Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ






Σπουδές (1951)



Εικοσιπέντε χρόνων


Σαν άρωμα από γιασεμί λεπτό, που σβήνει
και σμίγει με την αύρα της εσπέρας,
μοιάζει η θλιμμένη μου απόψε ετούτη μνήμη:

Δυο χρυσά μάτια, σα βελούδο χείλη,
κι ωραία καστανά μαλλιά, που ψαύει ο αγέρας,
η μακρινή μου των ’κοσπέντε χρόνων φίλη...

Τα χρόνια τώρα ίσως την έχουνε πια αλλάξει,
κι ίσως τα ωραία μαλλιά να ’γιναν γκρίζα,
και των ματιών της ίσως να ’σβησε πια η λάμψη.

Όμως τις ώρες του καλοκαιριού, μες στην ευδία
της νύχτας, που οι σκιές τη μνήμη αναδιφούνε,

τα εικοσπέντε χρόνια της, εντός μου πάλι ζούνε.





Επιστροφή  (1974)




Χαιρεκράτης Αντιφώντος Σαλαμίνιος



Κάθε πρωί σηκώνω αυτή την πλάκα…
Ψάχνω τις ρόδινες φλέβες της,
αγγίζω τον απαλό κυματισμό της…

«Χαιρεκράτης Αντιφώντος Σαλαμίνιος».

Πιο κάτω,
λίγα σπασμένα βάζα,
υδρίες και αμφορίσκοι
κι ασήμαντα ίχνη οστών…
Ύστερα, ο υγρός νότιος άνεμος

να σβουρίζει* τα χώματα
και να σφυρίζει στα κοιλώματα της πέτρας…

Ένα συνηθισμένο φθινοπωρινό πρωινό
στη βυθισμένη μες στην άμμο Σαλαμίνα…

Πέρα, ο ήλιος ανεβαίνει ατάραχος,
κι οι λιγοστοί διαβάτες
πορεύονται ανύποπτοι
στο ερειπωμένο αρχαίο κοιμητήριο,
σηκώνοντας τη μοίρα εκατόν αιώνων…



  


Μεταμέλεια



Αυτή την κουρασμένη μεταμέλεια
μην την αφήνεις άλλο, αλόγιστα
ν’ αναστατώνει τη μικρή σου ύπαρξη.

Δυνάμωσε τη θαρραλέα σκέψη σου,
και κράτησε ζωηρή την πρώτη ανάμνηση
της τρυφερής αγάπης που δοκίμασες,
και που σε βασανίζει τόσο σήμερα.

Έτσι είναι η ζωή μας: Ευμετάβολη!
Κάποιες στιγμές όμως βαθαίνουν μέσα μας,
χαράζουν ανεξίτηλα τα ίχνη τους, 1
και μάταια προσπαθούμε να τις σβήσουμε.





Γενέθλια πόλη


 III

Μέσ’ από τις ανταποκρίσεις τού Τύπου
διαβάσαμε τη συμπάθεια των άλλων
για την καταστροφή μας.

Ύστερα σχίσαμε τις εφημερίδες
και τεμαχίστηκε η συμπάθεια.

Ποιος θα πάρει τα ράκη του Ιώβ
να ντύσει την υπομονή μας;

Ποιος θα σαλπίσει τη σάλπιγγα του χρέους
να πέσουν τα τείχη της Ιεριχούς;



Το τραγούδι της Μαριάννας


Μαριάννα!
Έξω σταμάτησε η βροχή
κι η ευδία άνοιξε τους γαλάζιους ουρανούς
πάνω απ’ την κόκκινη στέγη σου.

Το φεγγάρι κατεβαίνει μ’ ασημένιες κλωστές
στο ανοιχτό παραθύρι σου,
και δυο λαμπρά αστεράκια
αντιφεγγίζουν τη λάμψη τους στα μεγάλα σου μάτια.

Στον κήπο σου φύτρωσαν δυο ανθισμένες λεμονιές
και μια κερασιά αναδεύει τους καρπούς της στα χείλια σου.

Το Φθινόπωρο σού φέρνει καινούρια μηνύματα.
Όμως, μη στέκεις στο κατώφλι της αγωνίας
με τα δυο σου μάτια να κοιτάν ανυπόμονα
την προσδοκία της αυγής.

Κι η μέρα αυτή θα ξημερώσει για σένα,
θα ξημερώσει με χρυσούς ήλιους στα μαλλιά σου,
κι η πλήξη του κατεστημένου
θα φύγει στην άκρη του σύννεφου
που ετοιμάζεται να διαβεί τη γαλάζια θάλασσα.

Είσαι μια ερωτική παρουσία
στον ανθισμένο κάμπο της γνώσης.
Είσαι μια σοφή ανάταση
στον γαλάζιο ουρανό της ελπίδας.

Μαριάννα!
Έξω σταμάτησε η βροχή,
και μόνο τα μάτια σου
στάζουν ψιχαλιστά ακόμη την αγάπη.


  


Η ευγενής δέσποινα Μαρία Μανουήλ Ξηρού



Εν έτει σωτηρίω χίλια τριακόσια πενήντα έξι
απεδήμησεν εις Κύριον, εις ηλικίαν δεκαεπτά ετών,
η ευγενής δέσποινα
Μαρία Μανουήλ Ξηρού.

Οι ευσεβείς γονείς της αφιέρωσαν εις μνήμην της
εικόνισμα του Παντοκράτορος
στον ιερό ναό της Παναγίας Χρυσαλινιώτισσας.

Ενδεδυμένοι την στολήν του κοντοσταύλη
κρατάνε, κάτωθεν του Παντοκράτορος,
το εκπάγλου καλλονής ομοίωμα της Μαρίας.

Σήμερα, ύστερα από εφτακόσια χρόνια,
ξυπνάει άφθαρτη απ’ τον τάφο η ομορφιά της,
και διαπερνά,
σαν αστραπή σε ώρα καταιγίδας,
τη σκέψη εκείνων που αντικρίζουν, στο σεπτό εικόνισμα,
το νεκρικό, κι όμως αείζωο  ομοίωμα της κόρης.





Πορεία στο χρόνο, 1991

 

 Πανσέληνος στην Κερύνεια


Απλώνει η πανσέληνος τ' ασήμι της στη θάλασσα
Στέλλει μαργαριτάρια στους γυμνούς ώμους
και λάμψη αθάνατη
στα μάτια της μικρής αγαπημένης.

Χιλιάδες οστρακόδερμα
βγαίνουνε θαρρετά στο φως
να βάψουνε το κέλυφος τους ασημί,
να θησαυρίσουν στα κογχύλια τους
τον ήχο της εσπέρας.

Ο αέρας σελαγίζει το τρόπαιο της νύχτας,
κι η νοτισμένη σιωπή σκορπά το μύρο της
στους κοιμισμένους κήπους.

Τούτες οι μνήμες με πληγώνουν.
Κι όμως, ποτέ δεν θέλω να μ' αφήσουν.

Κάπου εκεί,
πίσω απ' το σκλαβωμένο Πενταδάχτυλο
είναι δεμένο,
κόμπος αξεδιάλυτος,
το νήμα της ζωής μου.



Η Κοιλάδα του ήλιου  1993



Η ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗ  ΝΑΥΣ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ


Φωνή της θάλασσας,
φωνή του περασμένου καιρού
ακούστηκε.

Καράβι που σε φύλαξε το κύμα
στον κόλπο πολυφίλητου νησιού,
μήνυμα αρχαίο του κόσμου των Κυκλάδων!
Αναδύεται ακόμη άρωμα διονυσιακό
από τους άθικτους κρατήρες τ’ αμπαριού σου,
στα βάθη του ωκεανού.

Οι ναύτες σου, που δεν κοιμήθηκαν
αιώνες τώρα, βγαίνουν τα βράδια
με τ’ άστρα, την πανσέληνο,
και σεργιανάνε στα σοκάκια της Κερύνειας.
Κάθονται κάτω στο λιμάνι,
πίνουν κρασί, μιλάνε Ελληνικά,
γελάνε και αστειεύονται με το φεγγάρι,
σαν να μην έχει μεσολαβήσει τίποτε από τότε,
αίμα , φωτιά, μαχαίρι, αφανισμός,
σαν να ‘ναι όλα, όπως ήταν χρόνια πριν, ειρηνικά,
με τους παλιούς Θεούς,
με τον Αρχάγγελο ύστερα ν’ ανοίγει τα φτερά του
χρυσός αετός,
πάνω από τον περίκαλλο ναό,
την Παναγία τη Χρυσοπολίτισσα
να περπατάει με τα γιορτινά της
στους δρόμους του Δεκαπενταύγουστου,
και να ‘ναι όλοι μαζωμένοι, μια αρμαθιά, νεκροί και ζωντανοί.

Πώς έγινε Θεέ μου, αυτό το θαύμα!
Ύμνε Ελληνικέ, γεμάτε φως,
ντύσου τον ήλιο της Ανατολής,
έλα να διαλύσεις τ’ άγρια σύννεφα,
τη λύτρωση να φέρεις στη μικρή πόλη μας,
και ν’ αποδώσεις λεύτερο στο πέλαγο
το σκλαβωμένο, μες στο κάστρο, αρχαίο καράβι.



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου