
που ζούνε με παραχωρήσεις;




Η ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΜΑΣ ΑΝΑΧΩΡΕΙ


Ανάμεσα σε δυο ροδιές η Λευκωσία φιλοσοφεί
ανοίγει τις πλεξούδες της στον ήλιο
χειρονομεί στο παρελθόν η Λευκωσία
σαν ν' αποχαιρετά τον κόσμο αυτό
εκφέρει η Λευκωσία τα τελευταία φωνήεντα
στους τοίχους της μενεξεδένιας ώρας...
Αλλά τη Λευκωσία να μου αγαπάτε
όταν φορεί τα γιορτινά της
τα τελευταία της γιορτινά
και μπαίνει ανυποψίαστη στην αθανασία.




ΟΙ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΕΣ ΛΕΥΚΩΣΙΕΣ


Μενεξεδένιες ομιλίες
στα παραθύρια της Κυριακής
οι μοιρασμένες Λευκωσίες του κόσμου
η μυστική Αφροδίτη των παλιών ερώτων
και το μικρόν αλφαβητάρι...

(Δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Πολιτιστική, τ. 14-15, σελ. 163)




Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΟΥ


Η Κυριακή μου ξεπετάχτηκε απ’ τα παράθυρα
αγουροξύπνητη, με καθαρή ποδιά,
πήρε τους δρόμους με το πράσινο καπέλο της,
αντάλλαξε χαιρετισμούς πρωτοχρονιάτικους η Κυριακή μου,
χάιδεψε τα μαλλιά του γιασεμιού
και στις χαρούμενες προθήκες  χαμογέλασε η Κυριακή μου,
θυμήθηκε τις φιλαρμονικές παλιών καιρών,
τους εύθυμους περίπατους...
κι έφτασε εκεί που ξεχωρίζουνε οι εχθροί–
στη Λήδρα όλου του κόσμου
κι ας είναι η Λήδρα οδός της Λευκωσίας–
κι απ’ τα σακιά της άμμου, που τα στόλιζε χορτάρι
και μια μικρούλα παπαρούνα,
ψήλωσε το κεφάλι η Κυριακή μου κι είπε
στους άλλους, με την άλλη γλώσσα
και τ’ άλλο πρόσωπο,
τους είπε: «καλημέρα».



Η ΠΑΛΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ


Η Λευκωσία μας αποδημεί στους χάρτες
σε αταχυδρόμητες φωτογραφίες
απ’ τις ψηλές ταράτσες την κοιτάμε
να ταξιδεύει στην ποδιά του Πενταδάκτυλου.
Μα η άλλη Λευκωσία φυλλορροεί στα στήθη μας
στα βραδινά μας βλέφαρα
η Λευκωσία μας η παλιά
η Λευκωσία μας

                              Η ευτυχία της γης, 1983)



ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ


Οι συμμαχίες της νιότης πολεμούν στον κήπο μου
Ο Μάης, ο Μάης, χωρίς χειρόγραφα.
Γεωμετρίες του ανέμου και φτερά αρχαγγέλων
κοντά στους χαρταετούς με τα γαλάζια μάτια
σε φευγαλέους αγώνες εξαντλούνται. 5
Κι άντικρυ το μπαλκόνι των δεκάξι μου Μαΐων,
τα μάτια σου εσένα, αγάπη των χαμένων παραδείσων,
Θεέ μου, τι ωραία η πλάση σου
κι αυτή η καρδιά που πάντα σε σπουδάζει
στις περιπέτειες ήλιου κυπριακού 10
και στις πανσέληνες ματιές της Αττικής των άλλων ημερών μας.


ΧΩΡΙΣ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ


Άνοιξε το παράθυρο να μπει του κόσμου η μέρα
οι ζωντανές να σου μιλήσουνε μορφές
να σε γεμίσει με μια ανάσα
το θαύμα της ζωής
κι άφησε την καλλιγραφία των λογισμών στο πρώτο σου
 συρτάρι.

Εγώ σε συμβουλεύω να ντυθείς ανάλαφρα
μ’ ένα ζωνάρι χρώματα του ουράνιου τόξου,
να συναγωνιστείς τον άνεμο μες στα τρελά παιχνίδια του
χωρίς προτάσεις σοβαρές
χωρίς ορθογραφία.



ΣΧΗΜΑΤΑ ΦΙΛΙΩΝ


Μικρή επανάληψη στα φροντιστήρια της αγάπης
με τόνους καταδεκτικούς
Γι’ αυτό επανέρχομαι στα εφηβικά θρανία
κι ιχνογραφώ στα περιθώρια των βιβλίων
τα σχήματα φιλιών.



Η ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΡΑ...


Η όμορφη μέρα θα μπορούσε να διαρκέσει
μες το ημερολόγιο της ψυχής
αν έχεις καθαρό ένδυμα και στην υποδοχή
δυο χέρια αγάπης κι ένα καλωσόρισμα
γεμάτο μέλι.
Εισέρχεται ύστερα ως νυμφίος* μες στην ανάμνηση.
Όταν το θέλει η περίσταση κι η σύμπτωση
ανοίγει τα φτερά της μες στο χώρο σου
γίνεται νέα πρωία
καινούργιος ουρανός για τα πετάγματα
ισάγγελων χαρταετών των είκοσι Μαΐων


ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας,
Και την ψυχή μας, την ψυχή μας.
Δεν έχουν έλεος οι κουβέρτες σας,
Δεν έχουν την ξανθή ματιά του βρέφους μας
Οι προσφορές σας οι εύρωστες.
Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας
Και την κουρελιασμένη μας ψυχή,
Την ψυχή μας, την ψυχή μας…
Δεν θέλουμε όνομα και τίτλους,
Μήτε επιγράμματα.
Δώστε μας πίσω την ψυχή μας
Το μέσα πλούτος μας
Κι ας είναι ελιά το δείπνο μας
Και το νερό γλυφό.
Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας
Και την ψυχή μας.



17 ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ 1973  (Χαράματα)


Πέρα στην πλατιά λεωφόρο
με τα γυμνά δέντρα,
τα φυλλώματα,
προβάλλουν τώρα οι χώροι αδειανοί.
Λιγοστά είναι τα βήματα,
ξέπνοοι οι λογής ήχοι,
αραιοί.

Στάζει τ’ αγιάζι μέσα μας.
Συχάζει η τυραγνοπατημένη πόλη,
η βουερή.

Πέρα απ’ τη μακρινή λεωφόρο
με τα γυμνά δέντρα,
τα φυλλώματα,
πεθαίνει η νύχτα, η φονική.
Αλυχτούνε οι θεριεμένοι σκύλοι
στα περάσματα, όξω απ’ τις κλειστές πόρτες,
καθώς στους τοίχους πληθαίνουν οι σκιές
κι απλώνονται τα γράμματα,
αιμάτινα, θαμπωτικά:
«για τον αγώνα και τη λευτεριά»
«για την πολύπαθη πατρίδα»!
Πίσω απ’ τις μανταλωμένες πόρτες,
βαριανασαίνουν οι καρδιές
π’ ανασηκώσαν τη μεγάλη μέρα!
Ω, Θε μου, κάμε πριν χαράξει
ν’ αστράψουν οι ουρανοί,
χρυσό φως ολούθε ν’ απλωθεί
κάμε, Μεγαλοδύναμε, να ξεχυθεί
ποτάμι ξέφρενο η πνοή,
να λυτρωθεί, η τυραγνοπατημένη πόλη!

Αντιφασιστικά ’67-’74 (1984)



ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ ΔΙΣΤΟΜΟ


Αν κάποτε σε ακρόαση με δεχτεί ο Κύριος,
εμέ υπηρέτη του παλιό στα εφηβικά μου χρόνια
βυζαντινό φωνήεν στ' αριστερά του τέμπλου,
χωρίς κινήσεις υποτακτικές θα Τον ρωτήσω
με στίχους σταυρικούς γιατί στο Δίστομο άφησε ανενόχλητο
τον ξένο τ' άνθος να χτυπήσει των Ελλήνων
αυτούς που τίμησαν με πράξεις κι έργα
το πνεύμα Του αφιλόκερδα
έτσι για εξύμνηση της λάμψης Του
γεμάτοι πάθος αρχαγγελικό;
Θα σεβαστώ και τη σιωπή Του ακόμα,
αλλά σαν Κύπριος θα ψηλώσω το κεφάλι
έως στην πανσέληνο
και λόγο ασημένιο θα εκστομίσω:
η Κύπρος που αδικήθηκε
θα στέκει ομπρός Σου με σημαίες παράπονου
και μ' ένα δάκρυ των αγίων πατέρων της

και της εφτάχλωμης Κυπραϊσσας Παναγίας,


Η μπαλάντα της Τριανταφυλλένης



Πώς βρέθηκα μια νύχτα στα τοπία του φεγγαριού,
Με μιαν αγάπη στο δεξί μου χέρι
Κι η πεισματάρα η άνοιξη τριγύρω να χειρονομεί
Και να μιλά με λέξεις διαφανείς κι αντάρτισσες
Και της ζωής το βάρος να μικραίνει!
Σε κάποιο σύνορο άκουσα τον άνεμο μ’ ελληνικές φωνές:
“Τριανταφυλλένη μου, Τριανταφυλλένη μου”!

Μες στο συρτάρι τα όνειρα μας
Με τ’ άλλα μικροπράγματα μας τα ευπαθή
Φωτογραφίες των άλλων ημερών και γράμματα
Αραχνιασμένα απ’ την πολυκαιρία
Ένα λουλούδι μαδημένο σαν παράλυτο κορίτσι
(“Τριανταφυλλένη μου, Τριανταφυλλένη μου”)
Να παίρνουν κάποτε πνοή και να γυρνάνε
Απ’ το ταξίδι τους το μακρινό κι εσένα να καλούνε
“Τριανταφυλλένη μου, Τριανταφυλλένη μου”.

Πόση βροχή από αστέρια κάθε βράδι,
Πόση μαγεία στον άνεμο που ξεσηκώνει τα φουστάνια,
Πόση πλημμύρα φαντασμάτων να χορεύουνε στον ώμο σου,
Τι μουσική
“Τριανταφυλλένη μου, Τριανταφυλλένη μου”!

Και ξαφνικά να μπαίνει ο πόλεμος,
Με τον καπνό στο χέρι του
Και τη φωτιά στα μάγουλά του,
Να καταστρέφει τα σπαρτά στο πέρασμα του,
Να ρίχνει τα καμπαναριά,
Τα σπίτια να σωριάζει και την άνοιξη
“Τριανταφυλλένη μου, Τριανταφυλλένη μου”.

Και να γυρνώ στην ξενιτιά χωρίς πουκάμισο
Μ’ ένα κομμένο χέρι
Να μην ακούω μιλιά με γνώριμο ήχο
Να μην ελπίζω
(“Τριανταφυλλένη μου, Τριανταφυλλένη μου”)
Και να κρατώ το παρελθόν
Σ’ ένα σπασμένο βάζο
Σε μια μικρούλα γλάστρα
Σ’ ένα μυροδοχείο
Στην οροφή απροστάτευτος
Κόσμου χαμένου
(“Τριανταφυλλένη μου, Τριανταφυλλένη μου”)
Ένα μικρό να γίνομαι
Δημοτικό τραγούδι
Σε κάποια μακρινά ευρετήρια φυλαγμένο
Να καρτερώ τα σύνορα μια νύχτα να με βρουν
Και να ’ρθεις διαφανής μ’ ένα φεγγάρι επώδυνο
Στα διάφανά σου μάτια
“Τριανταφυλλένη μου, Τριανταφυλλένη μου”…!


Λυρικός λόγος, Β΄(1985

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου